Kaufdex / pixabay |
Παντελής Σαββίδης
Υπήρχαν δύο λόγοι που εμπόδιζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να προχωρήσουν στο βήμα αυτό.
Ο πρώτος ήταν η παρομοίωση της περίπτωσης του Κοσόβου με το κυπριακό. Το δημοσίευμα λέει πως η περίπτωση αυτή εξετάσθηκε νομικά και δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν υπάρχει διασύνδεση. (Μένω στα επίσημα).
Ο δεύτερος λόγος ήταν πολιτικός. Η Αθήνα ικανοποιούσε την επιθυμία του Βελιγραδίου προσδοκώντας πως στο όνομα αυτής της εξυπηρέτησης οι δύο χώρες θα ανέκοπταν την τουρκική επέλαση στα Βαλκάνια και, κυρίως, στη Σερβία.
Το δημοσίευμα υποστηρίζει πως υπάρχει μια τουρκική διείσδυση στην Σερβία, ακόμη και στα ΜΜΕ την οποία η σερβική κυβέρνηση όχι, μόνο, δεν προσπαθεί να περιορίσει αλλά ενθαρρύνει.
Οπότε και ο δεύτερος λόγος της μη αναγνώρισης εξέλιπε.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα- και πολύ φοβάμαι ότι έτσι έχουν- καλά κάνει η ελληνική κυβέρνηση. Μας παραθεωρούν ως δεδομένους. Ακόμη και οι Σέρβοι.
Χρειάζεται, όμως, προσοχή και μεθόδευση στην αναγνώριση. Να αναγνωρίσουμε αλλά κάτι να πάρουμε από τους Αλβανούς. Κάνουμε μια παραχώρηση ας μην είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γνώρισα τη Σερβία και το Σερβικό λαό επί 20 χρόνια. Από το 1988, που άρχισαν οι αναταραχές στα Βαλκάνια ως το 2008 υ αναγνωρίσθηκε το Κόσοβο. Κάλυψα όλους τους πολέμους στα Βαλκάνια και έζησα μοναδικές εμπειρίες. Η διαπίστωσή μου είναι πως σε λαϊκό επίπεδο (και ελληνικού και σερβικού λαού) υπήρξε, πράγματι μια βαθιά φιλία που δοκιμάστηκε στα κρίσιμα χρόνια και εμβαθύνθηκε. Ακόμη πιο σημαντική υπήρξε η σύγκλιση σε εκκλησιαστικό επίπεδο.
Σε κρατικό επίπεδο, όμως, τα πράγματα ήταν πιο ψυχρά. Οι Σέρβοι ζητούσαν την εκδήλωση του κρατικού ελληνικού ενδιαφέροντος όπως σε επίπεδο κοινωνίας και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχοντας την δική τους ανάλυση και τις δικές τους δεσμεύσεις κρατούσαν κάποιες αποστάσεις. Όχι πως οι σχέσεις δεν ήταν καλές αλλά δεν ανταποκρίνονταν στις λαϊκές ανάλογές τους.
Αυτή ισορροπία δεν έγινε αισθητή σε διεθνές επίπεδο. Ακόμη και η παρουσία κάποιων Ελλήνων με δική τους πρωτοβουλία ως φυσικών προσώπων στη Σρεμπρένιτσα (αν υπήρξε, διότι δεν έχω άμεση γνώση του γεγονότος), ταυτίσθηκε με την επίσημη ελληνική πολιτική διεθνώς.
Η άποψη που διαμόρφωσα είναι πως εκείνη την περίοδο καλώς υπήρξε η ελληνοσερβική σύγκλιση στο βαθμό που υπήρξε και σε κρατικό και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών.
Ο ελληνικός λαός και κατ επέτασιν η Ελλάδα ως σύνολο έστειλε ένα μήνυμα φιλειρηνικής και ανθρώπινης ευαισθησίας. Αλλά η στάση είχε και απτό πολιτικό ορίζοντα που βασιζόταν στους εξής άξονες:
1.-Να αποφευχθεί η δημιουργία μουσουλμανικού τόξου.
2.- Να αποτραπούν μεγαλοϊδεατικά όνειρα περί Μεγάλης Αλβανίας, Μεγάλης Σερβίας ή Μεγάλης Βουλγαρίας.
3.-Να αποφευχθεί η δημιουργία ανεξάρτητου Μουσουλμανικού κράτους στην Ευρώπη. (Βοσνία). Γι αυτό το τελευταίο δεν είμαι και τόσο αντίθετος στην Συμφωνία του Ντέιτον με την οποία δημιουργήθηκε η σημερινή Βοσνία. Το κράτος, βεβαίως, δεν λειτουργεί. Λειτουργούν μόνο οι συνιστώσες του (Σερβική και Κροατομουσουλμανική).
Γενικώς, απο τότε που άρχισε η βαλκανική αστάθεια μέχρι σήμερα υπάρχει μια αντίληψη περί Ελληνοσερβικής φιλίας. Δεν διαπίστωσα κάτι τέτοιο, ιστορικά. Υπήρξαν περιπτώσεις που οι δύο λαοί συνέκλιναν και άλλες που απέκλιναν.
Οι Σέρβοι και ως λαός και ως κρατική υπόσταση έχουν μια αλαζονεία. Η οποία επιτάθηκε επι ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Όχι, μόνο στο εσωτερικό της χώρας όπου ο Τίτο προσπάθησε να κατατμήσει τις σερβικές οντότητες στις διάφορες δημοκρατίες για ελέγξει τον σερβικό εθνικισμό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο.
Το ότι ο Τίτο ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στον Στάλιν προσέδωσε κύρος και στον ίδιο και στην χώρα που διοικούσε. Την ανέβασε ακόμη ψηλότερα το ότι ηγείτο του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Αλλά και η πολιτισμική και πολιτική- θεωρητική παραγωγή των Γιουγκοσλάβων ήταν αξιοσημείωτη την περίοδο απο τον Β! ΠΠ μέχρι τον θάνατο του Τίτο έδωσε στην χώρα σημαντικό κύρος. Το κύρος αυτό διαμόρφωσε τη συνείδηση όλων των λαών της Γιουγκοσλαβίας αλλά, κυρίως. των Σέρβων.
Απέναντι στην Ελλάδα τόσο η Σερβία την επομένη του πολέμου όσο και η Γιουγκοσλαβία μετά τον ΑΠΠ είχαν μια συμπεριφορά χώρας που μπορούσαν να χειραγωγήσουν.
Η Ελλάδα, μετά το 1922, βρισκόταν σε μια γεωγραφική περιοχή με α σημερινά της σύνορα (τα οποία αυξήθηκαν το 1948 με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων) που είχε από τη μια τον τουρκικό όγκο και από την άλλη μια ενιαία και δυναμική Γιουγκοσλαβία.
Η Γιουγκοσλαβική διάσπαση επέφερε τρομερά δεινά στους λαούς που την συγκροτούσαν αλλά διαμόρφωσε και μια νέα γεωπολιτική ισορροπία μάλλον ευνοϊκή για την Ελλάδα.
Ακόμη και κατά την περίοδο των πολέμων όταν η λαϊκή σύγκλιση (Ελλάδας και Σερβίας) έφθασε στο αποκορύφωμά της, υπήρχαν συνεχείς πολιτικές μεμψιμοιρίες για την Ελλάδα από Σέρβους πολιτικούς.
Φίλος, μάλιστα, που είναι σε θέση να γνωρίζει γιατί συμμετείχε στη συνάντηση, μου είπε πως όταν ο Μητσοτάκης (πατέρας) συνάντησε τον Μιλόσεβιτς, του είπε πως επειδή έχει καλές σχέσεις με την Αμερική αν θέλει κάτι να μεταφέρει είναι στη διάθεσή του να τον βοηθήσει. Η απάντηση του Μιλόσεβιτς ήταν πως και εκείνος είχε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και δεν είχε την ανάγκη διαμεσολάβησης.
Για να έρθουμε στα τωρινά. Μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς οι νέες κυβερνήσεις που ανέλαβαν φρόντισαν να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία, θεωρώντας την Ελλάδα δεδομένη. Ήταν, μάλιστα, χαρακτηριστικές κάποιες δηλώσεις του ή της δεν θυμάμαι ακριβώς προέδρου της Σερβικής βουλής που προκάλεσαν ανησυχία στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο έκανα ένα ντοκυμαντέρ για τη Σερβία και βρέθηκα στο Βελιγράδι. Ρώτησα για τις δηλώσεις και πήρα την απάντηση ότι παρερμηνεύθηκαν. Είναι η συνήθης διπλωματική απάντηση.
Και στο σκοπιανό (το οποίο είναι δημιούργημα του Τίτο) οι Σέρβοι είχαν την απαίτηση η Ελλάδα να μην μεταβάλλει την θέση της για το Κόσοβο αλλά οι ίδιοι να αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως Μακεδονία.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, η Αθήνα πρέπει να ακολουθήσει πολιτική εθνικού συμφέροντος. Δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι είναι δεδομένη όταν μια χώρα αλλάζει την στάση απέναντί της. Η Σερβία ελάχιστα σέβεται και ενδιαφέρεται για τις θέσεις της Αθήνας. Διακατέχεται, ακόμη, από έναν μεγαλοϊδεατισμό.
Οι σχέσεις σε επίπεδο κοινωνίας πρέπει να διατηρηθούν στενές αλλά σε επίπεδο κρατικό προέχει το κρατικό συμφέρον.