Από: analyst.gr
Ανάλυση
Εισαγωγικά, η βασικότερη ίσως διαφορά μεταξύ δημοκρατικών πολιτευμάτων και αυταρχικών καθεστώτων είναι το ότι, στα μεν δημοκρατικά παρατηρείται άνοδος της δημιουργικότητας και της καινοτομίας των ανθρώπων, ενώ στα δεύτερα σχεδόν δεν υπάρχει καθόλου – κάτι που διαπιστώνεται ακόμη και στις επιχειρήσεις, όσον αφορά τον τρόπο που διοικούνται.
Παρά το ότι λοιπόν οι Η.Π.Α. ευρίσκονται αναμφίβολα σε πορεία παρακμής, λόγω του μονοπωλιακού καπιταλισμού τους (ανάλυση) που αποτελεί το διάδοχο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από τον πρόεδρο Reagan, έχοντας εκτοξεύσει τις εισοδηματικές ανισότητες, καθώς επίσης τα χρέη του 90% του πληθυσμού, του κράτους επίσης, είναι σε καλύτερη θέση από την Κίνα – ιδίως από την πλευρά της δημιουργικότητας. Από μία χώρα που έχει επικρατήσει ο κρατικός καπιταλισμός (ανάλυση), ο οποίος είναι ο διάδοχος του κομμουνιστικού καθεστώτος – παραμένοντας όμως εξίσου αυταρχικός.
Περαιτέρω, σύμφωνα με γνωστό οικονομολόγο, μία αντικειμενική ανάλυση της Κίνας πρέπει να ξεκινήσει από τα πολύ δυνατά, θετικά στοιχεία της – όπως το ότι είναι η τρίτη σε έκταση χώρα του πλανήτη, με το μεγαλύτερο πληθυσμό παγκοσμίως, αν και σύντομα θα την ξεπεράσει η Ινδία. Διαθέτει το 5ο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο με πάνω από 280 πυρηνικές κεφαλές, όσο περίπου η Μ. Βρετανία και η Γαλλία – αν και κατά πολύ λιγότερες από τη Ρωσία (6.490) και τις Η.Π.Α. (6.450).
Είναι όμως πολύ σημαντικό το ότι, είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός χρυσού στον κόσμο, με 500 μετρικούς τόνους ετησίως – γεγονός που ίσως την οδηγήσει, μαζί με τη Ρωσία, στην υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού για το νόμισμα της, έτσι ώστε να επιφέρουν ένα ισχυρό πλήγμα στο δολάριο και να ανεξαρτητοποιηθούν (άρθρο). Έχουμε ήδη αναφερθεί στο πετρογουάν (πηγή) και ειδικά στη στήριξη των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης πετρελαίου σε γουάν, με αντίκρισμα το χρυσό (ανάλυση) – υπενθυμίζοντας πως η Κίνα ξεπέρασε το 2017 τις Η.Π.Α., ως προς τις μεγαλύτερες εισαγωγές πετρελαίου παγκοσμίως.
Ενώ τώρα η Κίνα κατέχει ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου της τάξης του 1,4 τρις $, προσπαθώντας όμως να τα μειώσει, μεταξύ άλλων λόγω των φόβων της να κατασχεθούν ως αποζημίωση για τον ιό που κατηγορείται πως διέφυγε από τα δικά της εργαστήρια, η οικονομία της είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο – καθώς επίσης η μεγαλύτερη παραγωγική μηχανή καταναλωτικών αγαθών, αν και εις βάρος του περιβάλλοντος της και πρώτη σε συναλλαγματικά αποθέματα (πηγή), συμπεριλαμβανομένου του χρυσού.
Συμπερασματικά λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, η Κίνα είναι σαφώς μία παγκόσμια υπερδύναμη, οικονομική και στρατιωτική, με κυρίαρχη παρουσία στην Ανατολική Ασία – ενώ θεωρείται ως ο νούμερο ένα ανταγωνιστής των Η.Π.Α., ειδικά μετά την προώθηση εκ μέρους της του δρόμου του μεταξιού, με απώτερο στόχο την αντικατάσταση της αγοράς των Η.Π.Α. με αυτήν της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά τώρα, σχετικά με τα αρνητικά της στοιχεία, ο στρατός της Κίνας αναπτύσσεται με ισχυρό ρυθμό και θεωρείται ως ο πιο εξελιγμένος, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται του αμερικανικού – όσον αφορά τους αερομεταφορείς, τις πυρηνικές κεφαλές, τα υποβρύχια, τα καταδιωκτικά πολεμικά αεροπλάνα και τα βομβαρδιστικά.
Όσον αφορά δε την οικονομία, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας είναι κάτω από το όριο των 10.000 $ ετησίως, στα 8.500 $ περίπου (πηγή) – έναντι 53.748 $ των Η.Π.Α. το πτωτικό έτος του 2020. Μπορεί λοιπόν το ΑΕΠ των Η.Π.Α. με 21 τρις $ περίπου, να είναι μόνο 40% μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Κίνας των 15 τρις $ σε ακαθάριστη βάση, αλλά σε κατά κεφαλήν βάση οι Αμερικανοί είναι κατά 500% πλουσιότεροι από τους Κινέζους – κάτι που φυσικά έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Η παγίδα του μεσαίου εισοδήματος
Συνεχίζοντας, η Κίνα έχει οδηγηθεί στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» (middle income trap), όπως ονομάζεται από την οικονομία της ανάπτυξης (πηγή) – με την έννοια πως η πορεία από ένα χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα της τάξης των 5.000 $ προς το μεσαίο εισόδημα των 10.000 $ είναι αρκετά απλή. Στην ουσία περιλαμβάνει κυρίως τον περιορισμό της διαφθοράς, την άνοδο των άμεσων ξένων επενδύσεων και τη μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις – για την απασχόληση σε θέσεις εργασίας στο δευτερογενή τομέα, όπως στη μεταποίηση και στη συναρμολόγηση.
Εν τούτοις, η πορεία από το μεσαίο εισόδημα στο υψηλό που καθορίζεται παγκοσμίως στα 20.000 $ κατά κεφαλήν, είναι πολύ πιο δύσκολη – αφού προϋποθέτει τη δημιουργία και την ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας, καθώς επίσης την κατασκευή αγαθών μεγάλης προστιθεμένης αξίας (η Ελλάδα δεν τα κατάφερε τελικά να διατηρηθεί στα σοβαρά επίπεδα που είχε κατακτήσει, με αποτέλεσμα την υποχώρηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της από το υψηλότερο 29.830 $ στα 21.598 $ το 2020).
Μεταξύ των αναπτυσσομένων οικονομιών, εξαιρουμένων φυσικά των παραγωγών πετρελαίου, μόνο η Ταιβάν, η Ν. Κορέα, η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ έχουν πραγματοποιήσει με επιτυχία αυτή τη μετάβαση, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο – όταν οι περισσότερες άλλες, όπως στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική, στη Νότια Ασία και στη Μέση Ανατολή, έχουν παραμείνει κολλημένες στις τάξεις του μεσαίου εισοδήματος.
Ακόμη δε και μεγάλες πληθυσμιακά χώρες, όπως η Βραζιλία ή η Τουρκία που έχει προσελκύσει πάρα πολλές ξένες επενδύσεις, λόγω του φθηνού εργατικού κόστους της, δεν κατάφεραν να υπερβούν κάποια συγκεκριμένα όρια, όπως φαίνεται στο γράφημα – ενώ χρεοκόπησαν ή/και αντιμετωπίζουν σοβαρότατες νομισματικές κρίσεις, με πληθωριστικές εξάρσεις.
Περαιτέρω, η Κίνα παραμένει βασισμένη σε θέσεις εργασίας στο επίπεδο της συναρμολόγησης – χωρίς να φαίνεται πως θα καταφέρει να ξεφύγει από την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος. Εύλογα, αφού κάτι τέτοιο απαιτεί πολύ περισσότερα από φθηνές επενδύσεις σε θέσεις εργασίας και σε υποδομές – κυρίως εφαρμοσμένη τεχνολογία για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μπορεί δε να έχει επικεντρωθεί στην κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας από τη Δύση, αλλά δεν θα τη βοηθήσει ιδιαίτερα – αν και ήταν πολύ αποτελεσματική στην κλοπή τέτοιας τεχνολογίας από τους εμπορικούς της εταίρους.
Η παραπάνω αποτελεσματικότητα της Κίνας διαπιστώνεται από την εφαρμογή κλεμμένων τεχνολογιών, μέσω του δικού της συστήματος των κρατικών επιχειρήσεων που έχει αναγάγει σε «εθνικούς πρωταθλητές» – όπως είναι η Huawei στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Εν τούτοις, η Δύση έχει αμυνθεί πλέον, όσον αφορά την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους της Κίνας – ενώ η Κίνα δεν είναι ικανή, κρίνοντας εκ των πραγμάτων, να δημιουργήσει τη δική της υψηλή τεχνολογία, μέσω επενδύσεων στην έρευνα και στην ανάπτυξη (R&D).
Πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν, με ένα αυταρχικό καθεστώς που δολοφονεί τη δημιουργικότητα και την καινοτομία των ανθρώπων; Για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να τα καταφέρει ούτε η πάμπλουτη σε πλουτοπαραγωγικές πηγές Ρωσία – το κατά κεφαλήν εισόδημα της οποίας αυξήθηκε μεν σχετικά εύκολα από τα 5.000 $ στα 12.000 $ (γράφημα), αλλά έκτοτε παραμένει στάσιμο.
Παρά την τεράστια ανάπτυξη της λοιπόν τα τελευταία είκοσι χρόνια, με διάφορες θεμιτές και αθέμιτες μεθόδους, όπως ήταν η τεχνητή υποτίμηση του νομίσματος της, η Κίνα παραμένει μία ουσιαστικά φτωχή χώρα – με περιορισμένες δυνατότητες να βελτιώσει την ευημερία των Πολιτών της, πέρα από αυτήν που έχει ήδη επιτευχθεί.
Οι επιπτώσεις της στασιμότητας
Η οικονομία της Κίνας τώρα δεν αφορά μόνο τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών – αφού από αυτήν εξαρτάται η επιβίωση του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος που, στην περίπτωση αποτυχίας, θα βιώσει μία μεγάλη υπαρξιακή κρίση. Στην ουσία πρόκειται για ένα αυταρχικό και μη «νομιμοποιημένο» καθεστώς που θα συνεχίσει να παραμένει στην εξουσία, μόνο εφόσον παρέχει θέσεις εργασίας και ένα αυξημένο βιοτικό επίπεδο στον κινεζικό πληθυσμό – κάτι που, εάν δεν συμβεί, θα προκληθούν κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, σε μία κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από τις διαμαρτυρίες της πλατείας Tiananmen του 1989.
Εν προκειμένω, ο πρόεδρος της Κίνας θα μπορούσε να χάσει γρήγορα αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν «Η εντολή του Ουρανού» – ένας όρος που περιγράφει την άυλη καλή θέληση και την υποστήριξη των Πολιτών που χρειάζονταν οι αυτοκράτορες, για να κυβερνήσουν τη χώρα τα τελευταία 3.000 χρόνια. Εάν η «εντολή του Ουρανού» χαθεί, ο αυτοκράτορας ή ο πρόεδρος/γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος που είναι κάτι ανάλογο σήμερα, μπορεί να ανατραπεί πολύ γρήγορα – βυθίζοντας τη Κίνα στο χάος.
Βέβαια, πριν από την κρίση η Κίνα αντιμετώπισε πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα (ανάλυση), ειδικά όσον αφορά το τεράστιο χρέος των επιχειρήσεων της, αλλά τελικά κατάφερε να τα διαχειρισθεί – χωρίς να γίνει το επίκεντρο του επόμενου παγκοσμίου κραχ, όπως προβλεπόταν (πηγή), με εξαίρεση το ξέσπασμα της πανδημίας και όλα όσα προκάλεσε στον πλανήτη. Εν τούτοις, παραμένει βαριά χρεωμένη (γράφημα), σε σημείο που η προσθήκη νέου δανεισμού δεν παράγει πια ανάπτυξη – αλλά αφενός μεν επιβραδύνει την οικονομία της, αφετέρου θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της να εξυπηρετήσει το υφιστάμενο χρέος.
Εκτός από τα υψηλά χρέη των επιχειρήσεων της, είναι αντιμέτωπη με ένα αφερέγγυο τραπεζικό σύστημα και με μία φούσκα ακινήτων που καθιστά ακόμη πιο ευάλωτες τις τράπεζες της – ενώ οι μισές περίπου επενδύσεις της χαρακτηρίζονται ως σπατάλη. Δημιουργεί δηλαδή θέσεις εργασίας χρησιμοποιώντας υλικά όπως τσιμέντο, χάλυβα, χαλκό και γυαλί, αλλά το τελικό προϊόν που παράγει, είτε πρόκειται για κατασκευή πόλεων, είτε σιδηροδρομικών σταθμών, είτε αθλητικών εγκαταστάσεων, παραμένει αχρησιμοποίητο – με αποτέλεσμα η χώρα να έχει γεμίσει μεταξύ άλλων με πόλεις φαντάσματα, λόγω του λανθασμένου μοντέλου ανάπτυξης της.
Στην ουσία λοιπόν ευρίσκεται σε αδιέξοδο, ενώ η ηγεσία της το γνωρίζει πολύ καλά – κάτι που όμως δεν μπορούσε να αποφύγει. Η αιτία ήταν το ότι, είναι υποχρεωμένη να διατηρήσει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της, για να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τα εκατομμύρια που μετανάστευαν στις πόλεις – καθώς επίσης για να διατηρήσει τις υφιστάμενες.
Οι εναλλακτικές λύσεις της τώρα για την αντιμετώπιση των χρεών της, είναι είτε ο αποπληθωρισμός (εσωτερική υποτίμηση) που όμως οδηγεί σε διαγραφές, σε χρεοκοπίες, σε χαμηλότερους μισθούς και σε αυξημένη ανεργία, είτε ο πληθωρισμός – ο οποίος μειώνει έμμεσα την αγοραστική δύναμη του πληθυσμού, ειδικά των μισθωτών, έχοντας τις ίδιες συνέπειες με την αύξηση των φόρων.
Τόσο η μία λύση βέβαια, όσο και η άλλη, δεν είναι εφαρμόσιμες από το κομμουνιστικό καθεστώς της – αφού δεν διαθέτει τη δημοκρατική πολιτική νομιμοποίηση για να αντέξει την ανεργία ή τον πληθωρισμό, με τα αποτελέσματα που προαναφέραμε, χωρίς να ξεσπάσουν κοινωνικές αναταραχές που θα απελευθέρωναν το επαναστατικό δυναμικό των Πολιτών της.
Το δημογραφικό πρόβλημα της Κίνας
Συνεχίζοντας, εκτός από οικονομικά προβλήματα η Κίνα έχει και δημογραφικά, τα οποία θα εμποδίσουν τη μελλοντική της ανάπτυξη – προβλήματα που προκάλεσε η ίδια επεμβαίνοντας στη λειτουργία της φύσης, όταν το 1980 θέσπισε την «πολιτική για ένα παιδί», με στόχο να ελέγξει την άνοδο του πληθυσμού της.
Ειδικότερα, όταν η τότε κυβέρνηση ανακοίνωσε τη συγκεκριμένη πολιτική, δεν έλαβε υπ’ όψιν της, τις πολιτιστικές προτιμήσεις των Πολιτών της – σύμφωνα με τις οποίες προτιμούν τα αγόρια από τα κορίτσια. Ως εκ τούτου, όταν εφαρμόσθηκε η πολιτική του ενός παιδιού, οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν προγεννητικά τεστ για να προσδιορίσουν το φύλλο – ενώ στη συνέχεια «ακύρωναν» τα κορίτσια. Δηλαδή τα θανάτωναν με διάφορους τρόπους, πριν ή ακόμη και αμέσως μετά τη γέννηση τους, στις πιο πρωτόγονες περιοχές της – με αποτέλεσμα να εκτιμώνται οι θάνατοι κοριτσιών στα 20-30 εκ., οπότε να υπάρχει ισοδύναμο πλεόνασμα ανδρών έναντι γυναικών.
Φυσικά οι άνδρες αυτοί δεν θα βρουν ποτέ γυναίκες στην Κίνα – ενώ, με δεδομένο το ότι οι γυναίκες επιλέγουν ως συζύγους τους τους καλύτερους, τα 30 εκ. άνδρες που «περισσεύουν» είναι οι λιγότερο ταλαντούχοι και οι περισσότερο φτωχοί. Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη ομάδα είναι πολύ επιρρεπής στη βία, στην αντικοινωνική συμπεριφορά, στην κατάχρηση αλκοόλ, στα ναρκωτικά κλπ. – οπότε έχει δημιουργηθεί μία δημογραφική ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.
Την ίδια εποχή η έντονη ανάπτυξη της Κίνας που διήρκεσε από το 1995 έως το 2010, κυρίως λόγω της μετανάστευσης από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές και της αύξησης των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία, έχει φτάσει στο τέλος της – αφού η μετανάστευση έπαψε πλέον, ενώ οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση μετακινούνται σε περιοχές πιο φθηνού εργατικού κόστους, όπως στην Ινδία ή στο Βιετνάμ. Όπως αναφέραμε δε, η έλλειψη εγχώριας τεχνολογίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την προστασία της Δύσης από τις κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας, την οδήγησε στην παγίδα μεσαίου εισοδήματος – με το μειωμένο ρυθμό ανάπτυξης που τη χαρακτηρίζει.
Εκτός αυτού, η Κίνα υπολογίζεται να χάσει πάνω από 100 εκ. εργαζομένους την επόμενη δεκαετία, λόγω της γήρανσης, της συνταξιοδότησης κοκ. – ενώ προσπαθεί μεν η κυβέρνηση της να διορθώσει τη δημογραφική ζημία με μία νέα «πολιτική για τρία παιδιά», αλλά είναι πολύ αργά. Δυστυχώς οι δημογραφικές ζημίες δεν χρειάζονται μόνο πάνω από τριάντα χρόνια για να εμφανισθούν, αλλά τουλάχιστον άλλα τόσα για να διορθωθούν – κάτι που δεν έχουμε ακόμη καταλάβει στην Ελλάδα, μη έχοντας συνειδητοποιήσει πως τα μνημόνια δεν προκάλεσαν μόνο οικονομική καταστροφή στη χώρα μας αλλά, επίσης, δημογραφική.
Ήδη οι θάνατοι ξεπερνούν κατά πολύ τις γεννήσεις, ενώ οι πάνω από 650.000 νέοι Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό, οπότε θα γεννήσουν εκεί τα παιδιά τους, δύσκολα θα επιστρέψουν – με αποτέλεσμα, εκτός του ότι χάθηκε από την Ελλάδα το κόστος εκπαίδευσης και ενηλικίωσης τους, ύψους άνω των 100 δις €, χάθηκε επί πλέον ετήσιο ΑΕΠ της τάξης των 32,5 δις € που δεν θα αναπληρώσουμε ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος που εξοργιζόμαστε όταν ακούμε ακόμη Έλληνες να ισχυρίζονται πως τα μνημόνια ήταν απαραίτητα – αφού είναι σαν να λένε πως η πανδημία που βιώνουμε είναι θετική.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η μακροοικονομία είναι μία πολύπλοκη επιστήμη, αφού πρέπει να συνυπολογίζει πολλούς διαφορετικούς συντελεστές δύσκολων εξισώσεων – αρκετοί από τους οποίους δεν φαίνονται καθόλου στο παρόν, οπότε οφείλει να τους διακρίνει κανείς και να προβλέψει την εξέλιξη τους. Στα πλαίσια αυτά, μπορεί οι Η.Π.Α. να ευρίσκονται σε πορεία παρακμής, ενδεχομένως επίσης ένα μεγάλο μέρος της Δύσης, αλλά πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα – ιδίως η Κίνα, όπως αναλύσαμε παραπάνω.
Επομένως οι προβλέψεις είναι σχεδόν αδύνατες, εάν θέλει κανείς να παραμένει σοβαρός, υπεύθυνος και αξιόπιστος – ενώ αυτή τη στιγμή η Κίνα είναι σίγουρα ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, ο οποίος θα μπορούσε να καταρρεύσει παταγωδώς, βυθίζοντας την κοινωνία της στο χάος, ενδεχομένως ακόμη και τον πλανήτη.