Από: Το Παρόν - Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με κατεβασμένα χέρια Αθήνα και Λευκωσία περιμένουν με δέος τον Σουλτάνο να πραγματοποιήσει τη νέα «απόβασή» του στην Κύπρο και να επισημοποιήσει τα τετελεσμένα με το άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσίων. Κίνηση που σε συνδυασμό με την επιμονή στη λύση των «δύο κρατών» θα βάλει οριστική ταφόπλακα στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού.
Το γεγονός και μόνο ότι για την προετοιμασία της παράνομης επίσκεψης στις 20 Ιουλίου έχουν ήδη επισκεφθεί το νησί ο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Φουάτ Οκτάι είναι ενδεικτικό της διάστασης που θέλει να δώσει η τουρκική κυβέρνηση στο σόου Ερντογάν, που θα απευθύνεται και στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.
Η Αθήνα περιορίζεται σε ορισμένες ρητορικές καταδίκες, ενώ η Λευκωσία εξαντλείται σε προφορικά διαβήματα και αποστολή επιστολών, που προφανώς δεν είναι σε θέση να εμποδίσουν ή να αποτρέψουν την τουρκική πρόκληση.
Ο Ταγίπ Ερντογάν διανύει την πιο δύσκολη στιγμή όχι μόνο της θητείας του αλλά και της συνολικής πολιτικής διαδρομής του.
Η οικονομία βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού, υπερχρεωμένη από την κακοδιαχείριση, την εμμονή στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων, τη διαφθορά και από τα τεράστια φαραωνικά έργα, ενώ ο πληθωρισμός εξαφανίζει το οικογενειακό εισόδημα, φέρνοντας εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η αποκάλυψη του νέου εξοχικού παλατιού που χτίζεται για τον Ερντογάν, με 300 δωμάτια, τα ημερήσια έξοδα συντήρησης του οποίου θα ισοδυναμούν με 3.700 μισθούς ενός απλού τούρκου πολίτη, έχουν προκαλέσει την οργή της κοινής γνώμης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, χάνοντας το σημαντικότερο πλεονέκτημα που είχε, αυτό της οικονομίας, και αφού έχει κόψει τις γέφυρες με ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, επιχειρεί να «μπετονάρει» την ακροδεξιά εθνικιστική ψήφο και τους ισλαμιστές, προσφέροντας «εθνικές επιτυχίες στο εξωτερικό».
Η Κύπρος και το Κυπριακό αποτελούν κορυφαίο εθνικό ζήτημα όχι μόνο για τους οπαδούς του Ερντογάν και του Μπαχτσελί αλλά και για την κεμαλική αντιπολίτευση. Εξάλλου, ο κυριότερος εκπρόσωπος του κατεστημένου, ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, ήταν ο πρωθυπουργός της εισβολής στην Κύπρο.
Η Λευκωσία και η Αθήνα έχουν προσφέρει στην Τουρκία, αμαχητί, την επιχειρηματολογία με την οποία προσπαθεί να δικαιολογήσει όλες τις μονομερείς παρεμβάσεις της στην Κύπρο.
Έχουμε φθάσει στο σημείο πλέον να πρέπει να απολογείται ο Κυπριακός Ελληνισμός για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και να ξεχνάμε ότι η Τουρκία πρέπει να είναι διαρκώς και σε κάθε επίπεδο και φόρουμ υπόλογη και κατηγορούμενη για την εισβολή και τη συνεχιζόμενη, επί 47 χρόνια, κατοχή εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους-μέλους της ΕΕ.
Και πάλι ο τρόπος με τον οποίο οι δύο κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την τουρκική στάση στο Κυπριακό δείχνει φοβικά σύνδρομα, αφήνοντας το πεδίο ανοικτό για τα τετελεσμένα του κ. Ερντογάν.
Η Αθήνα οφείλει εγκαίρως και σε ανώτατο επίπεδο να ενημερώσει τις Βρυξέλλες αλλά και την Ουάσινγκτον ότι τα τετελεσμένα στα Βαρώσια και στην Κύπρο δεν θα γίνουν αποδεκτά και ότι θα υπάρξουν αυτομάτως συνέπειες για την Τουρκία. Θα πρέπει η Αθήνα και η Λευκωσία να είναι έτοιμες να ζητήσουν άμεση σύγκληση εκτάκτου Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ ή ακόμη και Σύνοδο Κορυφής, όπου θα τεθεί το ζήτημα της λήψης μέτρων εναντίον της Τουρκίας, εφόσον υλοποιήσει τις απειλές της στα Βαρώσια.
Οι εξελίξεις αποδεικνύουν τώρα πόσο λανθασμένη είναι η τακτική του κατευνασμού και της διευκόλυνσης του εξωραϊσμού της εικόνας της Τουρκίας, που υιοθέτησαν όλο το προηγούμενο διάστημα Αθήνα και Λευκωσία και οδήγησε στο πάγωμα των συζητήσεων για τη λήψη απόφασης που θα προέβλεπε αυτόματο μηχανισμό επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία σε περίπτωση που επαναλάμβανε τις προκλήσεις.
Η Γερμανία είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσει να εμποδίζει τις αποφάσεις για κυρώσεις, ενώ δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη η αλλαγή κλίματος στις γαλλοτουρκικές σχέσεις, καθώς το Παρίσι θέλει να διατηρήσει διαύλους με την Άγκυρα, ώστε να μη μονοπωλούν τη σχέση με την Τουρκία το Βερολίνο και οι διάδοχοι της κ. Μέρκελ. Αυτό σημαίνει ότι, πιθανότατα, οι χειρισμοί θα είναι ακόμη πιο δύσκολοι, αλλά εδώ ίσως οφείλουν οι δύο κυβέρνησες να διδαχθούν όχι μόνο από το παράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου, που με το βέτο εξασφάλισε τα εθνικά στρατηγικά συμφέροντα με τα Μεσογειακά Προγράμματα, αλλά ακόμη και από αυτό της κυβέρνησης Σημίτη, που εμμέσως απείλησε με βέτο τη διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη προκειμένου να αποφευχθούν την τελευταία στιγμή προσπάθειες διακοπής της ενταξιακής πορείας της Κύπρου.
Πολλοί σε Αθήνα και Λευκωσία έχουν επενδύσει στο αφήγημα της κατάρρευσης του Ερντογάν, της σύγκρουσής του με την Ουάσινγκτον και τον Πρόεδρο Μπάιντεν, θεωρώντας ότι έτσι θα βρεθούν αυτομάτως λύσεις στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό.
Η «κατάρρευση» του Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να πάρει καιρό, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιτρέψει τη διεξαγωγή κανονικών εκλογών, που θα επέσπευδαν ίσως την απομάκρυνσή του από την εξουσία. Όμως ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει λόγος αισιοδοξίας. Τόσο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όσο και η κ. Ακσενέρ, ηγέτης του άλλου σημαντικού κόμματος της αντιπολίτευσης, μάλλον θα χαρακτηρίζονταν ως γεράκια στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση στην εξίσωση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού και το επόμενο διάστημα θα δοκιμασθεί σκληρά η αντοχή του Ελληνισμού από τις σχεδιαζόμενες προκλήσεις του κ. Ερντογάν.
Αυτό απαιτεί συνολική επαναχάραξη ενιαίας εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας αλλά και της ενίσχυσης της Τουρκίας τόσο στρατιωτικά όσο και γεωπολιτικά. Γιατί δεν αρκούν ούτε οι δηλώσεις στήριξης της ΕΕ ούτε οι δηλώσεις του γερουσιαστή Μενέντεζ. Επιπλέον, μια ενδεχόμενη σύγκρουση Ερντογάν – Μπάιντεν, στην οποία ίσως ελπίζουμε, δεν θα μετατραπεί σε αυτόματη, πλήρη στήριξη, ακόμη και στρατιωτική, της Ελλάδας και της Κύπρου…