Από: istorikathemata.com - γράφει ο Ιωάννης Φιλίστωρ
Ο επτατής πόλεμος με τους Τούρκους, αλλά και οι δύο εμφύλιοι, μεσούσης της επανάστασης, είχαν καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς την παραγωγική βάση, ενώ το εμπόριο των ναυτικών νησιών είχε εκμηδενιστεί και πολλοί πλοιοκτήτες είχαν στραφεί ανοικτά στην πειρατεία. Η ανέχεια του πληθυσμού έφτανε σε αρκετές περιοχές στα όρια της λιμοκτονίας, η αναρχία και το πλιάτσικο ήταν τα διακριτικά της νέας τάξης πραγμάτων και ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε να βάλει τάξη σε αυτό το χάος, ως κυβερνήτης μιας (ελεύθερης) επικράτειας, που περιελάμβανε τότε μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες.
Μία από τις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Καποδίστριας ήταν απροσδόκητα και η επιδημία της πανώλης, μόλις τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Η πανώλη ή πανούκλα, μία από τις πέντε σοβαρότερες μεταδιδόμενες ασθένειες, μεταδόθηκε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1828 από το πλήρωμα του υδραϊκού πλοίου «Αφροδίτη», μετά από ένα ταξίδι μεταφοράς αιχμαλώτων από την Αίγυπτο στη Μεθώνη. Τα μέλη του πληρώματος προσβλήθηκαν από τον ιό, που θέριζε τότε τον πληθυσμό της Αιγύπτου και οι περισσότεροι πέθαναν.
Μετά την επιστροφή του «Αφροδίτη» στην Ύδρα, δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα και ο ιός επεκτάθηκε στο νησί που έγινε το επίκεντρο της επιδημίας. Έχοντας σπουδάσει ο ίδιος ιατρική, ο Καποδίστριας, διέγνωσε τον κίνδυνο και έστειλε στην Ύδρα τον γιατρό Σπυρίδωνα Καλογερόπουλο, με εντολή να λάβει αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς. Προτού ακόμη αναγνωριστεί επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος, η Ελλάδα θα μάθαινε έννοιες όπως καραντίνα, ιχνηλάτηση και περιορισμός κοινωνικών επαφών.
Ο Καλογερόπουλος επέβαλε καραντίνα 50 ημερών στους Υδραίους, συνακόλουθη μιας σειράς μέτρων: να κλείσουν οι εκκλησίες, να απομακρυνθούν από την πόλη και να μπουν σε καθαρτήριο οι οικογένειες όσων είχαν νοσήσει, να αναλάβουν συγκεκριμένοι «μόρτηδες» τον ενταφιασμό των νεκρών από τη νόσο, την αποτέφρωση των ρούχων τους και την απολύμανση των σπιτιών τους, να υπάρχει ισχυρή επαγρύπνηση στις επαφές των συγγενών των νοσούντων σε δημόσιους χώρους και να απαγορευτεί ο εκκλησιασμός.
Ωστόσο η επέκταση της επιδημίας στο νησί και ακολούθως στις Σπέτσες δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα τα μέτρα δεν τηρήθηκαν, τουλάχιστον στο βαθμό που θα περιόριζε τη μεταδοτικότητα. Ο Καποδίστριας αναγκάστηκε να επιβάλει σκληρότερα μέτρα, θέτοντας σε καραντίνα 40 ημερών την Ύδρα και τις Σπέτσες, με την αυστηρή διαταγή να μην βγαίνει οτιδήποτε από τα νησιά που είχαν πληγεί, είτε προϊόν είτε άνθρωπος. Ο αποκλεισμός των δύο νησιών ελεγχόταν με στρατιωτικές λέμβους, όμως και πάλι δεν είχε αποτέλεσμα. Σύντομα η πανώλη μεταφέρθηκε σε Αργολίδα, Σπέτσες, Πόρο, Μέγαρα, Χαλκίδα και Καλάβρυτα, σημαίνοντας γενικό συναγερμό.
Το ρόλο του ελέγχου και της επιβολής του νόμου ανέλαβε ο αδελφός του κυβερνήτη, Βιάρος Καποδίστριας, ο οποίος αυστηροποίησε την καραντίνα, διορίζοντας επιστάτες επιφορτισμένους με το έργο να επισκέπτονται κάθε μέρα όλα τα σπίτια της Ύδρας ψάχνοντας για νέα κρούσματα. Αν συναντούσαν ασθενή, όφειλαν να τον περιορίσουν στο σπίτι του. Οι επιστάτες των λιμανιών ήταν εντεταλμένοι να εμποδίζουν τον απόπλου όλων των πλοίων εκτός των αλιευτικών, ενώ είχε καθοριστεί μια νέα αγορά για προμήθειες με νέους αυστηρούς κανόνες υγιεινής.
Ο Καποδίστριας δεν επέτρεπε καμία εμπορική δραστηριότητα στα δύο νησιά αν δεν έμεναν χωρίς κρούσματα επιδημίας για τουλάχιστον 40 διαδοχικές ημέρες και σύντομα ξέσπασαν αντιδράσεις από τους εμπόρους, που ζητούσαν χαλάρωση των μέτρων, κατηγορώντας την κυβέρνηση για περιορισμό των ελευθεριών.
Θέλοντας να εξαλείψει γρηγορότερα την πανώλη, ο Καποδίστριας επέκτεινε τον Μάιο του 1828 την καραντίνα των νησιών στα παράλια της Αττικής, στην Εύβοια και στον κόλπο του Βόλου. Μια ναυτική μοίρα ανέλαβε την υποχρέωση να επιτηρήσει τις περιοχές αυτές και να μην επιτρέψει σε κανένα πλοίο να παραβιάσει τον αποκλεισμό. Η αυστηροποίηση των μέτρων απέδωσε καρπούς στην Ύδρα, καθώς η επιδημία «έσβησε» στο νησί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η νέα εστία ήταν πια ο Πόρος. Και το νέο πρόσωπο – «κλειδί» για την αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλέλληνες της ιστορίας: ο διάσημος Ελβετός γιατρός Λουί Αντρέ Γκοσέ, ο οποίος εξουσιοδοτήθηκε από τον Καποδίστρια να κάνει όσα έκρινε σκόπιμα ώστε να αναχαιτίσει την πανώλη.
Ο Γκοσέ επέβαλε έκτακτα μέτρα, χρησιμοποιώντας την ιατρική τεχνική της «καυτηρίασης των οιδημάτων». Όρισε λοιμοκαθαρτήρια, επέβαλε την καύση των ρούχων των νεκρών, έβαλε λουκέτο σε εκκλησίες και καφενεία και διέταξε την τοποθέτηση των ασθενών κάτω από την σκιά φυλλωμάτων σε απόσταση έξι μέτρων του ενός από τον άλλο. Θέτοντας και τη δική του ζωή σε κίνδυνο – ασθένησε βαριά και σώθηκε με τη χορήγηση κινίνου, απομονωμένος σε ένα μοναστήρι στον Πόρο – ο Ελβετός γιατρός προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες, πετυχαίνοντας να εξαλειφθεί η νόσος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η Ελλάδα όμως δεν είχε ξεμπερδέψει ακόμα με την πανώλη. Τον Οκτώβριο εμφανίστηκε το δεύτερο κύμα της επιδημίας, παράλληλα με τη χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων. Η νόσος μεταδόθηκε από το Διακοφτό στα Καλάβρυτα και το χωριό Βραχνί. Σύμφωνα με τα αρχεία της εποχής, 15 άνθρωποι πέθαναν στα Καλάβρυτα των 1000 κατοίκων και περίπου το 1/14 του πληθυσμού στο Βραχνί (53 στους 700).
Ο Γκοσέ κατέγραψε τα συμπτώματα της επιδημίας και τις θεραπείες που ακολούθησε στην Ελλάδα για να τις καταπολεμήσει, σε χωριστές ιατρικές μελέτες που εκδόθηκαν στην Ελβετία. Οι μελέτες αυτές αποτέλεσαν σημαντικές πηγές πληροφόρησης τον 19ο αιώνα για την ίαση της πανώλης παγκοσμίως ενώ συγκεντρώνουν το επιστημονικό ενδιαφέρον και πωλούνται τόσο από βιβλιοπωλεία όσο και από το διαδίκτυο μέχρι και στις μέρες μας.
Ο έκτακτος απεσταλμένος της κυβέρνησης Γεώργιος Μαυρομάτης επισκέφθηκε το Βραχνί και προέβη σε αυστηρές συστάσεις προς τους κατοίκους για την αμέλειά τους στην αντιμετώπιση της επιδημίας, θέτοντας το χωριό σε καραντίνα. Στη συνέχεια πήγε στα Καλάβρυτα και συγκρότησε τέσσερα ολιγομελή στρατιωτικά σώματα με αποστολή να περιφρουρήσουν όλες τις επαρχίες των Καλαβρύτων, με σκοπό τον άμεσο περιορισμό όλων των πιθανών αρρώστων στα σπίτια τους. Οι κάτοικοι της περιοχής προμηθεύτηκαν νέα ρούχα και τελικά χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες όλων των αξιωματούχων της κυβέρνησης στην περιοχή, η επιδημία δεν διαδόθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, αλλά καταπολεμήθηκε και στις περιοχές που είχε κάνει την επανεμφάνισή της.
Λίγο πριν την αναχώρηση του Γκοσέ για την Ελβετία, η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του επίτιμου πολίτη των Αθηνών και Καλαβρύτων, ενώ σε ειδική τελετή ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος για την αυταπάρνηση του και τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα.
Ο Γκοσέ δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Ακόμη και μετά την επιστροφή στη χώρα του, συνέχισε ως μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής της Γενεύης να στέλνει χρήματα και να διατηρεί τακτική αλληλογραφία με τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον αδελφό του Βιάρο. Το 1838 επισκέφθηκε με τη σύζυγο του την ελεύθερη Ελλάδα, συναντώντας παλιούς φίλους και «συναγωνιστές» στη μάχη για την καταπολέμηση της επιδημίας.
Μια επιδημία, που λόγω της πυγμής, της μεθοδικότητας και της απόδοσης ρόλων στους κατάλληλους ανθρώπους από τον Καποδίστρια, περιορίστηκε σε δύο κύματα και στις λιγότερες δυνατές απώλειες, με βάση τα μέσα και την τεχνογνωσία της εποχής.