Πριν από 1033 χρόνια, ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος Σβιατοσλάβοβιτς του Κιέβου ασπάστηκε την Ορθοδοξία. Τελικώς, η επιλογή του αποδείχθηκε όχι μόνον επιλογή πίστεως, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας - ειδικά εξ απόψεως της διαμόρφωσης του ίδιου του ρωσικού έθνους. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα όσα έπραξαν οι Μπολσεβίκοι μοιάζουν με εθνική τραγωδία της Ρωσίας.
Από: sotiriosdemopoulos.blogspot.com
Ας ξεκινούμε από την αρχή. Όταν ο πρίγκιπας του Κιέβου Βλαδίμηρος προσπάθησε να ενισχύσει το αρχαίο ρωσικό κράτος, είδε τη θρησκεία ως ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία για να το πετύχει. Δεν είναι τυχαίο ότι, αμέσως μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, επεδίωξε να μεταρρυθμίσει το ρωσικό παγανισμό, καθιερώνοντας, αντί για πολλούς φυλετικούς θεούς, ένα ενιαίο πάνθεο έξι βασικών θεών, με επικεφαλής τον Περούν - τον "πριγκιπικό θεό".
Ωστόσο, μετά από λίγα χρόνια, αποδείχθηκε ότι ο παγανισμός ήταν, ουσιαστικά, θρησκεία, της διάσπασης. Κάθε φυλή, κάθε πόλη μπορούσε να λατρεύει τον δικό της θεό και η παρουσία κάποιου είδους πριγκιπικού πανθέου στο Κίεβο δεν συνέβαλε με κανέναν τρόπο στην ενοποίηση των πολλών σλαβικών φυλών σε ένα ενιαίο ρωσικό κράτος.
Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη μεσαιωνική κοινωνία, η παγανιστική πίστη, που πρέσβευε ο κάθε λαός, ήταν ταυτόχρονα και κάτι σαν επιγραφή που κρεμόταν στα σύνορα του κράτους του και έγραφε ότι «μπορεί και πρέπει να κατακτηθεί». Μέχρι τον δέκατο αιώνα, το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης ήταν χριστιανικό. Και το καθήκον κάθε χριστιανού ηγεμόνα ήταν προφανές: να φέρει την πίστη στους ειδωλολάτρες. Για τον σκοπό αυτό δεν ήταν αρκετό να αποστείλουν ιεραπόστολους. Η ανταμοιβή του ‘βαπτιστή’ ήταν η ευκαιρία να διευρύνει τα όρια του κράτους του, να εγκαθιδρύσει την εξουσία του μεταξύ των λαών που δέχθηκαν το σταυρό. Ο Αυτοκράτορας της Δύσης, ο Καρλομάγνος, πέρασε 12 χρόνια από τη ζωή του προσπαθώντας να εξαναγκάσει τους Σάξονες, δηλαδή τους ανατολικογερμανούς, να αποδεχθούν τον Χριστιανισμό. Όμως, χύθηκε τόσο πολύ αίμα που τα σαξονικά εδάφη ερημώθηκαν.
Ομοίως, οι Γερμανοί, που είχαν ήδη γίνει χριστιανοί, έκαναν το ίδιο με τους γείτονές τους, τους Δυτικούς Σλάβους. Οι πόλεις και τα ιερά τους καταστράφηκαν και οι ειδωλολατρικές φυλές σύρθηκαν με το ζόρι στο κατώφλι της Καθολικής Εκκλησίας. Η ίδια ακριβώς μοίρα περίμενε την παγανιστική Ρωσία.
Η ύπαρξη ενός μεγάλου ειδωλολατρικού κράτους ήταν μια πρόκληση για όλους τους γείτονές της. Το παγανιστικό Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας κατόρθωσε να αντέξει μέχρι τον 14ο αιώνα μόνο επειδή η Λιθουανία ήταν μια απομακρυσμένη επαρχία της ευρωπαϊκής περιφέρειας, γεμάτη δάση και έλη που δυσκόλευαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Και ακόμη και τότε το Τευτονικό Τάγμα, το οποίο αγωνίστηκε ενεργά ενάντια στους παγανιστές της Βαλτικής, δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στη Λιθουανία και κάποια στιγμή βρέθηκε πολύ κοντά στην πλήρη καταστροφή του λιθουανικού κράτους.
«Η επιλογή της πίστης»
Επομένως, το βάπτισμα αποτελούσε, εκείνη την εποχή, τον ιδανικότερο τρόπο εθνικής αυτοάμυνας. Ο λαός που υιοθετούσε τον Χριστιανισμό εισερχόταν αμέσως στην κατηγορία των πολιτισμένων εθνών, ενώ οι παγανιστές παρέμεναν εκτός του πολιτικού συστήματος της Ευρώπης, που ήταν ενωμένο σε μία Εκκλησία. Διότι, οι διαφορές μεταξύ Καθολικισμού και Ορθοδοξίας άρχισαν να εμφανίζονται μόνο κατά τον ΙΑ΄ αιώνα, αλλά και μετά το Μεγάλο Σχίσμα (μια πράξη περισσότερο πολιτική, παρά δογματική) για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Χριστιανισμός διατήρησε την ενότητά του.
Αφού έγινε αντιληπτό ότι το παγανιστικό πάνθεο δεν θα βοηθούσε στη δημιουργία ενός ενωμένου Ρους, για τον πρίγκηπα Βλαδίμηρο ήρθε η ώρα για ένα ασυνήθιστο γεγονός, που περιγράφεται στο Χρονικό ως "η επιλογή της πίστης". Τώρα είναι δύσκολο να πούμε αν τα γεγονότα που περιγράφονται στα χρονικά συνέβησαν στην πραγματικότητα ή είναι καθαρός θρύλος, αλλά είναι προφανές ότι ο πρίγκιπας ανέλυσε λεπτομερώς ποια πίστη θα ήταν πιο χρήσιμη για τον ρωσικό λαό.
Το Ισλάμ, το οποίο τον 9ο αιώνα ήταν μια πολύ ισχυρή πολιτική και στρατιωτική δύναμη, απορρίφθηκε με το ανεκδοτολογικό πρόσχημα της απαγόρευσης του αλκοόλ. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ελήφθη υπόψη ήταν ότι η υιοθέτηση του Ισλάμ δεν θα προσπόριζε κανένα όφελος στο Ρους, αλλά αντιθέτως θα δημιουργούσε πολύ σοβαρά προβλήματα. Η ένταξη στη σύνθεση των ισλαμικών λαών θα οδηγούσε αυτόματα στην έξοδο της Ρωσίας από την χορεία των ευρωπαϊκών χωρών, και τη συμπερίληψή της σε έναν εντελώς διαφορετικό πολιτισμό, εχθρικό προς τον Χριστιανισμό. Όλοι, όμως, οι ισχυροί γείτονες του Ρους ήταν χριστιανοί. Σύντομα, η Ευρώπη θα ήταν έτοιμη να επιτεθεί στον μουσουλμανικό κόσμο - οι Σταυροφορίες στη διάρκεια τριών αιώνων επέδειξαν επιτυχώς τη στρατιωτική ισχύ του Χριστιανισμού. Μια υποθετική μουσουλμανική Ρωσία θα αποτελούσε αναπόφευκτα ένα πραγματικό σκιάχτρο για τον χριστιανικό κόσμο, ο οποίος θα θεωρούσε καθήκον του να το καταστρέψει.
Η επιλογή του Ιουδαϊσμού ήταν εντελώς άτοπη, επειδή αυτή η πίστη ήταν αδύναμη και, επιπλέον, θεωρήθηκε πίστη μόνο των Εβραίων, οι οποίοι δεν ήθελαν καθόλου να την μεταφέρουν σε ξένους. Ιδιαίτερα, αυτό ήταν εκτός επιλογής, μετά το θλιβερό τέλος του χαζαρικού χανάτου - την μόνη χώρα στην ιστορία που μια μη εβραϊκή ελίτ υιοθέτησε μαζικά τον Ιουδαϊσμό.
Η επιλογή του καθολικισμού ήταν αρκετά πιθανή και δυνατή. Επιπλέον, οι δυτικοί γείτονες της Ρωσίας έχουν ήδη υιοθετήσει τον Χριστιανισμό από τους απεσταλμένους της Ρώμης. Μάλιστα, υπάρχουν στοιχεία ότι η πρώτη χριστιανική αποστολή στη Ρωσία ήταν ακριβώς αυτή των καθολικών. Το 959, η πριγκίπισσα του Κιέβου Όλγα έγραψε στον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνα Α΄, ζητώντας του να στείλει έναν επίσκοπο στο Κίεβο με σκοπό να κηρύξει τον Χριστιανισμό. Το 961, ο επίσκοπος Adalbert του Μαγδεμβούργου κατέφτασε στο Κίεβο. Έμεινε στη Ρωσία μόνο για περίπου ένα χρόνο και αναγκάστηκε να αποχωρήσει, λόγω της εχθρικής στάσης που συνάντησε απέναντι στα κηρύγματά του από τον πρίγκιπα Σβιατοσλάβ και τα μελη της παγανιστικής αυλής του, με τους οποίους ήταν αδύνατον να συμφωνήσουν. Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, για την πριγκίπισσα Όλγα δεν υφίστατο κάποια αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ των εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, και το σχίσμα δεν είχε ακόμη επισυμβεί. Έτσι, εάν ο επίσκοπος Adalbert ήταν ένας ικανός διπλωμάτης, σήμερα στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να ζούσαμε σε μια καθολική Ρωσία.
Ωστόσο, για τον Βλαδίμηρο, η επιλογή του Καθολικισμού ήταν αδύνατη. Ο λόγος, πιθανότατα, ήταν πολιτικός. Εάν η Ρωμαϊκή Εκκλησία σήμαινε την ενσωμάτωση της βαπτισμένης χώρας σε ένα πολύ άκαμπτο σύστημα υπακοής στον Πάπα, η Βυζαντινή Ορθοδοξία έδινε πολύ περισσότερα περιθώρια ελιγμών. Οι ορθόδοξες εκκλησίες μπορούσαν να λάβουν αυτοκεφαλία, δηλαδή ανεξαρτησία, και να διοικούνται εντελώς ανεξάρτητα. Αλλά ακόμη και υποτασσόμενος στην Κωνσταντινούπολη, ο Ρώσος μητροπολίτης απολάμβανε πολύ μεγαλύτερης ελευθερίας από ό,τι αν ήταν μέρος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Ο Βλαδίμηρος, επιλέγοντας την Ορθοδοξία, φυσικά, δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε η Ρωσική Εκκλησία θα αποκτήσει ανεξαρτησία και δικό της πατριάρχη, αλλά το γεγονός ότι αυτό θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα ήταν προφανές. Ένα παράδειγμα ήταν η Βουλγαρία, η οποία βαφτίστηκε το 865. Ήδη το 919 η Βουλγαρική Εκκλησία έγινε ανεξάρτητη από το Βυζάντιο.
Συγχώνευση των ανατολικών Σλάβων σε ένα έθνος
Αφού η επιλογή έγινε υπέρ της Ορθοδοξίας, προέκυψε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατάσταση. Το Βυζάντιο ήταν πολύ μακριά και οι δεσμοί μαζί του ήταν περισσότερο πολιτιστικοί παρά πολιτικοί, και ακόμη περισσότερο στρατιωτικοί. Αλλά οι πιο κοντινοί γείτονες της Ρωσίας υιοθέτησαν τον καθολικισμό. Επιπλέον, ήταν ισχυροί, επιθετικοί γείτονες. Η Πολωνία ήταν ένα μεγάλο και πλούσιο σλαβικό κράτος, η Ουγγαρία, της οποίας οι βασιλιάδες έφεραν τον τίτλο των "αποστόλων" και ήταν περήφανοι για το ρόλο τους στο βάπτισμα των παγανιστών, οι Γερμανοί, που ενώθηκαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής της είχε σκοπό να δημιουργήσει μια ενιαία καθολική μοναρχία. Τότε ήταν που η Ορθοδοξία κατέστη το κύριο μέσο αυτοπροσδιορισμού για τους Ρώσους. Εμείς -το Ρους- είμαστε αυτοί που δεν υποταχθήκαμε στη Ρώμη, στη Δύση. Αυτό σκέφτηκαν οι φωτισμένοι άνθρωποι του ρωσικού Μεσαίωνα.
Σε συνθήκες συνεχιζόμενων συγκρούσεων, η Ορθοδοξία αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του ρωσικού λαού. Οι σλαβικές φυλές του Κιέβου, του Νόβγκοροντ, του Σμολένσκ, του Μουρόμ συγχωνεύτηκαν σε έναν λαό που συνειδητοποιεί την ενότητα του, ακριβώς χάρη σε μια μόνο πίστη. Δεν είναι τυχαίο ότι αργότερα, όταν οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί διαχωρίστηκαν από τον αρχαίο ρωσικό λαό, αυτός ο διαχωρισμός πραγματοποιήθηκε ακριβώς κατά μήκος των ορίων της εξάπλωσης της Ορθοδοξίας. Οι Ρώσοι, που βρέθηκαν υπό την κυριαρχία των Καθολικών ηγεμόνων, έγιναν «άλλοι Ρώσοι», που ξεκίνησαν μια σταδιακή πορεία απομάκρυνσης από την κοινή ρωσική ρίζα.
Από την άλλη πλευρά, οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας για μεγάλο χρονικό διάστημα (μέχρι τον 19ο αιώνα) δεν ένιωθαν ότι ανήκαν σε άλλους λαούς. Ένας μεσαιωνικός πολίτης του Κιέβου ή του Μινσκ θεωρούσε τον εαυτό του τόσο Ρώσο όσο ο κάτοικος της Μόσχας ή του Νόβγκοροντ. Αυτή η συνθήκη διευκολύνθηκε από τη ρωσική γλώσσα, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε αμετάβλητη, έτσι ώστε εμείς να μπορούμε εύκολα να διαβάσουμε κείμενα γραμμένα στο Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, της Ρωσίας, ή στα ρωσικά εδάφη που κατέλαβε η Πολωνία. Η παρακμή του παλαιού ρωσικού κράτους και ο ζυγός της ταταρικής Ορδής οδήγησαν ένα σημαντικό μέρος των ρωσικών εδαφών να περιέλθει στην κυριαρχία της λιθουανικής δυναστείας των Γκεντιμινιδών.
Αρχικά, ήταν παγανιστές ηγεμόνες που αδιαφόρησαν για τις θεολογικές διαμάχες μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων. Ως εκ τούτου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ορθοδοξία στη Λιθουανία δεν υπόκειτο σε κανέναν περιορισμό. Αυτή η πολιτική θρησκευτικής ανοχής βοήθησε τους Γκεντιμινίδες να δημιουργήσουν ένα γιγάντιο κράτος της Ανατολικής Ευρώπης, το έδαφος του οποίου υπερέβη τα εδάφη των πριγκίπων του οίκου του Βλαδίμηρου, που ηγεμόνευε στο βορειοανατολικό Ρους. Αλλά η πολιτική αναγκαιότητα ώθησε τους Λιθουανούς πρίγκιπες σε συμμαχία με την καθολική Πολωνία. Και το βάπτισμα που δέχθηκαν ήταν ακριβώς το καθολικό, και συνιστούσε το αντίτιμο για τη δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί στην Πολωνία η εξουσία των απογόνων των Γκεντιμινιδών
Έτσι, οι εκρωσισμένοι Γκεντιμινίδες, οι οποίοι αφομοίωσαν τον ρωσικό πολιτισμό στη Λιθουανία - και η Λιθουανία ήταν ένα ρωσικό κράτος, όπου οι Λιθουανοί θεωρούνταν ένας άγριος ολιγάριθμος λαός που ζούσε κάπου στα δάση της Σαμογιτίας και της Aukštaitija, μετετράπηκαν σε εκπολωνισμένους Γιαγκελλόνους
Έχοντας σταδιακά απορροφήσει τη Λιθουανία, η Πολωνία επέβαλε νέα πρότυπα στη ρωσική ελίτ. Η διατήρηση της πίστης των πατέρων ήταν δυνατή, αλλά όχι επωφελής. Οι ορθόδοξοι ευγενείς δεν ευνοούνταν στις αυλές των βασιλέων και των μεγάλων δουκών, παρακάμπτονταν συνεχώς κατά τη διανομή προνομίων και τιμών, στη λήψη προσοδοφόρων θέσεων. Φυσικά, αυτό οδήγησε την κυρίαρχη ελίτ της Λιθουανίας σταδιακά να μετατραπεί από Ορθόδοξη σε Καθολική. Και αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε συνεχώς αυξανόμενες αντιθέσεις μεταξύ της λαϊκής πλειοψηφίας, που παρέμενε Ορθόδοξη, και των Καθολικών ηγεμόνων. Ήδη κατά την περίοδο της ενοποίησης του Ρους γύρω από τη Μόσχα, οι Λιθουανοί ηγεμόνες με έκπληξη διαπίστωσαν ότι οι υπήκοοί τους είχαν μεγαλύτερη συμπάθεια για τους "ξένους" ορθόδοξους Ρώσους πρίγκιπες, παρά για τους δικούς τους Λιθουανούς πρίγκιπες.
Ταυτόχρονα, με τη μετάβαση ενός μέρους της αριστοκρατίας στον καθολικισμό, άρχισε η αντίθετη διαδικασία. Όσοι από τους Λιθουανούς πρίγκιπες και βογιάρους δεν ήθελαν να αποδεχτούν τη λατινική πίστη περνούσαν στην υπηρεσία των Μεγάλων Δουκών της Μόσχας. Μάλιστα, σύμφωνα με τα έθιμα εκείνης της εποχής, το έκαναν μαζί με τα εδάφη τους και τους εξαρτώμενους ανθρώπους τους. Οι Πολωνοί και οι Λιθουανοί μπορούσαν να κατηγορούν τις αρχές της Μόσχας για δεσποτισμό, διαβεβαιώνοντας ότι μόνο στην πολωνική-λιθουανική Κοινοπολιτεία -Ρετς Ποσπολίτ- κατοχυρώνονταν όλες οι ελευθερίες, αλλά οι Ρώσοι ευγενείς μετανάστευαν συνεχώς στην Ανατολή. Και αυτό δεν ήταν θέμα ιδεολογίας, αλλά πίστης.
Όταν τον 17ο αιώνα οι Ουκρανοί Κοζάκοι επέλεξαν με ποια πλευρά να πάνε- με τον Πολωνό βασιλιά ή τον Ρώσο τσάρο- η Ορθόδοξη πίστη υπήρξε το αποφασιστικό επιχείρημα. Οι Κοζάκοι, γενικά, δεν ζούσαν άσχημα υπό την κυριαρχία των Πολωνών. Είχαν πολλά προνόμια, ανέπτυξαν αυτοδιοικητικές δομές. Πολωνοί βασιλείς στρατολόγησαν από τους Κοζάκους έναν οργανωμένο στρατό, στον οποίο πλήρωναν γενναιόδωρους μισθούς. Η Ρωσία εκείνη την εποχή ήταν φτωχότερη και πιο αδύναμη από την Πολωνία. Οι Κοζάκοι δεν μπορούσαν να βασιστούν σε μια εξίσου ελεύθερη ζωή έχοντας ρωσική υπηκοότητα, αλλά εξακολουθούσαν να προτιμούν τον Ορθόδοξο τσάρο. Ακόμη και όταν, τον επόμενο αιώνα, το ισχυροποιημένο ρωσικό κράτος, το οποίο μετατράπηκε σε αυτοκρατορία και έγινε μια από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, άρχισε να επιτίθεται στις παραδοσιακές ελευθερίες των Κοζάκων, οι περισσότεροι Κοζάκοι επέλεξαν να χάσουν την ελευθερία τους, αλλά να παραμείνουν Ορθόδοξοι. Τέτοια ήταν η δύναμη της πίστης
Η Ορθοδοξία έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επιστροφή των ρωσικών εδαφών που είχαν κατακτηθεί από την Πολωνία και τη Λιθουανία. Όταν, υπό την Αικατερίνη Β, η Λευκορωσία και η Ουκρανία εκ δεξιών του Δνείπερου επέστρεψαν στη Ρωσία, ο τοπικός πληθυσμός αποδείχθηκε ότι ήταν στο πλευρό των ρωσικών αρχών, ενώ οι εκπολωνισμένοι ευγενείς ήταν πηγή εξέγερσης και αναταραχής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν, το 1863, μετά από μια ακόμη αντι-ρωσική εξέγερση, η ρωσική κυβέρνηση στράφηκε προς την ορθόδοξη αγροτιά για βοήθεια, ο ίδιος ο ορθόδοξος ρωσικός λαός άρχισε να παραδίδει στις αρχές τους επαναστατημένους ευγενείς. Πράγματι, στην αυτοκρατορική κυβέρνηση της Αγίας Πετρούπολης, οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί έβλεπαν τους «δικούς τους», αυτούς που υπερασπίζονταν τα συμφέροντά τους.
Απαντώντας, οι Πολωνοί και οι Αυστριακοί (που θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως την εξουσία που θα ένωνε τους Σλάβους και γι’ αυτό θεωρούσαν τη Ρωσία ως τον κύριο ανταγωνιστή τους στην προσπάθεια αυτή) επεδίωξαν να παίξουν το εθνικό χαρτί, δημιουργώντας φανταστικές διαφορές μεταξύ των Μεγαλορώσων, των Μικρορώσων και των Λευκορώσων. Η πολιτική αυτή είχε κάποια επιτυχία τον 19ο αιώνα, αλλά χάρη στα προσεκτικά μέτρα της ρωσικής κυβέρνησης στις αρχές του 20ού αιώνα, τελικώς απέτυχε. Την εποχή εκείνη, μεταξύ των σλαβικών λαών, επικράτησε η ιδεολογία του πανσλαβισμού, η οποία συνεπαγόταν την ενοποίηση των Σλάβων υπό την κυριαρχία του Ρώσου αυτοκράτορα. Ακόμη και οι αιώνια δυσαρεστημένοι Πολωνοί, στις αρχές του 20ού αιώνα ηρέμησαν και συνειδητοποίησαν ότι ήταν πολύ πιο επωφελές για τους ίδιους να είναι με τους Ρώσους παρά εναντίον τους. Ένα περίεργο, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηριστικό, γεγονός είναι ότι ένας από τους ιδεολόγους του ουκρανικού εθνικισμού, ο Σιμόν Πετλιούρα, μέχρι το 1917, ήταν ένας από τους κύριους υποστηρικτές της ενότητας των Ρώσων και των Ουκρανών, ένας μεγάλος πατριώτης της Ρωσίας.
Αυτή η καθυστερημένη ένωση ματαιώθηκε από τους Μπολσεβίκους. Ξεκινώντας έναν πόλεμο εναντίον της θρησκείας, κατέστρεψαν τον ενωτικό παράγοντα που συνένωνε τους Ανατολικούς Σλάβους. Και οργανώνοντας την πολιτική της αυτοχθονίας [κορενιζάτσια -την δεκαετία του 1920], αχρήστευσαν όλα τα επιτεύγματα της ρωσικής κυβέρνησης για την ένωση των ανατολικοσλαβικών λαών, ενώ εκπαίδευσαν μια νέα, αντιρωσική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι, που εκπαιδεύτηκαν με την πολιτική των εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης, είχαν σημαντική συμβολή στην καταστροφή της ΕΣΣΔ και στην απόκτηση ανεξαρτησίας των δημοκρατιών. Η τρέχουσα έξαρση του εθνικισμού στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία, η οποία στρέφεται κυρίως κατά της Ορθόδοξης Ρωσίας, αλλά δεν κρύβει τη συμπάθειά του για την Καθολική Πολωνία και τη Δύση - είναι το λογικό αποτέλεσμα της σοβιετικής πολιτικής απόσπασης των Ουκρανών και των Λευκορώσων από το ενιαίο ρωσικό έθνος.
*Ο Ντιούνοφ είναι ιστορικός και ανθρωπολόγος