Στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής
Αθήνας διδάσκεται σήμερα στο μάθημα του Διεθνούς Δικαίου πως η Τουρκία
έχει δίκιο να ζητάει τον ακρωτηριασμό της ελληνικής υφαλοκρηπίδας επειδή
τάχα έχει «τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο», όταν με μια απλή
ματιά στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η Ελλάδα έχει
13.676 χιλιόμετρα ακτογραμμής ενώ η Τουρκία μόνο 7.200 χιλιόμετρα! Τόσο η
πολιτική ελίτ που λαμβάνει τις αποφάσεις, όσο και τα φιλοκυβερνητικά
ΜΜΕ που διαμορφώνουν την άποψη της κοινής γνώμης, ψεύδονται ασύστολα και
συστηματικά στην προσπάθειά τους να προπαγανδίσουν την ηττοπάθεια και
τον ραγιαδισμό ως τη μοναδική εθνικά συμφέρουσα λύση.
Το μόνο δίδαγμα που πήραν όλοι αυτοί από την κυπριακή τραγωδία του
1974 είναι «μην ενοχλείτε τον Τούρκο, δώστε του ό,τι ζητήσει και
κρατήστε τον ήσυχο, γιατί αλλιώς θα επέλθει νέα Μεταπολίτευση και θα
χάσουμε τη νομή της εξουσίας». Είναι άνθρωποι συνειδητά παραιτημένοι από
κάθε προσπάθεια, που δεν έχουν όρεξη να αγωνιστούν για τίποτα - όπως
δεν είχε όρεξη να αγωνιστεί για τίποτα και ο Τσίπρας όταν κυβερνούσε,
γι' αυτό και «πούλησε» τελικά τόσο εκείνους που τον στήριξαν στο
δημοψήφισμα του 2015 όσο και τη Μακεδονία στους Σκοπιανούς. Αυτό το
καταλαβαίνει πολύ καλά ο ανατολικός γείτονάς μας, δεν είναι ηλίθιος.
Αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με ένα ελληνικό πολιτικό σύστημα που
υπηρετεί πλέον μόνο τον εαυτό του, που δεν έχει ούτε εθνικό όραμα ούτε
εθνική στρατηγική, παρά μόνο καιροσκοπισμό και φιλοτομαρισμό.
Γι’ αυτό
και ο Τούρκος έχει αποθρασυνθεί απέναντί μας. Διότι ξέρει ότι στο τέλος
θα πάρει αυτά που θέλει από εμάς χωρίς να πέσει ούτε τουφεκιά. Μόνο που η
αυριανή «κυπριακή τραγωδία» θα λάβει πιο εύηχο όνομα και θα αποκληθεί
πιθανώς «απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης», ώστε να την
αποδεχθεί ευκολότερα ο ελληνικός λαός χωρίς να υπάρξουν επικίνδυνοι
κραδασμοί στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Το πραγματικά ουσιαστικό δίδαγμα που θα έπρεπε να πάρουμε όλοι από
την τραγωδία της Κύπρου του 1974 είναι πως όταν απουσιάζει η πολιτική
βούληση για την υπεράσπιση των εθνικών μας συμφερόντων, το πόσα όπλα
έχουμε δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Τα όπλα εξυπηρετούν μόνο αυτόν
που είναι αποφασισμένος να τα χρησιμοποιήσει όταν χρειαστεί, διαφορετικά
είναι πεταμένα χρήματα.
Το καλοκαίρι του 1974 οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν ένα κρίσιμο ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι των τουρκικών: τα τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια Type 209 απέναντι στα οποία οι Τούρκοι δεν είχαν πρακτικά κανέναν τρόπο αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Όταν έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, δύο από αυτά τα υποβρύχια, τα «Γλαύκος» και «Νηρεύς», πήραν δύο φορές εντολή να πλεύσουν προς το νησί και να πλήξουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο (η ζημιά που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ήταν τεράστια), και δύο φορές ανακλήθηκαν και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στην περιοχή της Ρόδου. To «Γλαύκος» έχει πλέον παροπλιστεί, και οι αρμόδιοι του Πολεμικού Ναυτικού μελετούν αν θα το κάνουν μουσείο ή θα το στείλουν στα διαλυτήρια.
Το υποβρύχιο δηλαδή που το 1974 μπορούσε να σώσει την εθνική μας αξιοπρέπεια και κυριολεκτικά να γράψει Ιστορία δίνοντας στους Τούρκους ένα μάθημα που θα το θυμούνταν για δεκαετίες, σήμερα δεν έχουμε πού να το πετάξουμε. Καλό θα είναι λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε πως αν τα οπλικά συστήματα δεν χρησιμοποιηθούν τον καιρό που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, είναι εντελώς περιττά και κατάλληλα μόνο για τα μουσεία ή για σκραπ.