Καθώς πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος αναπόφευκτα η σκέψη πάει πίσω σχεδόν πέντε δεκαετίες, 47 χρόνια για να είμαστε ακριβείς με ονόματα και καταστάσεις.
Από: philenews.com - Ανδρέας Πιμπίσιης
Τότε που στην ηλικία των 7 χρονών λίγα καταλαβαίναμε από πολέμους και τέτοια. Ούτε καλά-καλά είχαμε αντιληφθεί τι ακριβώς είχε προηγηθεί κάποιες ημέρες πριν. Βλέπαμε την ανησυχία και τον φόβο στα πρόσωπα των μεγαλυτέρων, αλλά πού να καταλάβουμε εμείς τι πραγματικά είχε συμβεί. Εξάλλου στο σπίτι μας είμασταν, τα παιχνίδια μας τα είχαμε, οι γονείς μας ήταν εκεί. Ο κόσμος μας όλος ήταν εκεί.
Η 13η Αυγούστου του 1974 ήταν μια ακόμα φυσιολογική καλοκαιρινή ημέρα που έκαιγε μέσα στον κάμπο της Μεσαορίας και εμείς τρέχαμε και παίζαμε. Όπως άλλωστε κάνει το κάθε εφτάχρονο παιδί. Για εμάς τα πράγματα, είπαμε, ήταν άκρως φυσιολογικά, χωρίς καμιά απολύτως ανησυχία ή έγνοια. Αυτά ήταν για τους μεγαλύτερους. Γι’ αυτό και όσο κι αν προσπαθώ έκτοτε να πιέσω τη μνήμη μου να πάει πίσω σ’ εκείνη την 13η Αυγούστου δυσκολεύομαι να τα καταφέρω. Γιατί; Επειδή όλα ήταν τόσο φυσιολογικά που η μνήμη δεν τα έκρινε σημαντικά για να τα αποτυπώσει στα κατάστιχά της. Δεκατέσσερις του Αυγούστου 1974, χαράματα.
Όλα καταγραμμένα στη μνήμη και όσα δεν είχαν τότε καταγραφεί επακριβώς φρόντισα στη συνέχεια να συμπληρώσω τα κενά. Για την προηγούμενη ημέρα καμιά απολύτως προσπάθεια ή αναζήτηση βοήθειας προς συμπλήρωση των όποιων κενών στη μνήμη. Δεν χρειαζόταν να το πράξω. Ήταν μια ακόμα φυσιολογική ημέρα ενός εφτάχρονου, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Εξάλλου οι φυσιολογικές ημέρες, οι μέρες της καθημερινότητας, δεν καταγράφονται στη μνήμη γιατί δεν έχουν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν δεν ήταν πεντέμισι το πρωί της 14ης Αυγούστου όταν με ξύπνησε η μάνα μου για να μου πει (όπως το έπραξε και μερικές ημέρες προηγουμένως στις 20 του Ιούλη), ότι ξεκίνησε και πάλι ο πόλεμος και θα πρέπει να πάμε μέσα στο περιβόλι που βρισκόταν πιο κάτω από το σπίτι μας για λόγους προστασίας.
Έτσι μας είπαν οι μεγαλύτεροι, άρα είχαν δίκαιο. Μέσα στα δέντρα (πιστέψτε με ακόμα και σήμερα δεν θυμάται τι δέντρα ήταν, μπορεί να είχε ελιές και ευκάλυπτους) να νιώθουμε τον φόβο και την αγωνία των μεγαλύτερων και εμείς με τη σειρά μας να αισθανόμαστε ότι κάτι επικίνδυνο συμβαίνει τριγύρω μας. Έπρεπε να παραμένουμε καθήμενοι ή ξαπλωμένοι στη σκιά «για να μην μας βλέπουν τα αερόπλανα».
Και μείναμε ώς το μεσημέρι, δυόμισι-τρεις θα ήτανε, που σηκωθήκαμε τρεχάτοι και πήγαμε κατά το σπίτι μας να μαζέψουμε δυο πράγματα και να φύγουμε! Και να φύγουμε να πάμε πού; Τα εφτάχρονα δεν ρωτάνε τέτοια πράγματα, ακολουθούν πιστά τις εντολές των μεγαλύτερών τους που έχουν και τη μεγαλύτερη έγνοια γι’ αυτούς. Μπήκα στο δωμάτιο, κοίταξα γύρω, ήταν όλα στη θέση τους. Ακόμα και η φάρμα που έφτιαχνα την προηγούμενη μέρα δίπλα στο κρεβάτι ήταν. Έκανα να πιάσω ένα από τα παιχνίδια μου, αλλά μετάνιωσα. Τι να το κάνω; Αφού θα ερχόμουν και πάλι να συνεχίσω το παιχνίδι. Αφού πάντα έτσι συνέβαινε. Φεύγαμε λίγες ημέρες και μετά είμαστε εκεί για όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Στοιβαγμένοι σ’ ένα μικρό αυτοκίνητο οδεύαμε προς το άγνωστο. Ούτε ξέραμε πού πηγαίναμε, εμείς τουλάχιστον οι μικρότεροι επιβάτες. Οι μεγαλύτεροι ίσως να γνώριζαν καλύτερα και την έξοδο διαφυγής και τον προορισμό. Αργά το βράδυ φτάσαμε σ’ ένα περιβόλι έξω από ένα χωριό, άκουσα τους μεγαλύτερους να αναφέρονται σε Ορμήδεια. Εγώ πάλι δεν ήξερα πού ήταν αυτό το χωριό, αφού ποτέ δεν είχαμε πάει εκεί. Και πάλι κάτω από ένα δέντρο θα τη βγάζαμε. Κάτω από μια λεμονιά. Τη θυμάμαι τη λεμονιά. Η μνήμη φρόντισε να το αποτυπώσει για τα καλά. Τα δέντρα κάτω από τα οποία αναζητήσαμε κάλυψη ούτε και σήμερα τα θυμάμαι και αν κάποια στιγμή ρωτώντας, έμαθα, πάλι η μνήμη μου αδιαφορεί να συγκρατήσει τη λεπτομέρεια.
Εκεί λοιπόν μας βρήκε ο Δεκαπενταύγουστος του 1974. Κάτω από μια λεμονιά χωρίς να ξέρουμε τι μπορεί να ακολουθήσει μετά. Και κατά το απόγευμα στοιβαζόμαστε ξανά στο μικρό αυτοκίνητο για να τραβήξουμε προς Τραχώνι που είχαμε συγγενείς. Μετά από λίγους μήνες, αρχές του 1975, φορτώσαμε ό,τι πράγματα είχαμε σε ένα φορτηγάκι και βρεθήκαμε στο Φρέναρος. Κάτσαμε κανένα μήνα και μετά πήγαμε στον καταυλισμό της ΑΗΚ στη Δεκέλεια. Μέσα σ’ ένα αντίσκηνο. Κι ύστερα, αρχές φθινοπώρου ξανά στο δρόμο, για τη Δρομολαξιά αυτή τη φορά. Πρόσφυγες είμασταν, αυτή είναι η τύχη μας. Να πηγαίνουμε από τον ένα τόπο στον άλλο.
Εκεί, τελικά, μείναμε και δεν ξανακινήσαμε για αλλού. Ριζώσαμε; Δεν νομίζω. Τόπος διαμονής για 45 χρόνια. Εκεί μεγαλώναμε σιγά-σιγά, μέσα στα χωράφια και στους χωματόδρομους, μέσα στα γήπεδα τα γεμάτα πέτρες, στις λαϊκές οργανώσεις και στα καφενεία. Ημερολογιακά η μνήμη δεν τα επαναφέρει πίσω. Γιατί ήταν γεγονότα της καθημερινότητας χωρίς κάποια ιδιαίτερη χροιά. Όπως εκείνη τη 13η Αυγούστου, πριν από 47 χρόνια. Την τελευταία φυσιολογική ημέρα στο πατρικό μου σπίτι στη Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου.
Τότε που στην ηλικία των 7 χρονών λίγα καταλαβαίναμε από πολέμους και τέτοια. Ούτε καλά-καλά είχαμε αντιληφθεί τι ακριβώς είχε προηγηθεί κάποιες ημέρες πριν. Βλέπαμε την ανησυχία και τον φόβο στα πρόσωπα των μεγαλυτέρων, αλλά πού να καταλάβουμε εμείς τι πραγματικά είχε συμβεί. Εξάλλου στο σπίτι μας είμασταν, τα παιχνίδια μας τα είχαμε, οι γονείς μας ήταν εκεί. Ο κόσμος μας όλος ήταν εκεί.
Η 13η Αυγούστου του 1974 ήταν μια ακόμα φυσιολογική καλοκαιρινή ημέρα που έκαιγε μέσα στον κάμπο της Μεσαορίας και εμείς τρέχαμε και παίζαμε. Όπως άλλωστε κάνει το κάθε εφτάχρονο παιδί. Για εμάς τα πράγματα, είπαμε, ήταν άκρως φυσιολογικά, χωρίς καμιά απολύτως ανησυχία ή έγνοια. Αυτά ήταν για τους μεγαλύτερους. Γι’ αυτό και όσο κι αν προσπαθώ έκτοτε να πιέσω τη μνήμη μου να πάει πίσω σ’ εκείνη την 13η Αυγούστου δυσκολεύομαι να τα καταφέρω. Γιατί; Επειδή όλα ήταν τόσο φυσιολογικά που η μνήμη δεν τα έκρινε σημαντικά για να τα αποτυπώσει στα κατάστιχά της. Δεκατέσσερις του Αυγούστου 1974, χαράματα.
Όλα καταγραμμένα στη μνήμη και όσα δεν είχαν τότε καταγραφεί επακριβώς φρόντισα στη συνέχεια να συμπληρώσω τα κενά. Για την προηγούμενη ημέρα καμιά απολύτως προσπάθεια ή αναζήτηση βοήθειας προς συμπλήρωση των όποιων κενών στη μνήμη. Δεν χρειαζόταν να το πράξω. Ήταν μια ακόμα φυσιολογική ημέρα ενός εφτάχρονου, δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Εξάλλου οι φυσιολογικές ημέρες, οι μέρες της καθημερινότητας, δεν καταγράφονται στη μνήμη γιατί δεν έχουν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν δεν ήταν πεντέμισι το πρωί της 14ης Αυγούστου όταν με ξύπνησε η μάνα μου για να μου πει (όπως το έπραξε και μερικές ημέρες προηγουμένως στις 20 του Ιούλη), ότι ξεκίνησε και πάλι ο πόλεμος και θα πρέπει να πάμε μέσα στο περιβόλι που βρισκόταν πιο κάτω από το σπίτι μας για λόγους προστασίας.
Έτσι μας είπαν οι μεγαλύτεροι, άρα είχαν δίκαιο. Μέσα στα δέντρα (πιστέψτε με ακόμα και σήμερα δεν θυμάται τι δέντρα ήταν, μπορεί να είχε ελιές και ευκάλυπτους) να νιώθουμε τον φόβο και την αγωνία των μεγαλύτερων και εμείς με τη σειρά μας να αισθανόμαστε ότι κάτι επικίνδυνο συμβαίνει τριγύρω μας. Έπρεπε να παραμένουμε καθήμενοι ή ξαπλωμένοι στη σκιά «για να μην μας βλέπουν τα αερόπλανα».
Και μείναμε ώς το μεσημέρι, δυόμισι-τρεις θα ήτανε, που σηκωθήκαμε τρεχάτοι και πήγαμε κατά το σπίτι μας να μαζέψουμε δυο πράγματα και να φύγουμε! Και να φύγουμε να πάμε πού; Τα εφτάχρονα δεν ρωτάνε τέτοια πράγματα, ακολουθούν πιστά τις εντολές των μεγαλύτερών τους που έχουν και τη μεγαλύτερη έγνοια γι’ αυτούς. Μπήκα στο δωμάτιο, κοίταξα γύρω, ήταν όλα στη θέση τους. Ακόμα και η φάρμα που έφτιαχνα την προηγούμενη μέρα δίπλα στο κρεβάτι ήταν. Έκανα να πιάσω ένα από τα παιχνίδια μου, αλλά μετάνιωσα. Τι να το κάνω; Αφού θα ερχόμουν και πάλι να συνεχίσω το παιχνίδι. Αφού πάντα έτσι συνέβαινε. Φεύγαμε λίγες ημέρες και μετά είμαστε εκεί για όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Στοιβαγμένοι σ’ ένα μικρό αυτοκίνητο οδεύαμε προς το άγνωστο. Ούτε ξέραμε πού πηγαίναμε, εμείς τουλάχιστον οι μικρότεροι επιβάτες. Οι μεγαλύτεροι ίσως να γνώριζαν καλύτερα και την έξοδο διαφυγής και τον προορισμό. Αργά το βράδυ φτάσαμε σ’ ένα περιβόλι έξω από ένα χωριό, άκουσα τους μεγαλύτερους να αναφέρονται σε Ορμήδεια. Εγώ πάλι δεν ήξερα πού ήταν αυτό το χωριό, αφού ποτέ δεν είχαμε πάει εκεί. Και πάλι κάτω από ένα δέντρο θα τη βγάζαμε. Κάτω από μια λεμονιά. Τη θυμάμαι τη λεμονιά. Η μνήμη φρόντισε να το αποτυπώσει για τα καλά. Τα δέντρα κάτω από τα οποία αναζητήσαμε κάλυψη ούτε και σήμερα τα θυμάμαι και αν κάποια στιγμή ρωτώντας, έμαθα, πάλι η μνήμη μου αδιαφορεί να συγκρατήσει τη λεπτομέρεια.
Εκεί λοιπόν μας βρήκε ο Δεκαπενταύγουστος του 1974. Κάτω από μια λεμονιά χωρίς να ξέρουμε τι μπορεί να ακολουθήσει μετά. Και κατά το απόγευμα στοιβαζόμαστε ξανά στο μικρό αυτοκίνητο για να τραβήξουμε προς Τραχώνι που είχαμε συγγενείς. Μετά από λίγους μήνες, αρχές του 1975, φορτώσαμε ό,τι πράγματα είχαμε σε ένα φορτηγάκι και βρεθήκαμε στο Φρέναρος. Κάτσαμε κανένα μήνα και μετά πήγαμε στον καταυλισμό της ΑΗΚ στη Δεκέλεια. Μέσα σ’ ένα αντίσκηνο. Κι ύστερα, αρχές φθινοπώρου ξανά στο δρόμο, για τη Δρομολαξιά αυτή τη φορά. Πρόσφυγες είμασταν, αυτή είναι η τύχη μας. Να πηγαίνουμε από τον ένα τόπο στον άλλο.
Εκεί, τελικά, μείναμε και δεν ξανακινήσαμε για αλλού. Ριζώσαμε; Δεν νομίζω. Τόπος διαμονής για 45 χρόνια. Εκεί μεγαλώναμε σιγά-σιγά, μέσα στα χωράφια και στους χωματόδρομους, μέσα στα γήπεδα τα γεμάτα πέτρες, στις λαϊκές οργανώσεις και στα καφενεία. Ημερολογιακά η μνήμη δεν τα επαναφέρει πίσω. Γιατί ήταν γεγονότα της καθημερινότητας χωρίς κάποια ιδιαίτερη χροιά. Όπως εκείνη τη 13η Αυγούστου, πριν από 47 χρόνια. Την τελευταία φυσιολογική ημέρα στο πατρικό μου σπίτι στη Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου.