Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Παλαιολόγου και την ανάρρηση στον θρόνο του γιου του, Ανδρόνικου Β’ η αυτοκρατορία μπήκε πλέον στην οριστική πορεία προς το τέλος της. Ο Ανδρόνικος δεν είχε σχέση με τα στρατιωτικά και δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στον στρατό. Ωστόσο, μέχρι το 1300 περίπου ο Βυζαντινός Στρατός χάρη σε άξιους στρατηγούς, όπως ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός είχε καταστήσει αισθητή την παρουσία του στη Βαλκανική και στη Μικρά Ασία.
Από: history-point.gr
Ο στρατηγός Αλέξιος Φιλανθρωπινός στην εκστρατεία που πραγματοποίησε το 1293-95 στη Μικρά Ασία διέλυσε σχεδόν τους Οθωμανούς. Το οθωμανικό πρόβλημα θα μπορούσε να έχει τελειώσει τότε για τον Ελληνισμό, αν ο απόλεμος Ανδρόνικος δεν φοβόταν τη δόξα του στρατηγού του και δεν τον εξανάγκαζε να επαναστατήσει. Μετά την σύλληψη και τύφλωση του Φιλανθρωπινού οι Τούρκοι απλώς επανήλθαν.
Αξίζει να σημειωθεί πως, ο Ανδρόνικος έστειλε τον τυφλό Φιλανθρωπινό στη Μικρά Ασία, το 1323, χωρίς στρατεύματα. Ήταν τέτοια η φήμη του, που οι Τούρκοι όταν έμαθαν τη μετάβαση του, υποχώρησαν, προς στιγμή. Παρόμοια εξέλιξη είχε και η εκστρατεία του στρατηγού Ιωάννη Ταρχανιώτη (1298-1300) στη Μικρά Ασία. Και πάλι όμως παρόμοιες συνθήκες οδήγησαν σε παρόμοιες εξελίξεις. Ο Ταρχανιώτης έφυγε, οι Τούρκοι ξαναγύρισαν. Ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος δεν υπήρξε ποτέ γνώστης των στρατιωτικών θεμάτων, προτιμώντας την καλλιέργεια του πνεύματος. Είναι αλήθεια πως η μακρά σύγκρουση της Αυτοκρατορίας με τους Γάλλους Ανδεγαυούς (του οίκου των ντ’ Ανζού) επικυρίαρχους της Σικελίας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, είχε εξασθενήσει οικονομικά το κράτος.
Αρχή διάλυσης
Λόγω των κακών οικονομικών, αλλά και της εξάλειψης της απειλής των ντ’ Ανζού, ο Ανδρόνικος αποφάσισε να περιορίσει τον στρατό και τον στόλο. Διέλυσε λοιπόν τον στόλο, απολύοντας τους Τσάκωνες και τους Γαζμούλους που αποτελούσαν τα πληρώματα του και περιόρισε τον στρατό σε 4.000 άνδρες, βασιζόμενος στην στρατολόγηση πολιτοφυλάκων και παροίκων. Από εκεί και πέρα άρχισε η κατάπτωση. Σύμφωνα με τον λόγιο χρονικογράφο της εποχής Νικηφόρο Γρηγορά «…ο στρατός των Ρωμαίων έχει καταντήσει ο περίγελος του κόσμου όλου…αποτελούμενος από τεχνίτες και εμπόρους που έχουν ως μοναδικό σκοπό να το βάλουν, το ταχύτερο δυνατό, στα πόδια».
Η γραπτή μαρτυρία ανώνυμου μοναχού της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας, του 14ου αιώνα, αναφέρει: «Ο στρατός δεν είναι η παλιά καλά οργανωμένη και πειθαρχημένη δύναμη του παρελθόντος, αλλά ένας συρφετός στον οποίο ηγούνται αλαζόνες που το μόνο που γνωρίζουν είναι να καταπιέζουν τους πιο αδύναμους από αυτούς». Οι μαρτυρίες αυτές, που χρονικά ανάγονται περίπου στο πρώτο τέταρτο του 14ου αιώνα είναι ενδεικτικές της κατάστασης του στρατού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β’ (1282-1328). Ο Βυζαντινός Στρατός αποτελείτο, μέχρι πριν την άλωση του 1024, από τα επαρχιακά-θεματικά στρατεύματα και τα αυτοκρατορικά τάγματα που στάθμευαν στην Πόλη και βρίσκονταν υπό την άμεση διάθεση του εκάστοτε αυτοκράτορα.
Πρόνοιες – Προινοιάριοι
Το κράτος χορηγούσε πρόνοιες ή «οικονομίες». Η πρόνοια, ήταν ένας κλήρος γης, που διατίθεντο σε έναν άρχοντα ή κρατικό αξιωματούχο, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι οικονομίες ήταν οι κλήροι που καλλιεργούνταν προς όφελος της κεντρικής κυβέρνησης, από τα έσοδα των οποίων συγκροτούνταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Καθώς όμως τα αυτοκρατορικά εδάφη συρρικνώνονταν, υπό την πίεση των διαφόρων εχθρών, σε Ασία και Ευρώπη, η συντήρηση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων καθίστατο δυσβάσταχτη. Το ίδιο ισχύει και για τις πρόνοιες.
Η απώλεια των μικρασιατικών εδαφών είχε καταλυτικές συνέπειες. Η Βιθυνία, η Λυδία και η Μαγνησία, οι μόνες περιοχές της Μικράς Ασίας που ήλεγχε η Αυτοκρατορία κατά την άνοδο στον θρόνο του Ανδρόνικου Β’, ήταν επαρχίες πλούσιες και προσέφεραν στο κράτος μεγάλα έσοδα, αλλά και εξαιρετικό έμψυχο δυναμικό για τον στρατό.
Καταστροφές
Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε 20 μόλις χρόνια από τον θάνατο του Μιχαήλ Η’ οι μικρασιατικές κτήσεις, στο μεγαλύτερο μέρος τους, είχαν χαθεί για την Αυτοκρατορία, με εξαίρεση της οχυρωμένες πόλεις, οι οποίες όμως είχαν αποκλειστεί από τους Τούρκους και υφίσταντο ένα είδος χαλαρής πολιορκίας. Το 1301, στη μάχη του Βαφέως, κοντά στη Νικομήδεια, η Αυτοκρατορία κατάφερε να αποστείλει μόλις 2.000 άνδρες για να βοηθήσει την μεγάλη μικρασιατική αυτή πόλη από την απειλή των Οθωμανών, υπό τον Μέγα Εταιριάρχη Γεώργιο Μουζάλωνα. Οι μισοί από τους άνδρες του Μουζάλωνα ήταν Αλανοί μισθοφόροι.
Οι Τούρκοι παρέταξαν στη μάχη μόλις 5.000 άνδρες. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν, καθώς οι Αλανοί, δεν πολέμησαν καν. Οι απώλειες δεν ήταν μεγάλες, καθώς οι ηττημένοι κατέφυγαν στην οχυρωμένη Νικομήδεια. Η μάχη αυτή δεν θα έπρεπε, θεωρητικά, να χαρακτηριστεί σημαντική. Και όμως είναι. Σύμφωνα με τους Τούρκους ιστορικούς η νίκη αυτή ήταν που «γέννησε» την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ήταν η πρώτη νίκη των Οθωμανών κατά των αυτοκρατορικών δυνάμεων. Η εύκολη νίκη, γέμισε τους Τούρκους αυτοπεποίθηση και περιφρόνηση για τον αντίπαλο.
Ωστόσο είναι ενδεικτική τόσο της αδυναμίας των Βυζαντινών, αλλά και των Οθωμανών, οι οποίοι επίσης δεν διέθεταν ισχυρές δυνάμεις. Αν η Αυτοκρατορία διέθετε, την εποχή εκείνη, 10.000 αξιόμαχους στρατιώτες η ιστορία σήμερα θα ήταν διαφορετική. Ήταν τέτοια η κατάπτωση της Αυτοκρατορίας που μπόρεσε να στείλει μόνο 2.000 άνδρες κατά των Τούρκων για να υπερασπίσει τις αρχαίες μητροπόλεις του Ελληνισμού στη Βιθυνία.
Καταλανοί – Αλανοί, άχρηστοι μισθοφόροι
Λόγω της ήττα αυτής ο Ανδρόνικος Β’ αποφάσισε να στρατολογήσει τη διαβόητη Καταλανική Εταιρεία. Οι Καταλανοί αφού πολέμησαν, για μικρό χρονικό διάστημα, με επιτυχία, τους Τούρκους, άρχισαν να λεηλατούν αδιακρίτως εχθρούς και φίλους. Κατόπιν πέρασαν στην Ευρώπη και λεηλάτησαν ολόκληρη την Ελλάδα, μέχρι την εγκατάστασή τους στην Αττική και τη Βοιωτία. Οι Καταλανοί που στρατολογήθηκαν από τον Ανδρόνικο αριθμούσαν περί τους 5.500 – 6.500 άνδρες. Και όμως τόσο λίγοι άνδρες – αργότερα ενισχύθηκαν και με Τούρκους μισθοφόρους – κατάφεραν να προκαλέσουν χάος στην Αυτοκρατορία ακριβώς διότι δεν υπήρχε μια επαρκής αριθμητικά, καλά εκπαιδευμένη, συγκροτημένη και εξοπλισμένη δύναμη να τους αντιμετωπίσει.
Στη μάχη της Άπρω, το 1305 ο γιος του Ανδρόνικου και συναυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ κατάφερε να συγκεντρώσει 6.000 άνδρες για να αντιμετωπίσει 3.000 περίπου Καταλανούς. Ο Βυζαντινός Στρατός αποτελείτο από Αλανούς και Τούρκους μισθοφόρους, λίγους Στρατιώτες από τη Μακεδονία και τη Θράκη, πολιτοφύλακες τοξότες και μερικούς Βλάχους μισθοφόρους. Παρότι υπερείχε, συντριπτικά, αριθμητικά, συντρίφθηκε από τους εμπειροπόλεμους Καταλανούς, καθώς οι Αλανοί και οι Τούρκοι μισθοφόροι του, μετά από μια ανεπιτυχή επίθεση που εξαπέλυσαν, προτίμησαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης.
Η αποχώρησή τους αποκάλυψε το πλευρό του βυζαντινού πεζικού, το οποίο, λόγω κακής εκπαίδευσης, αποτελούμενο κυρίως από στρατολογημένους πολίτες από τη Θράκη, πανικοβλήθηκε, και αντί να στρέψει το μέτωπό του για να αντιμετωπίσει την απειλή, τράπηκε σε φυγή. Τελικά στο πεδίο της μάχης απέμεινε μόνο ο Μιχαήλ Θ’ με 100 επίλεκτους ιππείς. Ο Μιχαήλ και οι 100 άνδρες του επέλασαν με ορμή κατά των Καταλανών, αλλά δεν μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα. Ο Μιχαήλ τραυματίστηκε, μάλιστα, στη φάση αυτή.
Η μάχη της Άπρω, που δόθηκε κοντά στην ομώνυμη πόλη της Ανατολικής Θράκης, αποτελεί μια από τις πλέον επαίσχυντες ήττες του Βυζαντινού Στρατού που αποδείκνυε το πόσο αναξιόπιστα ήταν τα μισθοφορικά τμήματα και πόσο τραγικά ανεκπαίδευτα τα γηγενή. Ειδικά, όσον αφορά του Αλανούς, ο Ανδρόνικος Β’ είχε επιτρέψει την εγκατάσταση 16.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών, στα βυζαντινά εδάφη, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Σε όσες μάχες όμως συμμετείχαν αποδείχθηκαν τουλάχιστον αναξιόπιστοι. Το μόνο τους κατόρθωμα ήταν η δολοφονία του ηγέτη των Καταλανών Ρογήρου ντε Φλορ, με όλα τα συνεπακόλουθα που η ενέργεια αυτή είχε.
Μάχες και εμφύλιοι…
Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν πως, το 1320, ο Ανδρόνικος Β’, υποχρεώθηκε να επιβάλει έναν ιδιαίτερα βαρύ φόρο, με τα χρήματα από τον οποίο φιλοδοξούσε να συγκροτήσει μια στρατιωτική δύναμη 3.000 ανδρών. Από αυτούς οι 1.000 θα δρούσαν στις μικρασιατικές κτήσεις και οι υπόλοιποι στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ωστόσο ούτε αυτό επετεύχθη, καθώς τα σχέδια του αυτοκράτορα ανέτρεψε η σύγκρουσή του με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ’.
Κατά τη διάρκειά της οι μικρασιατικές κτήσεις αφέθηκαν εντελώς στο έλεος των Τούρκων, ενώ και οι ευρωπαϊκές κτήσεις υπέφεραν από επιδρομές Σέρβων και Βουλγάρων. Οι δύο Παλαιολόγοι, πάππος και εγγονός, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν, ο ένας εναντίον του άλλου, ξένους. Έτσι ο Ανδρόνικος Β’ στρατολόγησε Τούρκους, κατά του εγγονού του, ενώ ο Ανδρόνικος Γ’ έλαβε ενίσχυση 2.000 ανδρών από τη Βουλγαρία.
Όταν δε οι Βούλγαροι θεώρησαν πως οι όροι της συμφωνίας τους με τον Ανδρόνικο Γ’ δεν εκπληρώθηκαν, δεν δίστασαν να λεηλατήσουν την Ανατολή Θράκη. Η σύγκρουση των δύο Ανδρονίκων, όπως έμεινε γνωστή, διήρκεσε μέχρι το 1328, έτος της εκθρόνισης του Ανδρόνικου Β’ και ανάρρησης, ως μοναδικού αυτοκράτορα του Ανδρόνικου Γ’, ο οποίος είχε, προηγουμένως, στεφθεί συν-αυτοκράτορας.
Την ώρα που οι δύο Παλαιολόγοι μάχονταν για την κατοχή του θρόνου, οι Τούρκοι προήλαυναν ανενόχλητοι. Το 1326 οι Οθωμανοί Τούρκοι κυρίευσαν, ύστερα από πολιορκία 10 ετών, την Προύσα, την οποία και κατάστησαν πρωτεύουσά τους. Έχοντας πλέον μια σταθερή βάση συνέχισαν τις καταστρεπτικές τους επιδρομές σε όλες τις βυζαντινές περιοχές της Μικράς Ασίας. Ενώπιον των εξελίξεων αυτών ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ αποφάσισε να εκστρατεύσει προσωπικά κατά των Οθωμανών. Ο αυτοκράτορας, μαζί με τον Μέγα Δομέστιχο Ιωάννη Καντακουζηνό πέρασε στη Μικρά Ασία, επικεφαλής μόλις 2.000 τακτικών στρατιωτών και ενός αγνώστου αριθμού ατάκτων.
Ο στρατός αυτός, στις 10 Ιουνίου 1329, συγκρούστηκε με 8.000 Οθωμανούς υπό τον σουλτάνο Ορχάν. Οι Τούρκοι έστειλαν 300 ελαφρούς ιππείς τους να παρενοχλήσουν τους Βυζαντινούς. Ολόκληρη η μέρα παρήλθε με ακροβολισμούς, χωρίς κάτι το ουσιαστικό. Όταν οι Βυζαντινοί θεώρησαν πως είχαν επιτύχει τον σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από το να πραγματοποιήσουν μιας μορφής στρατιωτική επίδειξη, αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Τότε όμως οι Τούρκοι τους επιτέθηκαν και τραυμάτισαν στον αυτοκράτορα στο πόδι. Ο τραυματισμός του Ανδρόνικου προκάλεσε σύγχυση και πανικό. Το επόμενο πρωί οι Βυζαντινοί, κακήν – κακώς, υποχώρησαν σε τέσσερις φάλαγγες. Οι Τούρκοι τους καταδίωξαν και πρόλαβαν μια από αυτές την οποία και αφάνισαν, κυριολεκτικά, κυριεύοντας και το βυζαντινό στρατόπεδο.
Η μάχη του Πελεκάνου, όπως ονομάστηκε, από το παρακείμενο ομώνυμο φρούριο, (γνωστή και ως μάχη της Φιλοκρήνης, από την κοντινή, επίσης, μικρή ομώνυμη πόλη) αποτέλεσε τη δεύτερη και τελευταία προσπάθεια των Βυζαντινών να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς στο πεδίο της μάχης. Όπως και στη μάχη του Βαφέως, οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν, καθώς διέθεταν μόλις 2.000 πραγματικούς στρατιώτες, έναντι των τετραπλάσιων Τούρκων. Μετά από την ήττα αυτή η τύχη της Μικράς Ασίας σφραγίστηκε.
Οι μικρασιατικοί πληθυσμοί, απώλεσαν παντελώς την εμπιστοσύνη τους στην Κωνσταντινούπολη και πολλοί από τους κατοίκους των περιοχών αυτών υποτάχθηκαν στους Τούρκους και πολέμησαν στο πλευρό τους. Οι Τούρκοι ακολούθησαν το βυζαντινό σύστημα της πρόνοιας, μοιράζοντας τιμάρια στους σπαχήδες τους, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί εξισλαμισμένοι Βυζαντινοί.
Μετά την ήττα ο Ανδρόνικος Γ’ και ο αρχιστράτηγός του Ιωάννης Καντακουζηνός προσπάθησαν να αναδιοργανώσουν τον στρατό και εν μέρει το επέτυχαν. Δεν είχαν όμως τα αναγκαία χρήματα, καθώς η απώλεια των μικρασιατικών περιοχών στοίχισε ακριβά στην Αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά ο Βυζαντινός Στρατός είχε επιτυχίες στη Βαλκανική κατά των Βουλγάρων (μάχη Ρωσόκαστρου 1332), αλλά και πάλι ήταν εμφανές ότι ο Βυζαντινός Στρατός, λόγω μικρού αριθμού ανδρών, δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί με επιτυχία τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Όταν πέθανε ο Ανδρόνικος Γ’ και ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ιωάννης Καντακουζηνού και των επιτρόπων του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου (βασιλομήτωρ Άννα της Σαβοΐας, Αλέξιος Απόκαυκος, πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας), ο Καντακουζηνός είχε στη διάθεσή του το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών δυνάμεων της Αυτοκρατορίας, που, στην καλύτερη περίπτωση, υπολογίζεται πως αριθμούσε 8.000 άνδρες.
Ο στρατός αυτός απωλέσθη, σταδιακά, κατά τη διάρκεια του πολέμου, υφιστάμενος τη φυσιολογική φθορά από τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και από ασθένειες. Τότε, ελλείψει ίδιων στρατιωτικών δυνάμεων, αμφότεροι οι αντίπαλοι διέπραξαν το έγκλημα να καλέσουν προς βοήθεια τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, την στιγμή που δεν υπήρχε καν Βυζαντινός Στρατός για να τους αντισταθεί, σε περίπτωση που θα παραβίαζαν τα συμφωνηθέντα, όπως και έπραξαν.
Οι Τούρκοι πέρασαν, για πρώτη φορά στην Ευρώπη, την ώρα που τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης παραδίδονταν σε Σέρβους και Βούλγαρους, με αντάλλαγμα τη διάθεση στρατευμάτων στους αντιμαχόμενους. Στον εμφύλιο αυτό χρησιμοποιήθηκαν, και από τις δύο πλευρές, περισσότεροι από 20.000 Τούρκοι και Τουρκομάνοι και μερικές χιλιάδες Σέρβοι και Βούλγαροι, οι οποίοι ενίσχυαν πότε τη μια και πότε την άλλη πλευρά, αναλόγως των ανταλλαγμάτων που ελάμβαναν. Όταν ο πόλεμος έληξε, το 1347, με τον Καντακουζηνό να στέφεται αυτοκράτορας, μαζί με τον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, το Βυζάντιο είχε δύο αυτοκράτορες, αλλά δεν είχε στρατό και χρήματα. Οι δε Τούρκοι είχαν καταλάβει την χερσόνησο της Καλλίπολης, την οποία μετέβαλαν σε ορμητήριό τους, από όπου έμελλε να υποτάξουν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο.
Οι Τούρκοι πνίγουν την Αυτοκρατορία
Μέχρι το 1354 που ο Καντακουζηνός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον θρόνο, αφήνοντας την εξουσία στον Ιωάννη Ε’ η βλάβη για την Αυτοκρατορία ήταν, πλέον, μη αναστρέψιμη, ειδικά μετά το 1359, όταν ο Οθωμανός σουλτάνος Ορχάν πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιος του Μουράτ Α’. Και την ώρα που ο Μουράτ συγκέντρωνε χιλιάδες Τούρκων και Τουρκομάνων, στην Καλλίπολη, με σκοπό να συντρίψει την Αυτοκρατορία, αυτή δεν διέθετε παρά μερικές εκατοντάδες τακτικών στρατιωτών, καθώς λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων, αλλά και των αλλεπάλληλων εισβολών των ξένων στρατευμάτων στα εδάφη της, κατόπιν πρόσκλησης των διεκδικητών του θρόνου, και το σύστημα της πρόνοιας είχε καταπέσει. Η ύπαιθρος είχε λεηλατηθεί και μόνο γύρω από μερικές πόλεις υπήρχε οικονομική ζωή.
Το 1361 οι Τούρκοι κυρίευσαν την Αδριανούπολη, καθιστώντας την πίεση για την Αυτοκρατορία αφόρητη. Το 1362 είχαν φτάσει μέχρι τη Θήβα, καθώς δεν υπήρχε κανείς για να τους αντιμετωπίσει. Οι Σέρβοι προσπάθησαν, το 1365, να καταλάβουν την Αδριανούπολη, αλλά ηττήθηκαν από τους Τούρκους στην πρώτη μάχη του Έβρου. Το 1371, στη δεύτερη μάχη του Έβρου, οι Σέρβοι αφανίστηκαν, κυριολεκτικά, από τους Τούρκους, οι οποίοι έτσι κυριάρχησαν οριστικά στη Βαλκανική, κατακτώντας και τη Βουλγαρία.
Η Αυτοκρατορία δεν είχε δυνάμεις για να αντιδράσει. Ο νεαρός πρίγκιπας και συν-αυτοκράτορας, κατόπιν, Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, γιος του Ιωάννη Ε’, προσπάθησε να αντιμετωπίσει την τουρκική λαίλαπα. Συγκέντρωσε μερικούς στρατιώτες και κινήθηκε κατά των Σερρών. Είχε συνεννοηθεί με τους κατοίκους να του ανοίξουν τις πύλες και να σφάξουν την τουρκική φρουρά. Τα σχέδια του όμως διέρρευσαν και ο Μουράτ στράφηκε εναντίον του με μεγάλες δυνάμεις.
Ο Μανουήλ δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει σε ανοικτό πεδίο τους χιλιάδες Τούρκους, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, διέθετε μόλις 100 τακτικούς στρατιώτες – οι υπόλοιποι που τον ακολουθούσαν ήταν άτακτοι, ένοπλοι πολίτες. Παρόλα αυτά έδωσε μάχη, στο φρούριο του Χορτιάτη, έξω από τη Θεσσαλονίκη, με τους Τούρκους. Πολέμησε ηρωικά, αλλά νικήθηκε και βρήκε καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής και κατά συνέπεια στρατιωτικής αδυναμίας της Αυτοκρατορίας αποτελεί οι εκστρατεία του κόμη Αμαντέους της Σαβοίας, το 1366-67 και του Γάλλου Ζαν λε Μενγκρέ Βουσικώ, το 1398-99, στην Ανατολή. Ο επιλεγόμενος «πράσινος κόμης» Αμαντέους, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με 1.500 άνδρες και κατάφερε να εκκαθαρίσει τη γύρω περιοχή από τους Τούρκους, ανακαταλαμβάνοντας και την Καλλίπολη.
Ήδη όμως οι Τούρκοι είχαν εξαπλωθεί τόσο στη Βαλκανική που η επιτυχία αυτή δεν είχε καμία πρακτική σημασία. Εξάλλου, λόγω έλλειψης πόρων, η Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση ούτε αυτό το μικρό στρατιωτικό σώμα να συντηρήσει. Η ιστορία επαναλήφθηκε με τον Γάλλο στρατάρχη Βουσικώ, ο οποίος μισθώθηκε, μαζί με 200 ιππείς και 2.000 πεζούς από τον Μανουήλ, το 1398, για να άρει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Βαγιαζήτ. Με αυτούς τους ελάχιστους, αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άνδρες ο Βουσικώ πέτυχε στην αποστολή του. Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία. Από τότε η Αυτοκρατορία δεν παρέταξε ποτέ ξανά δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, με εξαίρεση αυτών του Δεσποτάτου του Μορέως, στο πρώτο ήμισυ του 15ου αιώνα.