Η διασπορά της κρίσης άρχισε πριν καν οι Ταλιμπάν φτάσουν (την Κυριακή) στην Καμπούλ. Η μία πόλη μετά την άλλη έπεφταν την περασμένη εβδομάδα και πλέον οι ισλαμιστές αντάρτες έχουν εισέλθει στην πρωτεύουσα. Η κατάσταση μονάχα θα επιδεινώνεται, καθώς η σύγκρουση θα επεκτείνεται πέρα από τα σύνορα του Αφγανιστάν.
Από: capital.gr
Της Ruth Pollard / Bloomberg Opinion
Τζιχαντιστικές ομάδες οι οποίες εδρεύουν στη χώρα, μερικές εξ αυτών με διεθνή ατζέντα, όπως η Αλ Κάιντα, έχουν τώρα ένα πρότυπο - παράδειγμα για το πώς να νικούν κυβερνήσεις οι οποίες υποστηρίζονται από μεγάλες δυνάμεις και έχουν ενθαρρυνθεί από την αστραπιαία προέλαση των Ταλιμπάν. Αυτό συμβαίνει καθώς το τζιχαντιστικό "οικοσύστημα" βιώνει τη χαμηλότερη αντιτρομοκρατική πίεση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχοντας έτσι ουσιαστικά τα χέρια του λυμένα.
Ο Asfandyar Mir, αναλυτής ασφάλειας Νότιας Ασίας στο αμερικανικό Ινστιτούτο για την Ειρήνη, αναφέρει ότι έχουμε έναν επικίνδυνο συνδυασμό όταν οι απειλές αυξάνονται και την ίδια στιγμή οι προσπάθειες καταπολέμησής τους μειώνονται.
Η Κίνα στο στόχαστρο;
"Οι τζιχαντιστές της Κεντρικής Ασίας αρχίζουν να δείχνουν κινητικότητα, αντικινέζοι τζιχαντιστές επιτέθηκαν σε Κινέζους στο Πακιστάν, η περιφερειακή βία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης - η απειλή είναι διαρκής και μπορούμε να μιλάμε μόνο για κλιμάκωση από εδώ και μπρος", δηλώνει ο Mir.
Η κατάρρευση της αφγανικής δημοκρατίας μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ θα έχει ευρύτερη, περιφερειακή σημασία, όπως είχε και η εισβολή τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το οποίο υποστήριζαν στα τέλη της δεκαετίας του '80. "Πρόκειται για σεισμικών διαστάσεων μετατόπιση η οποία θα αλλάξει το πολιτικό τοπίο σε αυτό το τμήμα του πλανήτη, με τρόπο δύσκολο να προβλεφθεί".
Αναμείνατε ο άμεσος κίνδυνος να είναι περιφερειακός - στη Νότια και Κεντρική Ασία - καθώς η γεωγραφία και οι δυνατότητες περιορίζουν την αρχική ζημία. Τα κινεζικά συμφέροντα στο Πακιστάν έχουν ήδη πληγεί. Τον Απρίλιο, παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη έξω από πολυτελές ξενοδοχείο το οποίο φιλοξενούσε τον πρέσβη του Πεκίνου στην Κουέτα, όχι μακριά από τα προπύργια των Ταλιμπάν στο νότιο Αφγανιστάν. Την επίθεση ανέλαβε το κίνημα Tehrik-i-Taliban Pakistan ή πιο απλά οι Πακιστανοί Ταλιμπάν, μια χαλαρής οργανωτικής δομής τρομοκρατική ομάδα η οποία διατηρεί δεσμούς με την Αλ Κάιντα και η οποία εδρεύει στα τεράστιας έκτασης σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν.
Τον περασμένο μήνα, έκρηξη βόμβας σε λεωφορείο το οποίο ταξίδευε προς φράγμα και υδροηλεκτρικό έργο στο Ντάσου, κοντά στα σύνορα του Πακιστάν με την Κίνα, σκότωσε 12 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων εννέα Κινέζους πολίτες. Κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη, ωστόσο το Πεκίνο ανησύχησε τόσο πολύ που κάλεσε και φιλοξένησε εκπροσώπους των Ταλιμπάν για συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών Wang Yi. Το διακύβευμα εδώ είναι 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα στον Οικονομικό Διάδρομο Κίνας-Πακιστάν, κρίσιμο μέρος της ευρύτερης πρωτοβουλίας του προέδρου Σι Τζινπίνγκ "Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος", καθώς και σημαντικά κινεζικά εξορυκτικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν.
Ενώ αυτή δεν ήταν η πρώτη επίσκεψη των Ταλιμπάν στην Κίνα, οι ανώτατες θέσεις των Κινέζων εκπροσώπων στις συνομιλίες ήταν άνευ προηγουμένου, όπως και το ίδιο το δημόσιο μήνυμα ότι το Πεκίνο αναγνωρίζει τους Ταλιμπάν ως νόμιμη πολιτική δύναμη, αναφέρει ο Yun Sun, διευθυντής του προγράμματος Κίνας στο think tank Stimson Center, σε δοκίμιο για την πλατφόρμα εθνικής ασφάλειας War on the Rocks. Αφού φωτογραφήθηκε με τον συνιδρυτή και αναπληρωτή ηγέτη της οργάνωσης, μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, ο Wang περιέγραψε τους Ταλιμπάν ως "μια κρίσιμης σημασίας στρατιωτική και πολιτική δύναμη στο Αφγανιστάν, η οποία αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ειρήνευσης, συμφιλίωσης και ανοικοδόμησης της χώρας".
Εκείνο που ζητεί το Πεκίνο ως αντάλλαγμα είναι οι Ταλιμπάν να τηρήσουν τη δέσμευσή τους να διακόψουν όλους τους δεσμούς με τρομοκρατικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Πακιστανών Ταλιμπάν και του Ισλαμικού Κινήματος Ανατολικού Τουρκεστάν (οργάνωση την οποία το Πεκίνο κατηγορεί για αναταραχές στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ και την οποία η Ουάσινγκτον αφαίρεσε από τη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων τον Οκτώβριο, αφού διαπίστωσε ότι δεν υφίστανται αξιόπιστα στοιχεία ότι εξακολουθεί να υπάρχει).
Οποιεσδήποτε περαιτέρω επιθέσεις σε Κινέζους υπηκόους οι οποίοι εργάζονται στη Νότια Ασία, ανεξάρτητα από το αν έχει ως πηγή τους Ταλιμπάν ή άλλες δυνάμεις οι οποίες επιχειρούν με την ευλογία τους, θα επηρεάσουν αναμφίβολα τους μελλοντικούς δεσμούς των δύο πλευρών, αν και δεν είναι σαφές τι ακριβώς θα έπραττε η Κίνα ως αντίποινα.
Σχεδόν αναπόφευκτη η διεθνής κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων
Χωρίς καμία σημαντική πολιτική ή διπλωματική πίεση η οποία να αμβλύνει την στρατιωτική και πολιτική προέλαση των Ταλιμπάν ή να περιορίζει τις ομάδες που λειτουργούν στη σκιά τους, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα - ιδιαίτερα βέβαια αποδυναμωμένης, 20 χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν για να καταστρέψουν την ίδια και τους Ταλιμπάν οι οποίοι την φιλοξενούσαν - το θέμα δεν είναι το εάν, αλλά το πότε θα υπάρξει μια έξαρση νέων τρομοκρατικών επιθέσεων.
Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα έντονος για τις έξι χώρες οι οποίες συνορεύουν με το Αφγανιστάν. Πέρα από την Κίνα, σε αυτές περιλαμβάνονται το Ιράν και το Πακιστάν - καθώς και η γειτονική Ινδία, η οποία θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη μοναδική επαρχία της με μουσουλμανική πλειοψηφία, το Κασμίρ (που έχει αποτελέσει αφορμή για δύο από τους πολέμους της με το Πακιστάν) για μια πιθανή αναζωπύρωση της βίας. Η Ρωσία θα ανησυχεί σίγουρα για τις επιπτώσεις στο Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Τατζικιστάν και τυχόν τρομοκρατική "αναθέρμανση" στο ίδιο το έδαφός της.
Υπάρχει βέβαια η πιθανότητα οι μεγάλες δυνάμεις - ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα - να παρέμβουν και να πείσουν τους συμμάχους και φίλους τους να τερματίσουν τις εχθροπραξίες. Ωστόσο οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί από τότε που οι ΗΠΑ και οι Ταλιμπάν κατέληξαν στη συμφωνία τους τον περασμένο Φεβρουάριο και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
Μια εκτεταμένη διεθνής αδράνεια είναι πιο πιθανή. Ας κοιτάξει κανείς τη Συρία. Μετά από μια δεκαετία πολέμου και σημαντικές επενδύσεις των ΗΠΑ σε χρήματα, στρατιωτική εμπλοκή και πολιτικό κεφάλαιο, ο Μπασάρ αλ Άσαντ εξακολουθεί να είναι πρόεδρος. Η χώρα έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό εσωτερικά εκτοπισμένων (6,7 εκατομμύρια) στον κόσμο, ενώ 6,6 εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες συντηρούνται κυρίως στον Λίβανο, την Τουρκία και την Ιορδανία. Η απειλή από τις τρομοκρατικές ομάδες οι οποίες δραστηριοποιούνται στη Συρία και γύρω από αυτήν, καθώς και η χρήση και διάδοση χημικών όπλων, παραμένει μια πραγματική ανησυχία. Το ίδιο συμβαίνει και με την τάση της συγκεκριμένης σύγκρουσης να αποτελεί σημείο αναφοράς για διάφορους εξωτερικούς "παίκτες", όπως η Ρωσία, η Τουρκία, το Ισραήλ και το Ιράν.
Θέμα χρόνου
Για το Αφγανιστάν, η επερχόμενη ανησυχία θα αφορά την πιθανότητα να ξαναρχίσουν να συρρέουν εκεί ξένοι μαχητές από όλο τον κόσμο. Αντάρτες από άλλες χώρες βρίσκονται ήδη στο αφγανικό έδαφος, ωστόσο πρόκειται κυρίως για μαχητές από γειτονικά κράτη. Μόλις αρχίσουν να καταφθάνουν εκεί από πιο μακρινούς προορισμούς, η πιθανότητα να εξαπλωθούν οι επιθέσεις πολύ ευρύτερα θα αυξηθεί κατακόρυφα.
Ο Husain Haqqani, πρώην πρεσβευτής του Πακιστάν στην Ουάσινγκτον και τώρα διευθυντής για τη Νότια και την Κεντρική Ασία στο Ινστιτούτο Hudson, σημειώνει ότι οι Ταλιμπάν παραμένουν συνδεδεμένοι με την Αλ Κάιντα και άλλες διεθνείς τρομοκρατικές ομάδες από ιδεολογία, κοινά οικονομικά συμφέροντα και δεσμούς εκπαίδευσης, ακόμη και γάμους. "Δεδομένου ότι οι τζιχαντιστές δεν ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για τα διεθνώς αναγνωρισμένα κρατικά σύνορα και θεωρούν την τρέχουσα παγκόσμια τάξη αντι-ισλαμική, είναι θέμα χρόνου να στραφούν ξανά κατά της Ευρώπης και των ΗΠΑ", εκτιμά.
Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει καλό τέλος. Εάν οι μεγάλες δυνάμεις δεν κάνουν περισσότερα από το να κρατούν τη συλλογική τους "αναπνοή", απλώς ελπίζοντας για το καλύτερο, η συνέπεια της αδιαφορίας τους θα γίνει αισθητή πολύ πέρα από τα σύνορα του Αφγανιστάν.
Της Ruth Pollard / Bloomberg Opinion
Τζιχαντιστικές ομάδες οι οποίες εδρεύουν στη χώρα, μερικές εξ αυτών με διεθνή ατζέντα, όπως η Αλ Κάιντα, έχουν τώρα ένα πρότυπο - παράδειγμα για το πώς να νικούν κυβερνήσεις οι οποίες υποστηρίζονται από μεγάλες δυνάμεις και έχουν ενθαρρυνθεί από την αστραπιαία προέλαση των Ταλιμπάν. Αυτό συμβαίνει καθώς το τζιχαντιστικό "οικοσύστημα" βιώνει τη χαμηλότερη αντιτρομοκρατική πίεση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχοντας έτσι ουσιαστικά τα χέρια του λυμένα.
Ο Asfandyar Mir, αναλυτής ασφάλειας Νότιας Ασίας στο αμερικανικό Ινστιτούτο για την Ειρήνη, αναφέρει ότι έχουμε έναν επικίνδυνο συνδυασμό όταν οι απειλές αυξάνονται και την ίδια στιγμή οι προσπάθειες καταπολέμησής τους μειώνονται.
Η Κίνα στο στόχαστρο;
"Οι τζιχαντιστές της Κεντρικής Ασίας αρχίζουν να δείχνουν κινητικότητα, αντικινέζοι τζιχαντιστές επιτέθηκαν σε Κινέζους στο Πακιστάν, η περιφερειακή βία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης - η απειλή είναι διαρκής και μπορούμε να μιλάμε μόνο για κλιμάκωση από εδώ και μπρος", δηλώνει ο Mir.
Η κατάρρευση της αφγανικής δημοκρατίας μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ θα έχει ευρύτερη, περιφερειακή σημασία, όπως είχε και η εισβολή τους μετά την 11η Σεπτεμβρίου ή η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το οποίο υποστήριζαν στα τέλη της δεκαετίας του '80. "Πρόκειται για σεισμικών διαστάσεων μετατόπιση η οποία θα αλλάξει το πολιτικό τοπίο σε αυτό το τμήμα του πλανήτη, με τρόπο δύσκολο να προβλεφθεί".
Αναμείνατε ο άμεσος κίνδυνος να είναι περιφερειακός - στη Νότια και Κεντρική Ασία - καθώς η γεωγραφία και οι δυνατότητες περιορίζουν την αρχική ζημία. Τα κινεζικά συμφέροντα στο Πακιστάν έχουν ήδη πληγεί. Τον Απρίλιο, παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη έξω από πολυτελές ξενοδοχείο το οποίο φιλοξενούσε τον πρέσβη του Πεκίνου στην Κουέτα, όχι μακριά από τα προπύργια των Ταλιμπάν στο νότιο Αφγανιστάν. Την επίθεση ανέλαβε το κίνημα Tehrik-i-Taliban Pakistan ή πιο απλά οι Πακιστανοί Ταλιμπάν, μια χαλαρής οργανωτικής δομής τρομοκρατική ομάδα η οποία διατηρεί δεσμούς με την Αλ Κάιντα και η οποία εδρεύει στα τεράστιας έκτασης σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν.
Τον περασμένο μήνα, έκρηξη βόμβας σε λεωφορείο το οποίο ταξίδευε προς φράγμα και υδροηλεκτρικό έργο στο Ντάσου, κοντά στα σύνορα του Πακιστάν με την Κίνα, σκότωσε 12 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων εννέα Κινέζους πολίτες. Κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη, ωστόσο το Πεκίνο ανησύχησε τόσο πολύ που κάλεσε και φιλοξένησε εκπροσώπους των Ταλιμπάν για συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών Wang Yi. Το διακύβευμα εδώ είναι 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα στον Οικονομικό Διάδρομο Κίνας-Πακιστάν, κρίσιμο μέρος της ευρύτερης πρωτοβουλίας του προέδρου Σι Τζινπίνγκ "Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος", καθώς και σημαντικά κινεζικά εξορυκτικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν.
Ενώ αυτή δεν ήταν η πρώτη επίσκεψη των Ταλιμπάν στην Κίνα, οι ανώτατες θέσεις των Κινέζων εκπροσώπων στις συνομιλίες ήταν άνευ προηγουμένου, όπως και το ίδιο το δημόσιο μήνυμα ότι το Πεκίνο αναγνωρίζει τους Ταλιμπάν ως νόμιμη πολιτική δύναμη, αναφέρει ο Yun Sun, διευθυντής του προγράμματος Κίνας στο think tank Stimson Center, σε δοκίμιο για την πλατφόρμα εθνικής ασφάλειας War on the Rocks. Αφού φωτογραφήθηκε με τον συνιδρυτή και αναπληρωτή ηγέτη της οργάνωσης, μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, ο Wang περιέγραψε τους Ταλιμπάν ως "μια κρίσιμης σημασίας στρατιωτική και πολιτική δύναμη στο Αφγανιστάν, η οποία αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ειρήνευσης, συμφιλίωσης και ανοικοδόμησης της χώρας".
Εκείνο που ζητεί το Πεκίνο ως αντάλλαγμα είναι οι Ταλιμπάν να τηρήσουν τη δέσμευσή τους να διακόψουν όλους τους δεσμούς με τρομοκρατικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των Πακιστανών Ταλιμπάν και του Ισλαμικού Κινήματος Ανατολικού Τουρκεστάν (οργάνωση την οποία το Πεκίνο κατηγορεί για αναταραχές στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ και την οποία η Ουάσινγκτον αφαίρεσε από τη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων τον Οκτώβριο, αφού διαπίστωσε ότι δεν υφίστανται αξιόπιστα στοιχεία ότι εξακολουθεί να υπάρχει).
Οποιεσδήποτε περαιτέρω επιθέσεις σε Κινέζους υπηκόους οι οποίοι εργάζονται στη Νότια Ασία, ανεξάρτητα από το αν έχει ως πηγή τους Ταλιμπάν ή άλλες δυνάμεις οι οποίες επιχειρούν με την ευλογία τους, θα επηρεάσουν αναμφίβολα τους μελλοντικούς δεσμούς των δύο πλευρών, αν και δεν είναι σαφές τι ακριβώς θα έπραττε η Κίνα ως αντίποινα.
Σχεδόν αναπόφευκτη η διεθνής κλιμάκωση των τρομοκρατικών επιθέσεων
Χωρίς καμία σημαντική πολιτική ή διπλωματική πίεση η οποία να αμβλύνει την στρατιωτική και πολιτική προέλαση των Ταλιμπάν ή να περιορίζει τις ομάδες που λειτουργούν στη σκιά τους, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα - ιδιαίτερα βέβαια αποδυναμωμένης, 20 χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν για να καταστρέψουν την ίδια και τους Ταλιμπάν οι οποίοι την φιλοξενούσαν - το θέμα δεν είναι το εάν, αλλά το πότε θα υπάρξει μια έξαρση νέων τρομοκρατικών επιθέσεων.
Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα έντονος για τις έξι χώρες οι οποίες συνορεύουν με το Αφγανιστάν. Πέρα από την Κίνα, σε αυτές περιλαμβάνονται το Ιράν και το Πακιστάν - καθώς και η γειτονική Ινδία, η οποία θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη μοναδική επαρχία της με μουσουλμανική πλειοψηφία, το Κασμίρ (που έχει αποτελέσει αφορμή για δύο από τους πολέμους της με το Πακιστάν) για μια πιθανή αναζωπύρωση της βίας. Η Ρωσία θα ανησυχεί σίγουρα για τις επιπτώσεις στο Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Τατζικιστάν και τυχόν τρομοκρατική "αναθέρμανση" στο ίδιο το έδαφός της.
Υπάρχει βέβαια η πιθανότητα οι μεγάλες δυνάμεις - ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα - να παρέμβουν και να πείσουν τους συμμάχους και φίλους τους να τερματίσουν τις εχθροπραξίες. Ωστόσο οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί από τότε που οι ΗΠΑ και οι Ταλιμπάν κατέληξαν στη συμφωνία τους τον περασμένο Φεβρουάριο και θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
Μια εκτεταμένη διεθνής αδράνεια είναι πιο πιθανή. Ας κοιτάξει κανείς τη Συρία. Μετά από μια δεκαετία πολέμου και σημαντικές επενδύσεις των ΗΠΑ σε χρήματα, στρατιωτική εμπλοκή και πολιτικό κεφάλαιο, ο Μπασάρ αλ Άσαντ εξακολουθεί να είναι πρόεδρος. Η χώρα έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό εσωτερικά εκτοπισμένων (6,7 εκατομμύρια) στον κόσμο, ενώ 6,6 εκατομμύρια Σύροι πρόσφυγες συντηρούνται κυρίως στον Λίβανο, την Τουρκία και την Ιορδανία. Η απειλή από τις τρομοκρατικές ομάδες οι οποίες δραστηριοποιούνται στη Συρία και γύρω από αυτήν, καθώς και η χρήση και διάδοση χημικών όπλων, παραμένει μια πραγματική ανησυχία. Το ίδιο συμβαίνει και με την τάση της συγκεκριμένης σύγκρουσης να αποτελεί σημείο αναφοράς για διάφορους εξωτερικούς "παίκτες", όπως η Ρωσία, η Τουρκία, το Ισραήλ και το Ιράν.
Θέμα χρόνου
Για το Αφγανιστάν, η επερχόμενη ανησυχία θα αφορά την πιθανότητα να ξαναρχίσουν να συρρέουν εκεί ξένοι μαχητές από όλο τον κόσμο. Αντάρτες από άλλες χώρες βρίσκονται ήδη στο αφγανικό έδαφος, ωστόσο πρόκειται κυρίως για μαχητές από γειτονικά κράτη. Μόλις αρχίσουν να καταφθάνουν εκεί από πιο μακρινούς προορισμούς, η πιθανότητα να εξαπλωθούν οι επιθέσεις πολύ ευρύτερα θα αυξηθεί κατακόρυφα.
Ο Husain Haqqani, πρώην πρεσβευτής του Πακιστάν στην Ουάσινγκτον και τώρα διευθυντής για τη Νότια και την Κεντρική Ασία στο Ινστιτούτο Hudson, σημειώνει ότι οι Ταλιμπάν παραμένουν συνδεδεμένοι με την Αλ Κάιντα και άλλες διεθνείς τρομοκρατικές ομάδες από ιδεολογία, κοινά οικονομικά συμφέροντα και δεσμούς εκπαίδευσης, ακόμη και γάμους. "Δεδομένου ότι οι τζιχαντιστές δεν ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για τα διεθνώς αναγνωρισμένα κρατικά σύνορα και θεωρούν την τρέχουσα παγκόσμια τάξη αντι-ισλαμική, είναι θέμα χρόνου να στραφούν ξανά κατά της Ευρώπης και των ΗΠΑ", εκτιμά.
Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει καλό τέλος. Εάν οι μεγάλες δυνάμεις δεν κάνουν περισσότερα από το να κρατούν τη συλλογική τους "αναπνοή", απλώς ελπίζοντας για το καλύτερο, η συνέπεια της αδιαφορίας τους θα γίνει αισθητή πολύ πέρα από τα σύνορα του Αφγανιστάν.