Οι εικόνες από την Ελλάδα μας είναι θλιβερές. Οι μάχες των πυροσβεστών, τα δάση που χάνονται στην Εύβοια, η πολιορκημένη Αρχαία Ολυμπία, η Βαρυμπόμπη, η Μεσσηνία, οι απεγκλωβισμοί, οι άνθρωποι που με κουβάδες προσπαθούν να σώσουν τις αυλές τους. Ακόμα ένα καλοκαίρι μπροστά σε πυρκαγιές τεραστίων διαστάσεων, ακόμα ένας χρόνος που γεννά την απορία: Έχουμε ακόμα δέντρα για κάψιμο; Έχουμε, αν και η ερημοποίηση προχωρά ταχέως και κάθε φορά καίγονται χιλιόμετρα βλάστησης σε Ελλάδα και Κύπρο. Δεν δείχνουμε να είμαστε μακριά από την εποχή που ολόκληρες περιοχές θα χαρακτηρίζονται «μη βιώσιμες» σαν τις ερήμους της Ασίας και της Αφρικής κι ας νομίζουμε πως πρόκειται για αποκυήματα φαντασίας.
Μπορεί κάθε φορά που καίγονται δάση του τόπου μας να δείχνουμε έκπληκτοι ή να επικροτούμε χαζοχαρούμενα σχόλια πολιτικών ηγετών, αλλά τα άγρια βασανιστήρια που διαπράττονται εις βάρος του περιβάλλοντος δεν είναι «φυσική καταστροφή» και έχουν να κάνουν –αναντίλεκτα– με τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η σχέση ανάπτυξης-περιβάλλοντος, σε συνάρτηση με την εξέλιξη του ανυπόφορα παρασιτικού μοντέλου της Ελλάδας και της Κύπρου. Ειδικά στην Κύπρο, είναι εμφανές πως στο δίλημμα «ουρανοξύστες ή δάση», οι τελευταίες κυβερνήσεις επέλεξαν το πρώτο, αφήνοντας το δεύτερο υπό την αίρεση του κάθε χρόνο και χειρότερου καύσωνα ή μερικών ανθρώπων στο Τμήμα Δασών που τολμούν να λειτουργήσουν έξω από το κουτί για την προστασία του περιβάλλοντος.
Κι όλα αυτά, ενώ με λίγο μυαλό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό ότι δεν υπάρχει αρμονική σχέση αλόγιστης οικοδομικής ανάπτυξης και περιβάλλοντος, ειδικά σε ένα νησί σαν την Κύπρο και με τις θερμοκρασίες που αυξάνονται κάθε καλοκαίρι και με ένα κλίμα που γίνεται ασφυκτικό για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι, λοιπόν, τόσο απλό ώστε να πλαισιώνεται με τον όρο «φυσική καταστροφή», κάθε φορά που χάνουμε πνεύμονες φύσης: Στην πολύτιμη Εύβοια, στη Μακεδονία, στην Αττική, στη Σολιά, στον Αρακαπά –αύριο στον Μαχαιρά που ακόμα αντέχει; Δεν είναι άμοιροι ευθυνών όσοι θαρρούν πως καταλαβαίνουν τον όρο «κλιματική αλλαγή» και διαλαλούν πως κάνουν κάτι στα διεθνή φορά, την ώρα που οι συνεργάτες τους αναζητούν επενδυτές για να γεμίσουν τους ουρανοξύστες της Λεμεσού –«καίω τα δάση κτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες / σ’ ένα κλουβί γραφείο σαν αγρίμι, παίζω ατέλειωτο βουβό ταξίμι».
Δεν υπάρχει αρμονική σχέση, ξεχάστε το. Η τσιμεντοποίηση των πόλεων προσβάλλει και τα χωριά, τα βουνά, τις παραλίες και η ερημοποίηση δεν είναι μακριά. Όσο κι αν σε κάθε προεκλογικό πρόγραμμα υπάρχει κι ένα υποκεφάλαιο για επιστροφή των ανθρώπων στα χωριά και στη γεωργία κι όσο κι αν οι άρχοντες θεωρούν πως η υπερθέρμανση αφορά άλλες περιοχές του πλανήτη και όχι τη μικρή Κύπρο, στις πόλεις της οποίας δεν έμεινε δέντρο απείραχτο. Αυτό απαιτεί το παρασιτικό μοντέλο ανάκαμψης, με το οποίο μας βασανίζουν σε περιόδους κρίσης και το οποίο θα προτάξουν ως «κέρδος» πριν τις επόμενες εκλογές. Φανερά αποδεσμευμένοι από το χώμα και τη γη, από τα δάση και τη φύση, τόσο αναγκαία για την επιβίωση των ανθρώπων. Φανερά αλαζονικοί, δεξιοαριστεροκεντρώοι, υπερόπτες και υπόλογοι σε όσους θέλουν να φτιάξουν νέο Ντουμπάι στη Λεμεσό. 43 βαθμοί στο Ντουμπάι, 44 στη Λευκωσία. Νενικήκαμεν!
Υ.Γ.: Στις 6 Αυγούστου 1974, μετά από άνιση μάχη εναπομείναντων στρατιωτών εκεί, οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Καραβά και τη Λάπηθο. Οι γιαγιάδες μας, που έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους στους τέσσερις τσιμεντένιους τοίχους της Λευκωσίας, δεν αποδεσμεύτηκαν ποτέ από τη γη τους. Σκέφτονταν, ακόμα και στα τελευταία χρόνια της άνοιας, τα «δεντρά», τις ελιές και τις λεμονιές, το πότισμα, σαν να ήταν κι αυτά παιδιά τους. Δεν καταλάβαιναν τη σημασία του «εμπορικού κέντρου» ή της νέας τσιμεντένιας Πλατείας Ελευθερίας, την καταστροφή δασών για οικοδομικές αναπτύξεις ή τις παρανομίες για τα ξενοδοχεία του Πρωταρά και του Λατσιού. Δεν άνοιγαν ούτε τις κουρτίνες και προτιμούσαν να βλέπουν τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Καραβά, το σπίτι που ολοκληρωνόταν με ένα χωράφι στην πίσω αυλή, παρά τα άθλια κτήρια της μείζονος Λευκωσίας. Γη και Ελευθερία.