Από: menshouse.gr
Αν και έγινε γνωστή κυρίως μέσα από τους ρόλους της στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, έζησε μια ζωή που δεν είχε πάντα ευχάριστες καταστάσεις, όπως αυτές που περιγράφονταν στις ταινίες της Φίνος Φιλμς, στις οποίες συμμετείχε.
Άλλωστε η ζωή δεν άργησε να δείξει το σκληρό πρόσωπό της στην πανέμορφη πρωταγωνίστρια η οποία δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει τον πατέρα της αφού εκείνος πέθανε μόλις λίγες ημέρες μετά την γέννησή της. Η μικρή Καλλιόπη (όπως ήταν το βαφτιστικό της) Λάσκου ξεκινούσε, λοιπόν, με ένα τεράστιο ψυχικό βάρος που έπρεπε να σηκώσει.
Αντίστοιχη ήταν και η ευθύνη που έπεσε πάνω στους ώμους της μητέρας της η οποία κλήθηκε να παίξει τον ρόλο και των δύο γονιών και συχνά γινόταν υπερπροστατευτική κυρίως λόγου των φόβων της για την κοινωνία και τον κόσμο του θεάματος.
Ήδη από την ηλικία των 13 ετών η παρουσία της έγινε αντιληπτή από τον Νίκο Κούνδουρο που την ξεχώρισε ανάμεσα σε πολλά άλλα κορίτσια και την ήθελε για ένα ρόλο στην ταινία «Δάφνις και Χλόη», από τον τίτλο της οποίας εμπνεύστηκε και το καλλιτεχνικό όνομά της. Εκτός από… νονός, ο σκηνοθέτης είχε και μία ιδέα ακόμη που αποδείχτηκε ιδιαίτερα έξυπνη. Την προέτρεψε να βάψει τα μαλλιά της ξανθά, όπως κι έγινε, με αποτέλεσμα να «γεννηθεί» η ενζενί που αργότερα μαγνήτιζε όλα τα ανδρικά βλέμματα.
Για τον ρόλο της Χλόης έκανε αμέτρητα δοκιμαστικά, πρόβες αλλά και φωτογραφίσεις. Όμως τα γυρίσματα άργησαν να ξεκινήσουν και με την Χλόη Λιάσκου στην εφηβεία, όταν τελικά ο Κούνδουρος αποφάσισε να γυρίσει την ταινία (που βγήκε στον αέρα ως Μικρές Αφροδίτες) εκείνη ήταν ήδη αρκετά μεγάλη με συνέπεια να μην πάρει τον ρόλο.
Ωστόσο αυτή η ατυχής συγκυρία δεν στάθηκε αρκετή για να της κόψει τον δρόμο για αυτό που ήθελε να κάνει. Έτσι, τρία χρόνια αργότερα, όταν ήταν μόνο 16 ετών, κάνει το ντεμπούτο της στο θρυλικό φιλμ «Νόμος 4000». Μάλιστα, επειδή ήταν ανήλικη, στα γυρίσματα εμφανιζόταν πάντα συνοδευόμενη από την μητέρα της η οποία παράλληλα εκτός από τα καθήκοντα κηδεμόνα σε μονογονεϊκή οικογένεια, εκτελούσε και χρέη μάνατζερ, τρόπον τινά.
Τότε η νεαρή Χλόη Λάσκου πήγαινε ακόμη σχολείο και σπούδαζε παράλληλα χορό, όταν την είδε ο Κώστας Βουτσάς και την πρότεινε στον Φίνο. Εκείνη δεν ξεμυαλίστηκε ούτε άφησε τα μυαλά της να πάρουν αέρα από αυτήν την εξέλιξη. Όμως από αυτή την συμμετοχή της στην ταινία, ξύπνησε μέσα της το πάθος της για το σινεμά και την ώθησε να πάρει την απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά με την υποκριτική, με την μητέρα της πάντως να παραμένει ιδιαίτερα σκεπτική αναφορικά με τις επιλογές της.
Νέα ένταση δημιούργησε η απόφαση της Χλόης να σπουδάσει σε δραματική σχολή και ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι μόλις στα 19 χρόνια της αποφάσισε να παντρευτεί τον καθηγητή της στη σχολή –και κατά 17 χρόνια μεγαλύτερό της- Λάμπρο Κωστόπουλο. Ο γάμος έγινε με δικαστική απόφαση (!) και η μητέρα της δεν παρευρέθηκε ποτέ σε αυτόν…
Τα επόμενα χρόνια η ξανθιά καλλίγραμμη ηθοποιός θα παίξει σε φιλμ που έμειναν στην ιστροία του ελληνικού σινεμά όπως το «Κάτι να καίει», τα «Κορίτσια για φίλημα» και το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», ενσαρκώνοντας την πανέμορφη γυναίκα και παίζοντας στο πλευρό των μεγαλύτερων ονομάτων της εποχής.
Όλα φαίνονταν να λειτουργούν υπέροχα για την Χλόη Λιάσκου, που στο μεταξύ με τον σύζυγό της είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Από το 1971 είχε μεταπηδήσει στο θέατρο κατά κύριο λόγο ενσαρκώνοντας και ρόλους διαφορετικούς σε σχέση με εκείνους στο σινεμά, όμως, τα δύσκολα δεν είχαν περάσει οριστικά.
Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα της, θα χάσει ένα παιδί. «Χτύπημα» αδιανόητο για κάθε μητέρα. Το έχασε σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, καθώς έπαθε υποξαιμία στον εγκέφαλο. Ήταν τέσσερα πολύ δύσκολα χρόνια, με κρίσεις και πρωτόγνωρες καταστάσεις που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την νεαρή ηθοποιό, η οποία βρέθηκε σε δρόμους πνευματικών αναζητήσεων, χωρίς πάντως να λιποψυχήσει από αυτό το τραγικό γεγονός. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του παιδιού ήταν ξανά έγκυος…
Το τελευταίο πέρασμά της στον κόσμο του θεάματος ήταν την δεκαετία του ’90, όταν βρέθηκε στην Ελληνική Ραδιοφωνία (1991-1996) παρουσιάζοντας την δική της εκπομπή, πριν αφήσει οριστικά πίσω της τα φώτα, που σχεδόν πάντα «χλώμιαζαν» την στιγμή που εκείνη εμφανιζόταν στο πλατό και με την ομορφιά της σκέπαζε τα πάντα.