Με την σειρά τους, οι ΗΠΑ αντιδρούν διπλωματικά, αλλά η στρατηγική Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, δεν δείχνει προς το παρόν, σημάδια ιδιαίτερης αποδοτικότητας στο παιχνίδι της πολυδιάστατης διαπραγμάτευσης που θέλει να προωθήσει η Άγκυρα.
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΣΧΑΣ-ΑΓΚΥΡΑΣ
Οι μονομερείς ενέργειες στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου οι οποίες παραβιάζουν ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι απαράδεκτες, αναφέρει ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν, προς τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη.
Σε απαντητική του επιστολή προς τον Πρόεδρο της Κύπρου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «έχω διαβάσει με προσοχή την επιστολή σας, ημερομηνίας 14 Μαΐου 2021 που ακολούθησε της άτυπης συνάντησης, 5+ΗΕ, στη Γενεύη, στις 27-29 Απριλίου, 2021, και το μήνυμα της 5ης Ιουλίου 2021, στα οποία εκφράζεται ανησυχία για πιθανή αλλαγή του status quo των Βαρωσίων και για τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε ό,τι αφορά την προοπτική επίτευξης μιας συνολικής, βιώσιμης και δίκαιης λύσης στο Κυπριακό».
Ο Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας υπογραμμίζει ότι «θεωρούμε απαράδεκτες τις μονομερείς ενέργειες που παραβιάζουν τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισημαίνει ακόμα ότι «η Ρωσική Ομοσπονδία στηρίζει με συνέπεια μια λύση στο Κυπριακό, εντός του γνωστού πλαισίου του διεθνούς δικαίου το οποίο έχει τεθεί από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και προνοούν λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με μια διεθνή νομική προσωπικότητα, μια κυριαρχία και μια ιθαγένεια».
Οι απόψεις αυτές του Ρώσου προέδρου ερμηνεύτηκαν στην Αθήνα ως ένα «ηχηρό μήνυμα» προς τον Ταγίπ Ερντογάν, ή και κάτι περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι η Μόσχα έχει συμφέροντα που εμπλέκονται με την κατάσταση στην Κύπρο και με την γενικότερη παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό ως δεδομένο, δεν έχει κάποιον ιδιαίτερο λόγο να αλλάξει την ως τα σήμερα στάση της. Αυτό όμως, δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την Άγκυρα.
Ωστόσο η εικόνα περιπλέκεται αν ληφθούν υπόψιν κάποιες εξελίξεις των προηγούμενων ημερών. Συγκεκριμένα, πριν από τρεις ημέρες ο υπουργός Εμπορίου της Τουρκίας Μεχμέτ Μους, κατά την διάρκεια της συνόδου της 17ης Διακυβερνητικής Κοινής Οικονομικής Επιτροπής (JEC) Ρωσίας-Τουρκίας, υπέγραψε Memorandum of Understanding, με βάση το οποίο οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών θα φτάσουν τα $100 δις.
Το 2020 οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, ήταν περίπου $20 δις, ενώ το 2021 αναμένεται να προσεγγίσουν τα $30 δις. Να σημειωθεί ότι οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας για το 2020, κινήθηκαν περίπου στα $21 δις, ενώ δεν αναμένεται για το 2021 μεγάλη άνοδος.
Η επιδίωξη της Άγκυρας για ισορροπημένη ανάπτυξη του εμπορίου με την Ρωσία, θα βασίζεται στον ενεργειακό τομέα, στην άμυνα, στην γεωργία, στον τουρισμό και στις πρώτες ύλες.
Ασχέτως της ρητορικής για το Κυπριακό, η Μόσχα κινείται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των σχέσεων της με την Άγκυρα, μέσα από οικονομικές συμφωνίες. Αυτή η λογική των frenemies που έχει διαμορφωθεί στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, προς το παρόν, εξακολουθεί να αποδίδει. Ασχέτως αν η αντιπαράθεση για τα θέματα της Συρίας ή της Λιβύης εξακολουθεί να παραμένει ανοικτή.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ
Η στρατηγική του Λευκού Οίκου για τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, έχει επικεντρωθεί σε έναν συγκεκριμένο στόχο: στην διαχείριση των δύσκολων σχέσεων με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αποτραπεί η ενίσχυση των σχέσεων της Άγκυρας με την Μόσχα.
Στις αρχές του χρόνου υπήρχαν στις ΗΠΑ δύο σχολές σκέψης για την διαχείριση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, της σκληρής αντιμετώπισης και της ήπιας αντιμετώπισης. Από αυτές προέκυψε μία άλλη γραμμή που υιοθετήθηκε από την αμερικανική ηγεσία: παρά τις διαφορές με το καθεστώς Ερντογάν που παραμένουν ακέραιες, είναι δυνατόν να υπάρξει μία προσέγγιση και συμφωνία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, η οποία θα αποτρέψει νέες συμφωνίες μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας.
Αυτή την γραμμή προσπάθησε να περάσει ο Τζο Μπάιντεν στον Ταγίπ Ερντογάν κατά την συνάντηση τους στο πλαίσιο της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Η απάντηση της Άγκυρας ήρθε με την υπογραφή του νέου MOU με τη Μόσχα. Πρόκειται για μία κίνηση που διευρύνει το πεδίο διαπραγματευτικών χειρισμών της τουρκικής ηγεσίας, με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον προχώρησε σε διπλωματικές κινήσεις. Ανακοίνωσε ως πρεσβευτή στην Άγκυρα τον Τζεφ Φλέικ. Εκ των σφοδρών επικριτών του Ντόναλντ Τραμπ, ο νέος πρεσβευτής των ΗΠΑ, ήταν μεταξύ των πέντε μελών της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας που είχαν ψηφίσει παλαιότερα κατά της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων που είχε προωθήσει ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ. Ο τελευταίος θεωρεί ότι εκτός από το θέμα της γενοκτονίας, ο Φλέικ χειρίστηκε λανθασμένα και θέματα των σχέσεων ΗΠΑ-Κούβας.
Ταυτόχρονα, προωθείται η υποψηφιότητα του ομογενή Γεωργίου Τσούνη, ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα. Ο Τσούνης έχει βαθιές σχέσεις με το Δημοκρατικό Κόμμα και θα κινηθεί στην γραμμή Μενέντεζ, του οποίου αποτελεί πρόταση.
Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν στην Ουάσιγκτον για αυτές τις δύο υποψηφιότητες, θεωρούν ότι εντάσσονται στην στρατηγική ανάσχεσης της επιρροής της Κίνας στην περιοχή και δευτερευόντως, αυτής της Ρωσίας. Εκτιμάται ότι οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να παρακολουθούν στενά τις τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Συρία και στη Λιβύη. Θεωρείται όμως ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικότερες στις παρεμβάσεις τους, λόγω του ότι οι συγκεκριμένοι πρέσβεις γνωρίζουν καλά την περιοχή.
Για την Ελλάδα, αυτές οι εξελίξεις δεν αλλάζουν ιδιαίτερα τους όρους του παιχνιδιού των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο συνδυασμός της εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης αυτών των σχέσεων παραμένει ως η κυρίαρχη επιλογή.
Σε ότι αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αναμένεται να μπουν σε νέα τροχιά με την υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, το επόμενο διάστημα. Το ζητούμενο εδώ, είναι η συγκεκριμενοποίηση των κερδών της Ελλάδας από αυτά που ζητούν οι ΗΠΑ, που αναδιοργανώνουν την παρουσία τους στην περιοχή.