Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ’ αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου το οποίο επέβαλε την ποινή του θανάτου στους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, καθώς και άλλες ποινές σε κατηγορούμενους για το πραξικόπημα της 21η; Απριλίου 1967.
Του Βαγγέλη Χωραφά
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αντέδρασε άμεσα και με ανακοίνωση της έδειξε ότι αυτές οι ποινές θα μεταβληθούν. Όντως, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 24 Αυγούστου, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια.
Σαν σήμερα, στις 29 Αυγούστου 1975, έπειτα από την ολοκλήρωση της άσκησης «Πτολεμαίος» ¬ της μεγαλύτερης ως τότε στα στρατιωτικά χρονικά της χώρας ¬, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, μιλώντας προς τους 1.000 αξιωματικούς οι οποίοι είχαν συμμετάσχει, είπε μια φράση που την επομένη έγινε πρωτοσέλιδος τίτλος των εφημερίδων: «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια δεσμά».
Ο ίδιος, στην ομιλία του χαρακτήρισε την παρέμβαση του στην υπόθεση, ως «ανορθόδοξη». Μίλησε για «αμετανόητους» μέσα στο στράτευμα-τα περίφημα «σταγονίδια» του Ευάγγελου Αβέρωφ-και τον κυβερνητικό στόχο της αποφυγής «κοινωνικής αταξίας» από την εφαρμογή της απόφασης.
Η τότε αντιπολίτευση εμφανίστηκε απέναντι στην κυβέρνηση διασπασμένη και αναποτελεσματική. Απέφευγε να πάρει θέση για το αν έπρεπε να γίνουν οι εκτελέσεις, μέχρις ότου το ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι πρέπει να εκτελεστούν.
ΤΙ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ
Στις 17 Ιανουαρίου του 1975 η Βουλή ενέκρινε το περίφημο Δ’ Ψήφισμα, με το οποίο διαδήλωνε ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», χαρακτήριζε ως πραξικόπημα την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 (όχι ως επανάσταση που δημιουργεί δίκαιο) κι έτσι άνοιγε τον δρόμο και για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Αμέσως μετά την έκδοση του ψηφίσματος, προφυλακίστηκαν τα ηγετικά στελέχη της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος.
Αυτή ήταν η αφορμή για μια ομάδα πιστών στον Ιωαννίδη αξιωματικών να κινηθούν κατά της κυβέρνησης. Η συνωμοτική κίνηση έγινε γνωστή το απόγευμα της 24ης Φεβρουαρίου του 1975 με κυβερνητική ανακοίνωση, αφού οι φήμες είχαν φουντώσει από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Σε πρώτη φάση συνελήφθησαν 37 αξιωματικοί, οι οποίοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα αποστρατεύθηκαν άλλοι 200 ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί.
Πρόκειται για το γνωστό «πραξικόπημα της πιτζάμας». Ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης σε συναντήσεις σε διαμερίσματα της Αθήνας επιχειρούσαν να μυήσουν κι άλλους πρόθυμους αξιωματικούς στο υπό διαμόρφωση κίνημα τους.
Η τελευταία τους συνάντηση έγινε στις 23 Φεβρουαρίου στη Λάρισα, όταν πια το κίνημα είχε πάρει μορφή και ήταν έτοιμο για δράση. Οι συνωμότες σκόπευαν να καταλάβουν κεντρικές στρατιωτικές μονάδες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, ενώ για την Αθήνα το σχέδιο τους περιλάμβανε και την περικύκλωση της Βουλής με τεθωρακισμένα και την κατάληψη των κτιρίων της ΕΡΤ/ΥΕΝΕΔ. Απώτερος στόχος τους, η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για την παροχή γενικής αμνηστίας στους αξιωματικούς της χούντας, ενώ σε περίπτωση αντίστασης, προβλεπόταν και η σύλληψη πολιτικών και άλλων γνωστών προσώπων της δημόσιας ζωής.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου 1975, οι βρετανικοί Times δημοσίευσαν μία πληροφορία για το τι θα γινόταν στην Κύπρο, εάν ευοδωνόταν το «ιωαννιδικό» κίνημα στην Ελλάδα: η ΕΟΚΑ Β΄ θα έκανε απόπειρα να ανατρέψει τον Μακάριο. Ο ίδιος ο ηγέτης της Κύπρου επιβεβαίωσε την πληροφορία και έδιωξε από την Εθνική Φρουρά 15 Έλληνες φιλο-χουντικούς αξιωματικούς.
Η συνωμοσία των Ιωαννιδικών αξιωματικών αποκαλύφθηκε από ένα δίκτυο νομιμοφρόνων αξιωματικών, που είχε αναπτύξει μέσα στο στράτευμα ο Αβέρωφ, αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Η ευκολία με την οποία εξαρθρώθηκε το κίνημα και η ανάμιξη ενός περιορισμένου αριθμού αξιωματικών, δείχνει ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης επί του κρατικού μηχανισμού και του στρατεύματος έτεινε να παγιωθεί.
Στις 2 Ιουλίου 1975, ο Άρειος Πάγος με βούλευμα, χαρακτήρισε «στιγμιαίο αδίκημα» το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η παραπομπή σε δίκη μόνο των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και όχι των 104 στελεχών της δικτατορίας, περιλαμβανομένων των πρωθυπουργών Κόλλια, Μαρκεζίνη και Ανδρουτσόπουλου.
Η συντεταγμένη πολιτεία απέφυγε να ασκήσει αυτεπάγγελτες μηνύσεις εναντίον των στελεχών της χούντας. Οι σχετικές διώξεις κινήθηκαν από ιδιώτες νομικούς. Κι αυτό μολονότι το Δ΄ Ψήφισμα, που εγκρίθηκε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 1975, διακήρυξε πως «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη» και αποδέχθηκε το προφανές: Ότι η κατάλυσή της ήταν πραξικόπημα.
Τις κυριότερες πρωτοβουλίες ανέλαβαν η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Αποτελέσματα αυτών των «ιδιωτικών» κινήσεων υπήρξαν, τόσο η δίωξη εναντίον των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, όσο και εκείνη σε βάρος των «104». Στις 28 Ιουλίου, ξεκίνησε η δίκη των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967.
ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ
Μετά την απόφαση, η αντιπολίτευση κατηγόρησε, μεταξύ άλλων, την κυβέρνηση ότι δέχτηκε πιέσεις από το εξωτερικό για την μετατροπή των ποινών.
Η αλήθεια είναι ότι το καλοκαίρι του 1975 δύο Αμερικανοί γερουσιαστές, βρέθηκαν στην Ελλάδα και φαίνεται να εξέφρασαν απόψεις για ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Thomas Eagleton και ο Claiborne Pell, στελέχη και οι δύο των Δημοκρατικών, είχαν εμπλοκή στις ελληνικές υποθέσεις, ιδίως ο πρώτος, ως εισηγητής του πρώτου εμπάργκο όπλων στην Τουρκία για την εισβολή στην Κύπρο.
Οι κατηγορίες που ακούστηκαν ότι υπήρχαν μυστικές δεσμεύσεις κατά την παράδοση της εξουσίας από την χούντα, για μη άσκηση σκληρών διώξεων από την κυβέρνηση, δεν φαίνεται να είχαν κάποια υπόσταση.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσα από την στρατηγική του εξευρωπαϊσμού και της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ που ακολουθούσε, θεωρούσε ότι οι εκτελέσεις δεν ταίριαζαν στην εικόνα μιας ευρωπαϊκής χώρας.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, η δικτατορία πέρασε γρήγορα στο απόλυτο πολιτικό περιθώριο.
Από τους καταδικασθέντες χουντικούς, κάποιοι πέθαναν στην φυλακή και κάποιοι κατάφεραν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, κάνοντας χρήση των διατάξεων περί ανηκέστου βλάβης της υγείας, που προβλέπονταν από τον Ποινικό Κώδικα.
Στην πραγματικότητα το «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» δεν ίσχυσε ποτέ πλήρως. Ζώντος ακόμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε εν πολλοίς, καταστρατηγηθεί.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο τότε πρωθυπουργός καταλάβαινε ότι ασχέτως της περιθωριοποίησης της δικτατορίας, υπήρχε ένα ακροδεξιό ρεύμα μέσα στην κοινωνία, στο οποίο δεν έπρεπε να δοθούν επιχειρήματα για να αυξήσει την επιρροή του. Αυτό έγινε σαφές στις εκλογές του 1977, όταν η Εθνική Παράταξη με επικεφαλής τον Στέφανο Στεφανόπουλο πήρε 6,82%, 5 έδρες και 350.000 ψήφους.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έγινε μια από τις γνωστότερες της μεταπολίτευσης.
Του Βαγγέλη Χωραφά
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αντέδρασε άμεσα και με ανακοίνωση της έδειξε ότι αυτές οι ποινές θα μεταβληθούν. Όντως, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 24 Αυγούστου, οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια.
Σαν σήμερα, στις 29 Αυγούστου 1975, έπειτα από την ολοκλήρωση της άσκησης «Πτολεμαίος» ¬ της μεγαλύτερης ως τότε στα στρατιωτικά χρονικά της χώρας ¬, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, μιλώντας προς τους 1.000 αξιωματικούς οι οποίοι είχαν συμμετάσχει, είπε μια φράση που την επομένη έγινε πρωτοσέλιδος τίτλος των εφημερίδων: «Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια δεσμά».
Ο ίδιος, στην ομιλία του χαρακτήρισε την παρέμβαση του στην υπόθεση, ως «ανορθόδοξη». Μίλησε για «αμετανόητους» μέσα στο στράτευμα-τα περίφημα «σταγονίδια» του Ευάγγελου Αβέρωφ-και τον κυβερνητικό στόχο της αποφυγής «κοινωνικής αταξίας» από την εφαρμογή της απόφασης.
Η τότε αντιπολίτευση εμφανίστηκε απέναντι στην κυβέρνηση διασπασμένη και αναποτελεσματική. Απέφευγε να πάρει θέση για το αν έπρεπε να γίνουν οι εκτελέσεις, μέχρις ότου το ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι πρέπει να εκτελεστούν.
ΤΙ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ
Στις 17 Ιανουαρίου του 1975 η Βουλή ενέκρινε το περίφημο Δ’ Ψήφισμα, με το οποίο διαδήλωνε ότι «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη», χαρακτήριζε ως πραξικόπημα την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 (όχι ως επανάσταση που δημιουργεί δίκαιο) κι έτσι άνοιγε τον δρόμο και για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Αμέσως μετά την έκδοση του ψηφίσματος, προφυλακίστηκαν τα ηγετικά στελέχη της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Μιχαήλ Ρουφογάλης, Ιωάννης Λαδάς, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος και Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος.
Αυτή ήταν η αφορμή για μια ομάδα πιστών στον Ιωαννίδη αξιωματικών να κινηθούν κατά της κυβέρνησης. Η συνωμοτική κίνηση έγινε γνωστή το απόγευμα της 24ης Φεβρουαρίου του 1975 με κυβερνητική ανακοίνωση, αφού οι φήμες είχαν φουντώσει από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Σε πρώτη φάση συνελήφθησαν 37 αξιωματικοί, οι οποίοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα αποστρατεύθηκαν άλλοι 200 ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί.
Πρόκειται για το γνωστό «πραξικόπημα της πιτζάμας». Ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγματάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης σε συναντήσεις σε διαμερίσματα της Αθήνας επιχειρούσαν να μυήσουν κι άλλους πρόθυμους αξιωματικούς στο υπό διαμόρφωση κίνημα τους.
Η τελευταία τους συνάντηση έγινε στις 23 Φεβρουαρίου στη Λάρισα, όταν πια το κίνημα είχε πάρει μορφή και ήταν έτοιμο για δράση. Οι συνωμότες σκόπευαν να καταλάβουν κεντρικές στρατιωτικές μονάδες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, ενώ για την Αθήνα το σχέδιο τους περιλάμβανε και την περικύκλωση της Βουλής με τεθωρακισμένα και την κατάληψη των κτιρίων της ΕΡΤ/ΥΕΝΕΔ. Απώτερος στόχος τους, η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση για την παροχή γενικής αμνηστίας στους αξιωματικούς της χούντας, ενώ σε περίπτωση αντίστασης, προβλεπόταν και η σύλληψη πολιτικών και άλλων γνωστών προσώπων της δημόσιας ζωής.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 27 Φεβρουαρίου 1975, οι βρετανικοί Times δημοσίευσαν μία πληροφορία για το τι θα γινόταν στην Κύπρο, εάν ευοδωνόταν το «ιωαννιδικό» κίνημα στην Ελλάδα: η ΕΟΚΑ Β΄ θα έκανε απόπειρα να ανατρέψει τον Μακάριο. Ο ίδιος ο ηγέτης της Κύπρου επιβεβαίωσε την πληροφορία και έδιωξε από την Εθνική Φρουρά 15 Έλληνες φιλο-χουντικούς αξιωματικούς.
Η συνωμοσία των Ιωαννιδικών αξιωματικών αποκαλύφθηκε από ένα δίκτυο νομιμοφρόνων αξιωματικών, που είχε αναπτύξει μέσα στο στράτευμα ο Αβέρωφ, αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Η ευκολία με την οποία εξαρθρώθηκε το κίνημα και η ανάμιξη ενός περιορισμένου αριθμού αξιωματικών, δείχνει ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης επί του κρατικού μηχανισμού και του στρατεύματος έτεινε να παγιωθεί.
Στις 2 Ιουλίου 1975, ο Άρειος Πάγος με βούλευμα, χαρακτήρισε «στιγμιαίο αδίκημα» το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η παραπομπή σε δίκη μόνο των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και όχι των 104 στελεχών της δικτατορίας, περιλαμβανομένων των πρωθυπουργών Κόλλια, Μαρκεζίνη και Ανδρουτσόπουλου.
Η συντεταγμένη πολιτεία απέφυγε να ασκήσει αυτεπάγγελτες μηνύσεις εναντίον των στελεχών της χούντας. Οι σχετικές διώξεις κινήθηκαν από ιδιώτες νομικούς. Κι αυτό μολονότι το Δ΄ Ψήφισμα, που εγκρίθηκε στη Βουλή τον Ιανουάριο του 1975, διακήρυξε πως «η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη» και αποδέχθηκε το προφανές: Ότι η κατάλυσή της ήταν πραξικόπημα.
Τις κυριότερες πρωτοβουλίες ανέλαβαν η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Αποτελέσματα αυτών των «ιδιωτικών» κινήσεων υπήρξαν, τόσο η δίωξη εναντίον των πρωταιτίων του πραξικοπήματος, όσο και εκείνη σε βάρος των «104». Στις 28 Ιουλίου, ξεκίνησε η δίκη των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου 1967.
ΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ
Μετά την απόφαση, η αντιπολίτευση κατηγόρησε, μεταξύ άλλων, την κυβέρνηση ότι δέχτηκε πιέσεις από το εξωτερικό για την μετατροπή των ποινών.
Η αλήθεια είναι ότι το καλοκαίρι του 1975 δύο Αμερικανοί γερουσιαστές, βρέθηκαν στην Ελλάδα και φαίνεται να εξέφρασαν απόψεις για ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Thomas Eagleton και ο Claiborne Pell, στελέχη και οι δύο των Δημοκρατικών, είχαν εμπλοκή στις ελληνικές υποθέσεις, ιδίως ο πρώτος, ως εισηγητής του πρώτου εμπάργκο όπλων στην Τουρκία για την εισβολή στην Κύπρο.
Οι κατηγορίες που ακούστηκαν ότι υπήρχαν μυστικές δεσμεύσεις κατά την παράδοση της εξουσίας από την χούντα, για μη άσκηση σκληρών διώξεων από την κυβέρνηση, δεν φαίνεται να είχαν κάποια υπόσταση.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσα από την στρατηγική του εξευρωπαϊσμού και της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ που ακολουθούσε, θεωρούσε ότι οι εκτελέσεις δεν ταίριαζαν στην εικόνα μιας ευρωπαϊκής χώρας.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, η δικτατορία πέρασε γρήγορα στο απόλυτο πολιτικό περιθώριο.
Από τους καταδικασθέντες χουντικούς, κάποιοι πέθαναν στην φυλακή και κάποιοι κατάφεραν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, κάνοντας χρήση των διατάξεων περί ανηκέστου βλάβης της υγείας, που προβλέπονταν από τον Ποινικό Κώδικα.
Στην πραγματικότητα το «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» δεν ίσχυσε ποτέ πλήρως. Ζώντος ακόμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχε εν πολλοίς, καταστρατηγηθεί.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο τότε πρωθυπουργός καταλάβαινε ότι ασχέτως της περιθωριοποίησης της δικτατορίας, υπήρχε ένα ακροδεξιό ρεύμα μέσα στην κοινωνία, στο οποίο δεν έπρεπε να δοθούν επιχειρήματα για να αυξήσει την επιρροή του. Αυτό έγινε σαφές στις εκλογές του 1977, όταν η Εθνική Παράταξη με επικεφαλής τον Στέφανο Στεφανόπουλο πήρε 6,82%, 5 έδρες και 350.000 ψήφους.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή έγινε μια από τις γνωστότερες της μεταπολίτευσης.
Η φράση χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, αλλά συνοδεύεται πάντα από ερωτηματικό.
---
*O Βαγγέλης Χωραφάς, διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής https://www.geoeurope.org/, δημοσιεύει καθημερινά πρωτοτυπα άρθρα και αναλύσεις και στην προσωπική του σελίδα στο facebook (https://www.facebook.com/vangelis.chorafas).