Από: defence-point.gr
Αν και μέχρι σήμερα η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι τα μικρά και μεσαίου μεγέθους πυροσβεστικά αεροσκάφη μπορούν να επιχειρήσουν με αποτελεσματικότητα στο μορφολογικό τοπίο της Ελλάδας, οι πρόσφατες πυρκαγιές στο Μάτι, στην Σταμάτα, στην Πάτρα και σήμερα στην Βαρυμπόμπη ανατρέπουν τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα.
Οι φωτιές πλέον ξεσπούν εντός οικιστικών περιοχών που έχουν αναπτυχτεί μέσα σε δάση, ενώ η καύσιμη ύλη των ελληνικών δασών έχει αυξηθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου.
Όπως αποδείχτηκε στις πρόσφατες φωτιές στην Αττική και στην Αχαία, η συνδρομή των αεροσκαφών στην κατάσβεση των πυρκαγιών ήταν καταλυτική. Αυτό όμως που έκανε τη διαφορά ήταν η συμμετοχή του αεροσκάφους Be-200ES το οποίο με τους 12 τόνους νερό που μπορεί να μεταφέρει συνέβαλε στην ταχύτατη αντιμετώπιση της απειλής σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αεροσκάφη που χρησιμοποιήθηκαν στην κατάσβεση.
Με απλά λόγια η ταχύτατη και μαζική ρίψη δεκάδων τόνων νερού σε σύντομο χρονικό διάστημα αποδείχτηκε σωτήρια τουλάχιστον στην φωτιά στην Σταμάτα και αυτό διότι μπορεί τα μεσαίου μεγέθους πυροσβεστικά αεροσκάφη να έχουν την ικανότητα να ελίσσονται και να επιχειρούν στο ορεινό και σύνθετο περιβάλλον της Ελλάδας, όμως οι μεγάλες και καταστροφικές πυρκαγιές συνήθως συμβαίνουν σε πεδινές περιοχές πλησίον οικισμών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η παρουσία αριθμού μεγάλων πυροσβεστικών μπορεί να είναι καταλυτική εξαιτίας των λόγων που προαναφέρθηκαν, ταχύτητα μεγάλο φορτίο και πολλαπλές ρίψεις ανα ώρα εφόσον η θάλασσας δεν βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση από την πυρκαγιά.
Αυτή την περίοδο σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχει μόνο ένα αμφίβιο πυροσβεστικό αεροσκάφος σε υπηρεσία και παραγωγή το ρωσικό Be-200ES η διαχρονική αξιοποίηση του οποίου από την Ελλάδα ενδεχομένως να παρουσιάζει προβλήματα λόγω της αυξημένης ζήτησης που υπάρχει για τις υπηρεσίας του συγκεκριμένου αεροσκάφους από πολλές χώρες.
Από την άλλη πλευρά η αγορά από την Ελλάδα αριθμού αεροσκαφών Be-200ES μπορεί να αντιμετωπίσει πολιτικά εμπόδια λόγω των τεταμένων σχέσεων Ευρώπης με τη Ρωσία.
Όμως εκτός από το ρωσικό αεροσκάφος η διεθνής αεροναυπηγική βιομηχανία έχει να επιδείξει ένα ακόμη μεγάλο αμφίβιο αεροσκάφος που δεν κατασκευάζεται από ρωσική ή κινεζική εταιρεία και το οποίο μπορεί να πιστοποιηθεί για την πραγματοποίηση αποστολών αεροπυρόσβεσης.
Πρόκειται για το ιαπωνικό αεροσκάφος US-2 της εταιρείας ShinMaywa το οποίο μπορεί να μεταφέρει σε οκτώ δεξαμενές κατόπιν πιστοποίησης 15 τόνους νερού (σχεδόν τετραπλάσιο της ικανότητας των Canadair). Το αεροσκάφος βρίσκεται σε υπηρεσία στο Ιαπωνικό Ναυτικό και χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση αποστολών Έρευνάς και Διάσωσης. Όμως η κατασκευάστρια εταιρεία έχει πραγματοποιήσει μελέτη για την μετατροπή του και πιστοποίηση του για την πραγματοποίηση αποστολών αεροπυρόσβεσης.
Το αεροσκάφος είναι εξοπλισμένο με τέσσερις πανίσχυρους κινητήρες turboprop Rolls-Royce AE 2100J με απόδοση 4.592 ίππων έκαστος και ενός βοηθητικού κινητήρα turboshaft LHTEC T800 με απόδοση 1.364 ίππων που επιτρέπουν στο αεροσκάφος να κάνει υδροληψία με κυματισμό μέχρι και 3 μέτρα και να ίπταται με ταχύτητα πλεύσης 480 χλμ/ώρα και μέγιστη ταχύτητα 560 χλμ/ώρα.
Η εμβέλεια του αεροσκάφους φτάνει τα 4.700 χλμ και έχει επιχειρησιακή αυτονομία αρκετά μεγάλη, ώστε το αεροσκάφος να μπορεί να ρίξει 400 τόνους νερό δηλαδή 27 περίπου αποστολές ρίψης, έως ότου χρειαστεί να επιτρέψει στην βάση του για ανεφοδιασμό.
Ουσιαστικά το ιαπωνικό αεροσκάφος μπορεί να δημιουργήσει μαζικά σε σύντομο χρονικό διάστημα “υδροκουρτίνες” οριοθετώντας την φωτιά και ακολούθως να περιορίσει την έντασή της καταστέλλοντας αυτήν σταδιακά. Για πρώτη φορά η ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρθηκε για το ιαπωνικό αεροσκάφος μετά την πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 χωρίς όμως να υπάρξει συνέχεια.
Το σχέδιο περιελάμβανε την πιστοποίηση του αεροσκάφους ως πυροσβεστικό κάτι που μπορεί να γίνει μέσα σε ένα χρόνο και την μετατροπή και πιστοποίηση τουλάχιστον τεσσάρων άμεσα διαθέσιμων μεταχειρισμένων αεροσκαφών του Ιαπωνικού Ναυτικού από την ΕΑΒ με ρυθμό ένα αεροσκάφος ανά 6μηνο.
Εάν το σχέδιο αυτό είχε υιοθετηθεί το 2018 ή το 2019 σήμερα η Πυροσβεστική θα είχε στην διάθεσή της και τα τέσσερα US-2 σε επιχειρησιακή διαθεσιμότητα τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών στην Αχαΐα, στην Σταμάτα και στην Βαρυμπόμπη σε περιοχές δηλαδή κοντά στη θάλασσα και σε ένα περιβάλλον σχετικά εύκολα προσεγγίσιμο για μεγάλά πυροσβεστικά αεροσκάφη.
Όμως τελικά η χώρα μας φαίνεται να προτιμά να δαπανήσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για την αγορά της νέας έκδοσης του CL-415, του CL-515 ενός αεροσκάφους του οποίου το πρωτότυπο ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕΙ (τον Δεκέμβριο του 2020 η κατασκευάστρια Viking ανακοίνωσε αναβολή λόγω πανδημίας) και είναι άγνωστο εάν θα ξεκινήσει η παραγωγή του, αφού η κατασκευάστρια εταιρεία πρέπει να επενδύσει τεράστια ποσά για να στήσει την γραμμή παραγωγής με την προϋπόθεση ότι θα έχει λάβει μια αρκετά μεγάλη αρχική παραγγελία.
Μάλλον εμάς περιμένουν, ενώ αγνοείται προς το παρόν ποιος εκπροσωπεί την εταιρία -που διαδέχθηκε την καναδική Bombardier- στην Ελλάδα… Λίγη διαφάνεια; Λίγη ενημέρωση για το τι είναι το νέο αεροσκάφος, σε τι διαφέρει από το παλιό και σε ποια τιμή θα μας το προμηθεύσουν; Πώς ανακοινώνουμε ότι θα αγοράσουμε κάτι που δεν υπάρχει, ή μάλλον θα υπάρξει υπό την προϋπόθεση τοποθέτησης παραγγελίας; Απλά ερωτήματα, χωρίς να σημαίνει ότι το αεροσκάφος είναι ακατάλληλο.
Κι ας μην ξεγελιόμαστε, τα πυροσβεστικά αεροσκάφη κοστίζουν σχεδόν όσο τα μαχητικά… Επιπροσθέτως, για παράδειγμα, ελικόπτερα που να επιχειρούν σε ρόλους πυρόσβεσης ακόμα και τη νύχτα θα έπρεπε να μας κινήσουν το ενδιαφέρον; Μήπως η απάντηση της Ελλάδας στο πρόβλημα θα έπρεπε να είναι και να φαίνεται περισσότερο οργανωμένη;