Το συγκριτικό πλεονέκτημα αυτής της συμφωνίας, είναι η δυναμική που αποπνέει σε ένα περιβάλλον εξαιρετικής αστάθειας. Πρόκειται για μια εξόχως σημαντική προστιθέμενη αξία, η οποία, σε ότι μας αφορά, δεν θα πρέπει να αναλωθεί σε πανηγυρισμούς και αυταρέσκεια, αλλά να μετουσιωθεί άμεσα σε συγκεκριμένο πολιτικό και άλλο έργο, ικανό να σηματοδοτήσει την αναγκαία μεταστροφή στην στρατηγική σκέψη που κυριαρχεί στην χώρα μας, διότι τα πράγματα πλέον δεν είναι διόλου απλά. Οι ρυθμοί θα αλλάξουν… Οι εξελίξεις επιταχύνονται… Οι προκλήσεις θα κλιμακωθούν… Οι δυνατότητες διευρύνονται, παράλληλα όμως με τις απαιτήσεις αλλά και τους κινδύνους…
Ο στρατηγικός μας σχεδιασμός θα πρέπει επιτέλους να αποκτήσει την ευρύτητα του σχεδιασμού ενός μικρομεσαίου περιφερειακού γεωπολιτικού δρώντα, ο οποίος οφείλει να απογαλακτιστεί οριστικά από την μίζερη και νοσηρή ψυχολογία του δεδομένου που ψάχνει γύρω του φουστάνι για να γραπωθεί, σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας…
Τα παραπάνω, είναι ορισμένα μόνο από τα πολλά σύνθετα και κρίσιμα προβλήματα της επόμενης μέρας. Η αποτελεσματική τους διαχείριση δεν μπορεί να συνεχίσει να επαφίεται στις μίζερες σκέψεις και...
Το πρώτο πράγμα λοιπόν το οποίο οφείλει να κάνει η επικαιροποιημένη Ελληνική στρατηγική σκέψη και οφείλει να το κάνει από κοινού με τους επιτελείς αλλά και με την πολιτική ηγεσία του τόπου, είναι να φροντίσει να «διαβάσει παράλληλα» με την Γαλλία, το περιεχόμενο, τις ευρύτερες στοχεύσεις και κυρίως τις δεσμεύσεις που συνθέτουν την ουσία αυτής της «στρατηγικής εταιρικής σχέσης» και οι οποίες δεσμεύσεις προφανώς είναι αμφίδρομες.
Όταν λοιπόν ο Έλληνας πρωθυπουργός σπεύδει να δηλώσει ότι μέσω ΚΑΙ αυτής της συμφωνίας, «αναπτύσσονται οι αναγκαίες αμυντικές ικανότητες, ώστε η Ευρώπη να μπορεί να ανταποκρίνεται άμεσα σε προκλήσεις, στην ευρύτερη γειτονιά της, όπως στη Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και στο Σαχέλ, όπου το ΝΑΤΟ δεν έχει παρουσία», τότε το ερώτημα που ανακύπτει είναι σαφές: Η Γαλλία προφανώς εξασφάλισε την ανοχή των Αμερικανών και μαζί με την ανοχή, εξασφάλισε και τον αναγκαίο γι’ αυτήν ζωτικό χώρο δράσης σε περιοχές που διατηρεί παραδοσιακά στρατηγικά συμφέροντα (μεταξύ αυτών και το Μαγκρέμπ αλλά και το Σαχέλ). Η Ελλάδα όμως, με ποια ακριβώς στρατηγική επιδιώκει να ενσωματωθεί σε αυτήν την εξίσωση; Ως πρόθυμο παρακολούθημα της Ευρώπης;;; Ως ατελής υπόφυση με ρόλο συμπληρωματικό που προορίζεται να καλύψει (με το απαραίτητο κόστος φυσικά) τα κενά στον ΝΑΤΟικό σχεδιασμό;;; Ή ως ένα δυναμικό συμβαλλόμενο μέρος με επίγνωση του ιστορικού της ρόλου σε μια ευρύτερη περιφερειακή ενότητα στην οποία οφείλει να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστικό;;;
Κατά την γνώμη μας πάντως, όσο η Ελληνική πολιτική ηγεσία δεν συνειδητοποιεί την ανάγκη να παρεμβαίνει με αυτοπεποίθηση στο δυναμικό περιβάλλον αυτής της στρατηγικής σχέσης, ιεραρχώντας και προβάλλοντας την ανάγκη αποκατάστασης των ιστορικών δικαίων, μετατρέποντας ουσιαστικά σε στρατηγική «προίκα» μακράς πνοής, την συνεύρεση της με την Αίγυπτο, την Σαουδική Αραβία κλπ, έχουμε κάθε λόγο να επιμένουμε πως η διαφαινόμενη στρατηγική ανεπάρκεια των κρατούντων, συνιστά μέγα πρόβλημα που επείγει να αντιμετωπιστεί.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την δέουσα σοβαρότητα, χωρίς υπερβολές φυσικά, αλλά σε απόλυτη συνάφεια με τον δυναμισμό που αποπνέει η συγκεκριμένη στρατηγική συμφωνία, είναι η επικοινωνιακή και ευρύτερα η πολιτική της διαχείριση, που θα 'τσούξει" πραγματικά την Τουρκία. Είναι η αναγκαία μεταστροφή η οποία επιβάλλεται να υπάρξει στην πολιτική ρητορική, στην τακτική υπεράσπισης των κανόνων Δικαίου επί του πεδίου και φυσικά στην ανάγκη υιοθέτησης της επιθετικής διπλωματίας στα ζητήματα που σχετίζονται με την Τουρκική προκλητικότητα και αφορούν στην προβολή και υπεράσπιση των Εθνικών μας δικαίων.
Το τρίτο και σημαντικότερο ίσως πρόβλημα - και αυτό αφορά πρωτίστως την Ελλάδα - είναι η ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι «κανένας γάιδαρος δεν είναι δεμένος». Είναι τέτοια η φύση των προκλήσεων… Είναι υπαρκτός και διαρκής ο κίνδυνος των αντιπερισπασμών… Είναι αυξημένη η πιθανότητα εμπλοκής σε περιφερειακά θέατρα συγκρούσεων… Η πιθανότητα παγίδευσης της Ελλάδας ως αδύναμου κρίκου από «συμμαχικά» ανταγωνιστικά συμφέροντα, είναι ενεργή… Για όλους αυτούς και για δεκάδες άλλους λόγους, η ανάγκη περαιτέρω διεύρυνσης αυτής της εταιρικής σχέσης και του βαθέματος των στρατηγικών της χαρακτηριστικών, είναι διαρκής. Η απώτερη στόχευση και ταυτόχρονα η κορυφαία στρατηγική επιτυχία αυτής της προσπάθειας, θα πρέπει κατά την άποψή μας να συγκλίνει σε τρία πράγματα:
- Στο οριστικό και αμετάκλητο ναυάγιο του νεο-οθωμανικού αφηγήματος στην Μεσόγειο. Μέρος αυτής της επιδίωξης, δεν μπορεί παρά να είναι η αποκατάσταση της νομιμότητας στην Κύπρο, η απελευθέρωση και η αποκατάσταση της κρατικής της ενότητας και φυσικά η εκδίωξη και του τελευταίου Τούρκου στρατιώτη από το Κυπριακό έδαφος…
- Στον δραστικό περιορισμό της αφερέγγυας και από κάθε άποψη προβληματικής Βρετανικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή…
- Στην συγκρότηση μιας ευρείας περιφερειακής συμμαχίας, με κορμό τα ιστορικά έθνη της περιοχής, η οποία θα εδραιώσει την γεωπολιτική της υπόσταση στον απόλυτο, υποδειγματικό και χωρίς εξαιρέσεις σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
Η Ελληνογαλλική στρατηγική εταιρική σχέση, στην συγκεκριμένη ιστορική εποχή, είναι μια πολλά υποσχόμενη πρόκληση και η Ελλάδα οφείλει με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση να σηκώσει το γάντι… Ενδεικτικό της αποφασιστικότητας του πολιτικού της προσωπικού να εναρμονίσει τον βηματισμό του με τις απαιτήσεις αυτής της πρόκλησης, είναι μεταξύ άλλων και η συγκρότηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας... χθες.
Και αυτό γιατί η Ελληνογαλλική στρατηγική εταιρική σχέση, δεν είναι μονάχα και δεν είναι κυρίως φρεγάτες Belharra. Είναι ένα ευρύτατο πακέτο προκλήσεων, απαιτήσεων, κινδύνων, δυνατοτήτων και κυρίως στοχεύσεων και οραμάτων που απαιτούν στρατηγική διαχείριση με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα χωρίς κλυδωνισμούς, σε μια πολυσύνθετη σκακιέρα ισχύος που δεν συγχωρεί ολιγωρίες γι' αυτό και απαιτεί άλλης ποιότητας διαχειριστές.