qimono / Pixabay |
Είναι ακόμη γνωστό ότι, σε ένα καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, υπάρχουν και εφαρμόζονται ορισμένοι κανόνες, που αφορούν στην οριοθέτηση της. Όλα αυτά είναι ευκόλως κατανοητά και δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη επεξήγηση. Εκείνα όμως που είναι ακατανόητα και χρήζουν κάποιας ερμηνείας, από τους οικονομολόγους μας, που είναι πολλοί και μάλιστα αρκετοί απ’ αυτούς και διαπρεπείς, είναι δύο οικονομικά “παράδοξα”, ένα παλαιότερο και ένα νεότερο, που συμβαίνουν στη χώρα μας, και αντίκεινται στις βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας.
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Κατά την τελευταία αυτή, δραματική περίοδο της οικονομικής κρίσης, που έπληξε την χώρα μας και όχι μόνον, παρατηρείται το φαινόμενο ότι, ενώ η ζήτηση των αγαθών και της παροχής υπηρεσιών, μειώθηκε δραστικά, λόγω των συνεχών περικοπών των αποδοχών των εργαζομένων και των συνταξιούχων, οι τιμές τους αυξάνονται διαρκώς, κατά παράβαση της βασικής αρχής της πολιτικής οικονομίας «περί προσφοράς και ζήτησης».
Το φαινόμενο αυτό είναι εντονότερο, για τα είδη πρώτης ανάγκης και κυρίως για τα είδη διατροφής, των οποίων η ζήτηση είναι ανελαστική. Θα μπορούσε κανείς να δώσει μια ερμηνεία σ’ αυτό, γνωρίζοντας ότι το πνεύμα που διέπει, εν γένει, τους επιχειρηματίες στην χώρα μας, είναι να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους, όταν μειώνεται ο τζίρος τους, ώστε να παραμένει τουλάχιστον στα ίδια επίπεδα, το ετήσιο κέρδος τους.
Το άλλο οικονομικό “παράδοξο”, που συμβαίνει στη χώρα μας, από την εποχή που γνώρισα τον εαυτόν μου, είναι ότι, κάθε φορά που αυξάνεται η τιμή των καυσίμων, κατά ένα ποσοστό, αυξάνονται και οι τιμές των παραγομένων εγχωρίων προϊόντων, με το ίδιο πάντοτε ποσοστό, λες και στο κόστος παραγωγής ή παρασκευής τους, να υπεισέρχεται μόνον η αξία του καταναλωθέντος καυσίμου. Αυτό συμβαίνει πάντοτε στην τιμή πώλησης του ψωμιού, που είναι ένα από τα βασικότερα είδη διατροφής και πιστεύω ότι κανένας Έλληνας δε θα το αμφισβητήσει.
Κατά την γνώμη μου, αυτά συμβαίνουν στη χώρα μας, διότι η Πολιτεία και για να είμαι πιο ακριβής, οι πολιτικοί μας, όσοι κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, δεν θέλησαν ποτέ να επιβάλλουν τον κοστολογικό έλεγχο, στα παραγόμενα προϊόντα, ούτε να εξουδετερώσουν αυτά τα, γνωστά σε όλους μας, καρτέλ, που συνεχώς αυξάνονται και πληθύνονται, με συνέπεια να συντηρείται η αισχροκέρδεια και να γιγαντώνεται ο πληθωρισμός.
Αν κάνω λάθος, ας με διαψεύσουν οι οικονομολόγοι μας. Θα πρέπει όμως κάποτε να μας εξηγήσουν, αν η απουσία κοστολογικού ελέγχου και η παρουσία αυτών των καρτέλ, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του οικονομικού συστήματος και όχι ο ανταγωνισμός, που έχει συνθλιβεί από αυτά τα τελευταία.
Αιμίλιος Κομίνης Διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός