Η αμυντική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας είναι πλέον πραγματικότητα. Μαζί και η διατύπωση περί αμυντικής συνδρομής όταν απειληθεί η κυριαρχία ενός εκ των δύο. Σημασία έχει πλέον να γίνει αντιληπτό σε όλη του τη διάσταση ο συλλογισμός, ότι η ελληνική αμυντική στρατηγική είναι μια συνολικότερη έννοια που υπερβαίνει ακόμα και τις πιο προωθημένες επιμέρους συμφωνίες με οποιοδήποτε συμμαχικό κράτος.
Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Αρχικά, θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι στο σκέλος της αμυντικής συνδρομής, η διμερής συμφωνία ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επιτευχθεί για πλειάδα λόγων. Δεν είναι μονάχα το “υπερβολικό βάρος” που θα αποκτούσε εάν συμπεριλαμβανόταν και η απειλή στα “κυριαρχικά δικαιώματα”, αλλά και πρακτικές ανησυχίες. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να φανταστούμε Έλληνες στρατιώτες να υπερασπίζονται… τις γαλλικές κτήσεις στην Πολυνησία σε περίπτωση ανάγκης.
Όσον αφορά τώρα τη στρατηγική αξιολόγηση του αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία, η εκτίμηση ότι έχει τον χαρακτήρα “game changer” για τη γεωστρατηγική της περιοχής είναι ορθή και φυσικά υπέρ των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Η ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη,
Όμως. επειδή όμως “ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες”, μια πραγματικότητα η οποία είναι ακόμα πιο καθοριστική με βάση την -ενίοτε- “παράλογη λογική” της στρατηγικής, η συμφωνία θα πρέπει να αναλυθεί με προσοχή από τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, με την καθοριστική συνδρομή του ΓΕΕΘΑ.
Στόχος είναι αφενός να καταστούν συνείδηση τα όριά της, ώστε να αποτραπούν υπερβολικές προσδοκίες και αφετέρου να υπάρχουν καταγεγραμμένα όλα τα ενδεχόμενα σενάρια που θα μπορούσαν να προκύψουν για την ελληνική ασφάλεια ως αποτέλεσμα της υπογραφής της.
Η βασική παραδοχή είναι ότι η Ελλάδα έχει οικοδομήσει τη στρατηγική της με βασικό δεδομένο την ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ. Ορθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία εξηγεί προς κάθε κατεύθυνση ότι το ελληνογαλλικό αμυντικό σύμφωνο εντάσσεται στο πλαίσιο της συμμετοχής και των δυο χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία.
Αποτελεί δηλαδή μια “εξειδίκευση” η οποία αφορά την ανάγκη πιο ουσιαστικής περιφερειακής αμυντικής-στρατιωτικής παρουσίας, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες “αμυντικής χειραφέτησης” -όχι “στρατηγικής αποσύνδεσης” (decoupling) από το ΝΑΤΟ- της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να γίνει μια προσπάθεια να εκτιμηθεί η νέα κατάσταση που δημιουργεί το σύμφωνο από την πλευρά της Τουρκίας. Τα θεωρητικά ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα:
1. Η Τουρκία, στο πλαίσιο της γενικότερα αρνητικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί για τα συμφέροντά της, συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της στρατηγικής της και επιχειρεί να αξιοποιήσει την πρόσκληση των ηγετών Ελλάδας και Γαλλίας για την εξεύρεση λύσης με ειρηνικές μεθόδους, με τελικό στόχο να αποτελέσει μέρος μιας στέρεης αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή.
2. Η Τουρκία που έχει λόγους να ανησυχεί για το ελληνογαλλικό σύμφωνο, τόσο διότι οδηγεί στη στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας που θα έχει τη δυνατότητα να “αρνηθεί” τους τουρκικούς στόχους επί του πεδίου, όσο και διότι η εμπλοκή της Γαλλίας περιπλέκει έτει περαιτέρω τη στρατηγική εξίσωση, αποφασίζει να προβεί σε προκλήσεις με στόχο να απαξιώσει τη θεωρητική σημασία του συμφώνου.
3. Η Τουρκία διαγιγνώσκει το ενδεχόμενο η ενίσχυση των διμερών αμυντικών σχέσεων Ελλάδας και Γαλλίας υποκρύπτει την πρόθεση μερικής έστω απεξάρτησης των δυο χωρών από τη “στρατηγική κηδεμονία” των ΗΠΑ και αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει για να προσεταιριστεί την Ουάσιγκτον.
4. Με βάση πανομοιότυπο με το ανωτέρω σκεπτικό, η Τουρκία αποφασίζει να επιχειρήσει να προσεταιριστεί Ελλάδα και Γαλλία, με σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτή την πρωτοβουλία της στις σχέση της με τη Μόσχα, καθότι ενδεχόμενη τέτοια πρόθεση Αθήνας και Παρισίων, θα εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα.
Τα ανωτέρω τέσσερα ενδεχόμενα αποτελούν αμιγώς θεωρητική διερεύνηση των ενδεχομένως σκέψεων και ενεργειών από τουρκικής πλευράς, αναφορικά με τη σημασία του ελληνογαλλικού αμυντικού συμφώνου. Καθεμιά εκ των περιπτώσεων μπορεί να “βαθμολογηθεί” με διαφορετικό ποσοστό ως προς την πιθανότητα υλοποίησης.
Είναι όμως μια ενδιαφέρουσα όσο και ουσιαστική θεωρητική άσκηση για την ελληνική διπλωματία και τη στρατιωτική ηγεσία, στο πλαίσιο της εκπόνησης θεωρητικών σεναρίων και δυνητικών επιλογών σε περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε εξ αυτών (contingency planning). Ενδεχομένως να υπάρχουν περισσότερα. Γι’ αυτό αξίζει τέτοιος προβληματισμός.
Τούτων λεχθέντων, ο υπογράφων θα αποτολμήσει να ασχοληθεί με το πιθανότερο εξ αυτών. Πιθανότερο με βάση την ιστορική εμπειρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με έμφαση τη συνήθη ψυχολογική αντίδραση της Τουρκίας σε τέτοιες καταστάσεις. Τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο, το πιθανότερο είναι η τουρκική πολιτική να επιχειρήσει να περάσει σε κάθε πλευρά το μήνυμα ότι δεν πτοείται.
Κατά συνέπεια, νέες προκλήσεις προσεχώς είναι το πιθανότερο σενάριο. Στην απάντηση που θα επιλέξει να δώσει η ελληνική πλευρά θα διακυβεύεται η αποτρεπτική χρησιμότητα του Συμφώνου με τη Γαλλία.
Ενδεχόμενη υπερβολική κλιμάκωση να δώσει την εντύπωση “ελληνικής αποθράσυνσης”, που θα πλήξει το συναινετικό και φιλειρηνικό προφίλ που έχει οικοδομήσει διεθνώς η χώρα… σε βαθμό παρεξηγήσεως όμως, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι να το ερμηνεύουν ως αδυναμία.
Αυτό το προφίλ σε συνδυασμό με την υπερδεκαετή αβελτηρία στη διατήρηση τουλάχιστον της επιχειρησιακής και αποτρεπτικής αξιοπιστίας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι που έχει οδηγήσει στην πλήρη αποθράσυνση της Τουρκίας. Αυτό το δεδομένο οφείλει να προσπαθήσει με συνέπεια να αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά.
Η Άγκυρα έχει διαμορφώσει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα διστάζει να εμπλακεί ακόμα και στις πιο ακραίες προκλήσεις, άρα η διαρκής στρατιωτική πίεση είναι η βέλτιστη στρατηγική για την επίτευξη των τουρκικών στόχων. Πρόκειται για μια ακόμη απόδειξη ότι αυτό που θεωρούμε ως “σύγχρονη” συμπεριφορά, οδηγεί στα εντελώς αντίθετα του αναμενομένου αποτελέσματα.
Το πραγματικό πρόβλημα συνεπώς στην αντιμετώπιση του οποίου ΔΕΝ έχουμε περιθώρια να κάνουμε λάθος είναι ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας στον επόμενο γύρο προκλήσεων της Άγκυρας. Η Τουρκία δεν πρέπει επ’ ουδενί να πάρει τα λάθος μηνύματα αυτή τη φορά. Διότι το διακύβευμα μετά την υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου είναι μεγαλύτερο. Τα βήματα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικά. Γι’ αυτό θα πρέπει τα ανωτέρω να αποτελέσουν πηγή προβληματισμού όλων.
Διότι όπως προαναφέρθηκε, η ενίοτε “παράλογη λογική” της στρατηγικής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή του αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία έχει και μια αποσταθεροποιητική δυναμική, η οποία θα πρέπει με κάθε δυνατό τρόπο να ελεγχθεί.
Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Αρχικά, θα πρέπει να παρατηρηθεί, ότι στο σκέλος της αμυντικής συνδρομής, η διμερής συμφωνία ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επιτευχθεί για πλειάδα λόγων. Δεν είναι μονάχα το “υπερβολικό βάρος” που θα αποκτούσε εάν συμπεριλαμβανόταν και η απειλή στα “κυριαρχικά δικαιώματα”, αλλά και πρακτικές ανησυχίες. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να φανταστούμε Έλληνες στρατιώτες να υπερασπίζονται… τις γαλλικές κτήσεις στην Πολυνησία σε περίπτωση ανάγκης.
Όσον αφορά τώρα τη στρατηγική αξιολόγηση του αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία, η εκτίμηση ότι έχει τον χαρακτήρα “game changer” για τη γεωστρατηγική της περιοχής είναι ορθή και φυσικά υπέρ των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Η ενίσχυση της ελληνικής αμυντικής προσπάθειας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη,
Όμως. επειδή όμως “ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες”, μια πραγματικότητα η οποία είναι ακόμα πιο καθοριστική με βάση την -ενίοτε- “παράλογη λογική” της στρατηγικής, η συμφωνία θα πρέπει να αναλυθεί με προσοχή από τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, με την καθοριστική συνδρομή του ΓΕΕΘΑ.
Στόχος είναι αφενός να καταστούν συνείδηση τα όριά της, ώστε να αποτραπούν υπερβολικές προσδοκίες και αφετέρου να υπάρχουν καταγεγραμμένα όλα τα ενδεχόμενα σενάρια που θα μπορούσαν να προκύψουν για την ελληνική ασφάλεια ως αποτέλεσμα της υπογραφής της.
Η βασική παραδοχή είναι ότι η Ελλάδα έχει οικοδομήσει τη στρατηγική της με βασικό δεδομένο την ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ. Ορθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία εξηγεί προς κάθε κατεύθυνση ότι το ελληνογαλλικό αμυντικό σύμφωνο εντάσσεται στο πλαίσιο της συμμετοχής και των δυο χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία.
Αποτελεί δηλαδή μια “εξειδίκευση” η οποία αφορά την ανάγκη πιο ουσιαστικής περιφερειακής αμυντικής-στρατιωτικής παρουσίας, σε συνδυασμό με τις πρωτοβουλίες “αμυντικής χειραφέτησης” -όχι “στρατηγικής αποσύνδεσης” (decoupling) από το ΝΑΤΟ- της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να γίνει μια προσπάθεια να εκτιμηθεί η νέα κατάσταση που δημιουργεί το σύμφωνο από την πλευρά της Τουρκίας. Τα θεωρητικά ενδεχόμενα είναι τα ακόλουθα:
1. Η Τουρκία, στο πλαίσιο της γενικότερα αρνητικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί για τα συμφέροντά της, συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της στρατηγικής της και επιχειρεί να αξιοποιήσει την πρόσκληση των ηγετών Ελλάδας και Γαλλίας για την εξεύρεση λύσης με ειρηνικές μεθόδους, με τελικό στόχο να αποτελέσει μέρος μιας στέρεης αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην περιοχή.
2. Η Τουρκία που έχει λόγους να ανησυχεί για το ελληνογαλλικό σύμφωνο, τόσο διότι οδηγεί στη στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας που θα έχει τη δυνατότητα να “αρνηθεί” τους τουρκικούς στόχους επί του πεδίου, όσο και διότι η εμπλοκή της Γαλλίας περιπλέκει έτει περαιτέρω τη στρατηγική εξίσωση, αποφασίζει να προβεί σε προκλήσεις με στόχο να απαξιώσει τη θεωρητική σημασία του συμφώνου.
3. Η Τουρκία διαγιγνώσκει το ενδεχόμενο η ενίσχυση των διμερών αμυντικών σχέσεων Ελλάδας και Γαλλίας υποκρύπτει την πρόθεση μερικής έστω απεξάρτησης των δυο χωρών από τη “στρατηγική κηδεμονία” των ΗΠΑ και αποφασίζει να το χρησιμοποιήσει για να προσεταιριστεί την Ουάσιγκτον.
4. Με βάση πανομοιότυπο με το ανωτέρω σκεπτικό, η Τουρκία αποφασίζει να επιχειρήσει να προσεταιριστεί Ελλάδα και Γαλλία, με σκοπό να χρησιμοποιήσει αυτή την πρωτοβουλία της στις σχέση της με τη Μόσχα, καθότι ενδεχόμενη τέτοια πρόθεση Αθήνας και Παρισίων, θα εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα.
Τα ανωτέρω τέσσερα ενδεχόμενα αποτελούν αμιγώς θεωρητική διερεύνηση των ενδεχομένως σκέψεων και ενεργειών από τουρκικής πλευράς, αναφορικά με τη σημασία του ελληνογαλλικού αμυντικού συμφώνου. Καθεμιά εκ των περιπτώσεων μπορεί να “βαθμολογηθεί” με διαφορετικό ποσοστό ως προς την πιθανότητα υλοποίησης.
Είναι όμως μια ενδιαφέρουσα όσο και ουσιαστική θεωρητική άσκηση για την ελληνική διπλωματία και τη στρατιωτική ηγεσία, στο πλαίσιο της εκπόνησης θεωρητικών σεναρίων και δυνητικών επιλογών σε περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε εξ αυτών (contingency planning). Ενδεχομένως να υπάρχουν περισσότερα. Γι’ αυτό αξίζει τέτοιος προβληματισμός.
Τούτων λεχθέντων, ο υπογράφων θα αποτολμήσει να ασχοληθεί με το πιθανότερο εξ αυτών. Πιθανότερο με βάση την ιστορική εμπειρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με έμφαση τη συνήθη ψυχολογική αντίδραση της Τουρκίας σε τέτοιες καταστάσεις. Τουλάχιστον σε αρχικό στάδιο, το πιθανότερο είναι η τουρκική πολιτική να επιχειρήσει να περάσει σε κάθε πλευρά το μήνυμα ότι δεν πτοείται.
Κατά συνέπεια, νέες προκλήσεις προσεχώς είναι το πιθανότερο σενάριο. Στην απάντηση που θα επιλέξει να δώσει η ελληνική πλευρά θα διακυβεύεται η αποτρεπτική χρησιμότητα του Συμφώνου με τη Γαλλία.
Ενδεχόμενη υπερβολική κλιμάκωση να δώσει την εντύπωση “ελληνικής αποθράσυνσης”, που θα πλήξει το συναινετικό και φιλειρηνικό προφίλ που έχει οικοδομήσει διεθνώς η χώρα… σε βαθμό παρεξηγήσεως όμως, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι να το ερμηνεύουν ως αδυναμία.
Αυτό το προφίλ σε συνδυασμό με την υπερδεκαετή αβελτηρία στη διατήρηση τουλάχιστον της επιχειρησιακής και αποτρεπτικής αξιοπιστίας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι που έχει οδηγήσει στην πλήρη αποθράσυνση της Τουρκίας. Αυτό το δεδομένο οφείλει να προσπαθήσει με συνέπεια να αντιμετωπίσει η ελληνική πλευρά.
Η Άγκυρα έχει διαμορφώσει την πεποίθηση ότι η Ελλάδα διστάζει να εμπλακεί ακόμα και στις πιο ακραίες προκλήσεις, άρα η διαρκής στρατιωτική πίεση είναι η βέλτιστη στρατηγική για την επίτευξη των τουρκικών στόχων. Πρόκειται για μια ακόμη απόδειξη ότι αυτό που θεωρούμε ως “σύγχρονη” συμπεριφορά, οδηγεί στα εντελώς αντίθετα του αναμενομένου αποτελέσματα.
Το πραγματικό πρόβλημα συνεπώς στην αντιμετώπιση του οποίου ΔΕΝ έχουμε περιθώρια να κάνουμε λάθος είναι ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας στον επόμενο γύρο προκλήσεων της Άγκυρας. Η Τουρκία δεν πρέπει επ’ ουδενί να πάρει τα λάθος μηνύματα αυτή τη φορά. Διότι το διακύβευμα μετά την υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου είναι μεγαλύτερο. Τα βήματα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικά. Γι’ αυτό θα πρέπει τα ανωτέρω να αποτελέσουν πηγή προβληματισμού όλων.
Διότι όπως προαναφέρθηκε, η ενίοτε “παράλογη λογική” της στρατηγικής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή του αμυντικού συμφώνου με τη Γαλλία έχει και μια αποσταθεροποιητική δυναμική, η οποία θα πρέπει με κάθε δυνατό τρόπο να ελεγχθεί.