Να πηγαίνουν οι συγγενείς στις εκδηλώσεις για τους αγνοούμενους, να κρατούν στα χέρια τους τις φωτογραφίες των αγαπημένων τους και να αναζητούν μια πληροφορία, ένα στοιχείο και οι άνθρωποί τους να έχουν σκοτωθεί στις μάχες.
Από: philenews.com
Κώστας Βενιζέλος
Να μην το γνωρίζουν, κανείς να μην τους έχει ενημερώσει. Να τους κρατούν στο σκοτάδι. Κι αυτό να κρατά για χρόνια. Για δεκαετίες, η μια γενιά να δίνει τη σκυτάλη στην επόμενη με στόχο πάντα να διαλευκανθεί η τύχη των ανθρώπων τους. Κάποιων οι συγγενείς είχαν πέσει στο πεδίο του πολέμου, δολοφονήθηκαν από τους κατακτητές, αλλά δεν το γνώριζαν. Το κράτος, η Πολιτεία, είχε προχωρήσει στην ταφή τους. Αποδείχθηκε, όμως, ανίκανο και επιπόλαιο καθώς είχε προχωρήσει με «συνοπτικές διαδικασίες». Τάφοι με την ένδειξη «άγνωστος», «άγνωστοι», που αφέθηκαν στον χρόνο. Ούτε καν τις τσέπες τους μπήκαν στον κόπο να ψάξουν ούτε ρώτησαν συμπολεμιστές τους. Οι πεσόντες, κάποιοι εξ αυτών δηλωμένοι αγνοούμενοι, έκαναν το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα, στις οικογένειές τους, στους συμπολίτες τους, αλλά αυτή η Πολιτεία στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων. Το θέμα των αγνοουμένων, ένα καθαρά ανθρωπιστικό θέμα, θα έπρεπε να είχε άλλη αντιμετώπιση και διαχείριση. Για κάποιους, όμως, το ζήτημα τούτο χρησιμοποιήθηκε ως πεδίο προβολής και αναρρίχησης, ανέλιξης. Όπως και στο Κυπριακό.
Το κράτος άφηνε στο σκοτάδι ανθρώπους, που ζούσαν το προσωπικό τους δράμα και ανέβαιναν τον δικό τους Γολγοθά. Οι συγγενείς έκαναν τις δικές τους έρευνες, κτυπούσαν πόρτες, πήγαιναν σε γραφεία αλλά δεν έβρισκαν διέξοδο. Το κράτος αρνήθηκε να γίνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, εκταφές. Έχει «διαδικασίες», απαντούσαν. Η γραφειοκρατία προτιμά να χάνεται στη «χαρτούρα» και τους φακέλους.
Η οικογένεια Ππασιά για χρόνια αγωνιζόταν για την εξακρίβωση της τύχης του συζύγου και πατέρα, Χριστοφή. Είκοσι χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε ότι είχε εκτελεστεί από τουρκικά στρατεύματα και θάφτηκε ως «άγνωστος» στο κοιμητήριο Λακατάμιας. Το κράτος εντόπισε και επέστρεψε τα λείψανα στην οικογένειά του το 2000. Την Τρίτη 31 Αυγούστου 2021 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε πως το κυπριακό κράτος απέτυχε να διερευνήσει την τύχη του Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά. Και απέτυχε γιατί δεν ασχολήθηκε σοβαρά. Άφησε μέσα από τα χρόνια να παραμείνουν τάφοι με την ένδειξη «άγνωστοι». Δεν μπήκαν στο κόπο χρόνια μετά να κάνουν εκταφές και να προχωρήσουν σε ταυτοποιήσεις. Ποιος θα έπρεπε να το έκανε αυτό; Οι συγγενείς από μόνοι τους; Να μπαίνουν κρυφά στο κοιμητήριο μόλις «έγερνε» ο ήλιος και να σκάβουν με τα χέρια τους τάφους;
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το λέει σχεδόν ευθαρσώς. Αυτό το κράτος δεν είναι ικανό να υπερασπιστεί τους πολίτες του. Ούτε καν τους πεσόντες. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεν φτάνει που δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του, επέλεξε να δίνει και νομικές μάχες έχοντας απέναντί του πολίτες. Και μάλιστα συγγενείς αγνοουμένων. Είναι ένα σύστημα ωχαδελφισμού, που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, ακόμη και τις θεμελιώδεις έναντι των πολιτών του, αλλά επιλέγει να δίνει μάχες στα δικαστήρια. Πόσοι τάφοι αγνώστων υπάρχουν στο κοιμητήριο Λακατάμιας σήμερα και γιατί; Ποιος αποφασίζει;
Εικοσιένα χρόνια από τότε που επιστράφηκαν τα λείψανα του ηρωικώς πεσόντος Χριστοφή το κράτος ζήτησε «συγνώμη». Από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή κάτι θα έπρεπε να ειπωθεί μετά το ηχηρό χαστούκι που δέχθηκε από το ΕΔΑΔ; Η εύκολη οδός είναι ένα «συγνώμη», που δεν έχει καμία σημασία για τους συγγενείς, που ταλαιπωρήθηκαν, έμειναν στο σκοτάδι και η ζωή τους ήταν ένας ανήφορος. Η ζωή τους ήταν ένας αγώνας να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα, γιατί αυτό και μόνο τους γέμιζε αντοχές. Έχουν, όμως, το δικαίωμα να γνωρίζουν την αλήθεια. Κι αυτό το δικαίωμα τούς το αφαιρεί το κράτος τους.
ΣΗΜ: Ειπώθηκαν τόσα πολλά για τον Μίκη Θεοδωράκη. Για ανθρώπους όπως τον Μίκη δεν υπάρχει αποχαιρετισμός. Γιατί θα υπάρχει για πάντα. Μεγαλώσαμε με τα τραγούδια του, που έδιναν τον παλμό στις διαδηλώσεις, νόημα στις κινητοποιήσεις, «γέμιζαν» με επαναστατικότητα τις δράσεις. Θα συνεχίσουμε να τραγουδούμε τα αγωνιστικά, τα ερωτικά του τραγούδια και θα χορεύουμε τη Δραπετσώνα και τόσα άλλα, που μας χάρισε.