Από:
Την περασμένη Τρίτη η επιτροπή Εξωτερικών της Βουλής έκανε το πρώτο βήμα για να αλλάξει τα δεδομένα και συγκάλεσε ειδική συνεδρία με αντικείμενο την εξωτερική πολιτικής της Τουρκίας, όπως αυτή διαμορφώνεται και με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Στη συνεδρία αυτή δεν ήταν μόνο πολιτικά πρόσωπα αλλά προσκλήθηκαν και δύο ακαδημαϊκοί, οι οποίοι για χρόνια τώρα μελετούν την Τουρκία και την εξωτερική πολιτική της σε όλο το φάσμα.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, όχι μόνο τώρα ως υπουργός Εξωτερικών αλλά και παλαιότερα ήταν εξ εκείνων που παρακολουθούσε την πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και διαπιστώνει πως «ένα βασικό χαρακτηριστικό που καταγράφεται τα τελευταία πέντε χρόνια είναι η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας».
Το περιβόητο πραξικόπημα που σημειώθηκε στην Τουρκία πριν από πέντε χρόνια (για το οποίο ακόμα και σήμερα εκφράζονται αμφιβολίες) αποτελεί ένα κομβικό σημείο.
Όπως σημείωσε ο καθηγητής Μάνος Καραγιάννης (Reader in International Security, King’s College London & Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) «μετά το πραξικόπημα του 2016 το καθεστώς Ερντογάν έχει αρχίσει να υιοθετεί μια ευρωασιατική προσέγγιση (Ulusalcı στα τούρκικα) στην εξωτερική πολιτική».
Σύμφωνα και με τον καθηγητή Κώστα Κωνσταντίνου, «η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας τη δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν, χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη «στρατηγικής αυτονομίας». Διαφέρει από την πρώτη δεκαετία όπου κυριαρχούσε βασικά μια λογική αλληλεξάρτησης και στόχευσης σε «μηδενικά προβλήματα» καθώς και η αποδυνάμωση του εσωτερικού στρατιωτικού κατεστημένου, μέσα από εξωτερικές συμμαχίες με Δυτικούς θεσμούς, όπως η ΕΕ».
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης σημείωσε πως η Τουρκία επιδιώκει να αλλάξει τις ισορροπίες δυνάμεων και να μετατραπεί σε καθοριστική δύναμη στην περιοχή. Ο Κώστας Κωνσταντίνου (καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου) καταγράφει τρεις λόγους που επηρέασαν την στροφή της Τουρκίας: 1) Η αλλαγή του διεθνούς συστήματος από ένα κατ’ ισχυρισμό μονοπολικό σύστημα (με Αμερικανική Ηγεμονία) σε πολυπολικό ή ετεροπολικό σύστημα.
(2) Η κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, της πολυμερούς διπλωματίας και μιας γενικότερης τάσης αποπαγκοσμιοποίησης, και
(3) Οι δραματικές αλλαγές μετά την Αραβική Άνοιξη στη Μέση Ανατολή.
Ο Μάνος Καραγιάννης ανέφερε πως «σε κάθε περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση προκαλεί αντίρροπες τάσεις και ετερόκλητες συμμαχίες. Η Άγκυρα προσπαθεί να επωφεληθεί από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία) για να προωθήσει τα συμφέροντα της στην Ανατολική Μεσόγειο. Βλέπει πλέον τον εαυτό της ως ένα αυτόνομο πόλο που δεσπόζει ανάμεσα στην Ευρώπη, την πρώην ΕΣΣΔ και τη Μέση Ανατολή».
Οι τουρκικές κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής συνιστούν μια νεο-οθωμανική προσέγγιση. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι συνεχείς προκλήσεις εναντίον της Κύπρου και της Ελλάδας, ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών, επισημαίνοντας και την αναθεωρητική πολιτική που ακολουθείται από τους Τούρκους και στη Συρία, το Ιράκ και Λιβύη. Ενώ, όπως υπογράμμισε και ο ΥΠΕΞ, δεν πρέπει να παραβλέπεται η εμπλοκή με τη χρήση κινημάτων σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
«Η Τουρκία φιλοδοξεί, μέσα από την επιδίωξη στρατηγικής αυτονομίας, να καταστεί και μια αναδυόμενη παγκόσμια δύναμη», υπογράμμισε ο Κώστας Κωνσταντίνου και προσθέτει: «Αυτό τουλάχιστον διαφαίνεται μέσα από δηλώσεις για στήριξη του παγκόσμιου Νότου, και ιδιαίτερα των ομόθρησκων και πολιτισμικά συγγενικών λαών. Αυτή η επιδίωξη είναι σίγουρα λιγότερο ρεαλιστική, κρίνω ότι είναι και πολιτικά υβριστική, αλλά δεν σταματά την τουρκική εξωτερική πολιτική από το να δραστηριοποιείται και σε αυτό το πιο φιλόδοξο επίπεδο».
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, «χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας είναι οι στρατιωτικές βάσεις της Τουρκίας, πέρα από το Κατάρ, στη Σομαλία, η πρόταση για έλεγχο του αεροδρομίου της Καμπούλ, η διάνοιξη διώρυγας που παρακάμπτει το Βόσπορο (και ενδεχομένως τη Σύμβαση του Μοντρέ), και ιδιαίτερα η αναπτυξιακή βοήθεια που προσφέρει σε χώρες του Νότου. Σε σχέση με το τελευταίο, συγκριτικά στατιστικά αναφέρονται σε 8,6 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που κατατάσσει την Τουρκία 2η παγκοσμίως, μετά το Κατάρ, στη βάση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Αυτή η βοήθεια αλληλεγγύης φυσικά κεφαλαιοποιείται ως «ήπια ισχύς». Παρόλο, που είναι ξεκάθαρο ότι η γεωπολιτική διείσδυση που επιδιώκει η Τουρκία δεν είναι πάντοτε αποδεκτή, και ενίοτε βρίσκει σθεναρές αντιστάσεις, ιδιαίτερα σε περιοχές που κατείχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Ο καθηγητής Μ. Καραγιάννης ανέφερε πως «θιασώτες του ευρωασιατισμού, όπως ο Erol Manisalı και ο Doğu Perinçek, υποστηρίζουν την αυτονόμηση της Τουρκίας από τη Δύση και την ένταξη της στο αντιδυτικό στρατόπεδο. Η προσέγγιση με τη Ρωσία δεν είναι τόσο εφήμερη όσο θέλουν να ελπίζουν πολλοί δυτικοί αξιωματούχοι. Παρά τις επιμέρους διαφορές τους στη Συρία, οι δύο χώρες μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τους ίδιους πόθους για τη δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος».
Συνεχίζοντας ο Ελλαδίτης ακαδημαϊκός σημείωσε: «Στο περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, μια ομάδα Τούρκων αξιωματικών του ναυτικού (π.χ. Τζεμ Γκουρντενίζ, Τζιχάτ Γιαϊτζ) έχουν οικοδομήσει το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας (Mavi Vatan). Αυτό δεν αφορά απλά τη δυνητική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Στην παρούσα φάση, η ενέργεια έχει μικρή σημασία για το τουρκικό καθεστώς που προετοιμάζεται να περάσει στην πυρηνική εποχή με τη βοήθεια της Ρωσίας. Η Άγκυρα πλέον αντιμετωπίζει την Ανατολική Μεσόγειο ως Lebensraum, δηλαδή δικό της ζωτικό χώρο. Η χρήση του συγκεκριμένου γερμανικού, ιστορικά φορτισμένου, όρου δεν γίνεται τυχαία. Η πρόσφατη καθέλκυση του αμφίβιου επιθετικού πλοίου TCG Anadolu, που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ελαφρού αεροπλανοφόρου, εντάσσεται σε μια στρατηγική απόκτησης ναυτικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο».
Και όλη αυτή η επιθετική τακτική που ακολουθεί η Τουρκία αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει αντιδράσεις από διάφορες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Χριστοδουλίδη, στο εξωτερικό η πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία να ενισχύει τη στρατιωτική της παρουσία σε διάφορα σημεία του πλανήτη «φαίνεται να ενεργοποιεί όλο και περισσότερα αρνητικά αντανακλαστικά» ιδιαίτερα από χώρες της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και του Κόλπου.
Τον τελευταίο χρόνο η Τουρκία δείχνει παράλληλα, με ορισμένες χώρες της περιοχής, να προσπαθεί μια άλλη προσέγγιση επιδιώκοντας αναθέρμανση σχέσεων, κυρίως με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Αυτό που λένε πολλοί συνομιλητές του Νίκου Χριστοδουλίδη (ο οποίος πρόσφατα είχε βρεθεί και πάλι στην Αίγυπτο) είναι πως «ο χρόνος θα δείξει εάν η ‘επίθεση φιλίας’ είναι μια αλλαγή προσέγγισης ή κινήσεις εντυπωσιασμού».
Θέσεις αρχών και συμφέροντα
Η άνοδος του Ερντογάν στην Τουρκία, στις αρχές του αιώνα είχαν οδηγήσει πολλούς στο να ανοίξουν διάπλατα τις πύλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστεύοντας πως το επόμενο βήμα μετά τον κεμαλισμό θα ήταν να γίνει κομμάτι της Ευρώπης.
Σήμερα όμως, σύμφωνα με τον Μ. Καραγιάννη, η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση «δεν θεωρείται πλέον εθνικός στόχος».
Ωστόσο, υπάρχουν οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών οι οποίες λίγο ή πολύ καθορίζονται από συγκεκριμένες παραμέτρους, οι οποίες σύμφωνα με τον Ν. Χριστοδουλίδη, είναι:
(α) οι θέσεις αρχών, και
(β) τα συμφέροντα των κρατών μελών.
Ο ίδιος γνωρίζει από πρώτο χέρι αυτή τη διπλή προσέγγιση των εταίρων του στην ΕΕ σε σχέση με την Τουρκία, ιδιαίτερα σε αποφάσεις που έχουν να κάνουν με την Κύπρο. Από τη μια στηρίζεται η Κύπρος ως προς τα κυριαρχικά της δικαιώματα (θέσεις αρχών) και από την άλλη όμως υπάρχει μια απροθυμία στη λήψη μέτρων (συμφέροντα κρατών μελών).
Τα δύο παραδείγματα που επικαλέστηκε ο υπουργός Εξωτερικών κατά την παρέμβασή του στη συνεδρία της κοινοβουλευτικής επιτροπής Εξωτερικών είναι «η εργαλειοποίηση των μεταναστών» και «οι Τούρκοι μετανάστες στη Γερμανία». Τα γεγονότα με τις μεταναστευτικές ροές είναι πολύ καλά γνωστά και καταγράφηκαν κατά την περσινή χρονιά. Από την άλλη σε σχέση με τους Τούρκους μετανάστες στη Γερμανία, που φτάνουν τα τρία εκατομμύρια έχει λεχθεί πολλές φορές ότι σε κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις (όπως είναι και οι επικείμενες γερμανικές εκλογές) κατευθύνονται από την Άγκυρα. Κι αυτό κάνει πολλούς στη Γερμανία να είναι πολύ προσεκτικοί και επιφυλακτικοί στις αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επηρεάζουν την Τουρκία.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας των οποίων οι τοποθετήσεις επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές σχέσεις τους με την Τουρκία.
Καθεστώς αντάξιο των προσδοκιών
Καταλήγοντας στην τοποθέτησή του ο καθηγητής Μ. Καραγιάννης υπογράμμισε πως «η Τουρκία που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Στη θέση της υπάρχει μια περισσότερο ισλαμική, εθνικιστική και συντηρητική χώρα που οραματίζεται έναν νέο γεωπολιτικό ρόλο για τον εαυτό της. Η ερντογανική Τουρκία εξελίσσεται σε μια αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ευρωπαϊκή ασφάλεια».
Ο ίδιος είχε αναφέρει κατά την τοποθέτησή του και τα εξής: «Ο Τούρκος ηγέτης έχει χαράξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που προσομοιάζει με εκείνη που παραδοσιακά είχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα εθνικιστικά και ακροαριστερά κόμματα, για διαφορετικούς λόγους, υποστηρίζουν αυτή την προσπάθεια. Οι πολιτικοκοινωνικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο εσωτερικό έχουν ωθήσει την Άγκυρα σε ακραίες κινήσεις υψηλού ρίσκου που προμηνύουν τη σταδιακή ρήξη με την Ευρώπη. Την ώρα που η τουρκική κοινωνία ανακαλύπτει το ένδοξο ισλαμικό της παρελθόν, το καθεστώς Ερντογάν πρέπει να φαίνεται αντάξιο των μεγάλων προσδοκιών».
«Το τουρκικό βαθύ κράτος παραμένει ελεγχόμενο από την ηγεσία του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης και δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί από κεντρικές επιλογές. Εξάλλου, οι εναπομείναντες κεμαλικοί θύλακες μέσα στο στράτευμα και στο διπλωματικό σώμα είναι φορείς μιας κληρονομιάς που αποθεώνει το ιδεολόγημα της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης (Türk-İslâm Sentezi). Η τουρκική ηγεσία ενισχύει, με διάφορους τρόπους, τη μουσουλματική ταυτότητα της χώρας».