Μετάφραση: Μ. Στυλιανού
Η ανάπτυξη πυρηνικών αεροσκαφών των ΗΠΑ στη Βρετανία σηματοδοτεί στην ηπειρωτική Ευρώπη ότι ο σχεδιασμός για πυρηνικό πόλεμο κατά της Ρωσίας επιταχύνεται.
Στις 5 Οκτωβρίου το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι το οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων του αμερικανικού στρατού αριθμούσε 3.750 από τις 30 Σεπτεμβρίου 2020. Δηλώθηκε με ικανοποίηση ότι «αυτός ο αριθμός αντιπροσωπεύει μείωση κατά σχεδόν 88% του οπλοστασίου από το μέγιστο των 31.255 πυρηνικών όπλων στα τέλη του 1967, μολονότι δεν αναφέρθηκε ότι η μείωση από το 2018 ήταν μόνο 35.
Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα stars and stripes του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ ανέφερε ότι «ένα μαχητικό αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας, που πρόκειται να κάνει την πρώτη εμφάνισή του αργότερα φέτος στην Ευρώπη, πέρασε ένα ορόσημο, όταν έριξε εικονικές πυρηνικές βόμβες κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών πτήσεων που σχεδιάστηκαν για να εξασφαλίσουν την ικανότητά του να εκπληρώσει την αποστολή πυρηνικής αποτροπής του ΝΑΤΟ.
... Η επιτυχής δοκιμή του «F-35A Αστραπή» ήρθε καθώς η 48η Πτέρυγα Μαχητικών, με έδρα τη βάση της βρετανικής πολεμικής αεροπορίας στο Lakenheath, επανενεργοποίησε την 495η Μοίρα Μαχητικών την περασμένη εβδομάδα για μια νέα αποστολή στην Ευρώπη. Πριν από την άφιξη του μοντέλου μαχητικού στο Lakenheath, δύο F-35A, που απογειώθηκαν από την αεροπορική βάση Nellis της Νεβάδα, ολοκλήρωσαν μια πλήρη επίδειξη οπλικού συστήματος, που θεωρείται ως δοκιμή πτήσης αποφοίτησης για την πιστοποίηση πυρηνικής ικανότητας.
Τον Φεβρουάριο του 2021 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ΄Αντονι Μπλίνκεν ενημέρωσε τη Διάσκεψη για τον Αφοπλισμό στη Γενεύη ότι «ο Πρόεδρος Μπάιντεν κατέστησε σαφές: οι ΗΠΑ έχουν επιτακτική ανάγκη εθνικής ασφάλειας και ηθική ευθύνη να μειώσουν και τελικά να εξαλείψουν την απειλή που συνιστούν τα όπλα μαζικής καταστροφής» και ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν δεσμεύθηκε να «λάβει μέτρα για τη μείωση του ρόλου των πυρηνικών όπλων στη στρατηγική μας για την εθνική ασφάλεια».
Δεν έχει όμως εξηγηθεί πώς η εξάλειψη της απειλής από τα πυρηνικά όπλα ή η μείωση του ρόλου τους στη στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ μπορεί να επιτευχθεί με την εκπαίδευση περισσότερων πιλότων μαχητικών αεροσκαφών στη χρήση πυρηνικών όπλων και στη συνέχεια την ανάπτυξή τους στην Ευρώπη με τα αεροσκάφη κρούσης τους.
Η Βρεταννία έχει μια εξίσου ενδιαφέρουσα προοπτική σε αυτό που περιγράφει ως «ηγετική προσέγγισή της στον πυρηνικό αφοπλισμό», ενώ αυξάνει το οπλοστάσιό της με πυρηνικά όπλα. Όπως σημείωσε το Royal United Services Institute τον Μάρτιο, η Ολοκληρωμένη Επιθεώρηση ασφάλειας, άμυνας, ανάπτυξης και εξωτερικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου για το 2021 αναφέρει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο «αυξάνει ένα «επιβεβλημένο» όριο στο συνολικό απόθεμα πυρηνικών κεφαλών» των σημερινών 225 κεφαλών.
Η ανασκόπηση, με τίτλο «Η Παγκόσμια Βρετανία σε μια ανταγωνιστική εποχή», εξηγεί ότι το 2021 είχε ανακοινωθεί ως εθνική πολιτική ότι θα υπάρξει μείωση «του συνολικού ανώτατου ορίου αποθεμάτων πυρηνικών κεφαλών από 225 σε όχι περισσότερες από 180 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020. Ωστόσο, σε αναγνώριση του εξελισσόμενου περιβάλλοντος ασφαλείας . . . αυτό δεν είναι πλέον δυνατό και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μετακινηθεί σε ένα συνολικό απόθεμα πυρηνικών όπλων που δεν υπερβαίνει τις 260 κεφαλές.» Στη συνέχεια, διαβεβαίωσε τη διεθνή κοινότητα ότι παρά την αύξηση του αριθμού των συστημάτων εκτόξευσης πυρηνικών όπλων, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι «έντονα προσηλωμένο στην πλήρη εφαρμογή της Συνθήκης Μη Πολλαπλασιασμού των Πυρηνικών Οπλων σε όλες τις πτυχές της, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού αφοπλισμού».
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η σημερινή βρετανική κυβέρνηση θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι περισσότερα πυρηνικά όπλα και η ανάπτυξη 27 αμερικανικών πυρηνικών αεροσκαφών F-35 στη βάση της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Lakenheath είναι κατά κάποιο τρόπο συμβατά με τον πυρηνικό αφοπλισμό, αλλά αυτό που συνάδει είναι η σύνδεσή τους με τα αποθέματα πυρηνικών βομβών των ΗΠΑ ήδη στην Ευρώπη.
Δεν είναι γνωστό εάν υπάρχουν ή θα υπάρξουν πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ που φυλάσσονται στο Lakenheath, και αναμφίβολα η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα ήταν άνετη με μια τέτοια αποθήκευση που θα προσθέσει συγκριτικά λίγες βόμβες στις εκατό περίπου που έχουν ήδη αποθηκευτεί σε αεροπορικές βάσεις στο Kleine Brogel στο Βέλγιο, στο Büchel στη Γερμανία, στο Aviano και στο Ghedi στην Ιταλία, στο Βόλκελ στην Ολλανδία και στο Ιντσιρλίκ στην Τουρκία. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, ενώ οι ΗΠΑ και η Βρετανία επιμένουν ότι προσπαθούν να μειώσουν την απειλή του πυρηνικού πολέμου, στην πραγματικότητα αυξάνουν και επεκτείνουν τον αριθμό, τις τοποθεσίες και τις ικανότητες βομβαρδισμού των συστημάτων πυρηνικών όπλων.
Η πολιτική της στρατιωτικής συμμαχίας ΗΠΑ-ΝΑΤΟ είναι ότι «τα πυρηνικά όπλα αποτελούν βασική συνιστώσα των συνολικών δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ για αποτροπή και άμυνα», βασιζόμενη σχεδόν εξ ολοκλήρου στις δυνατότητες των ΗΠΑ για πυρηνικούς βομβαρδισμούς, οι οποίες πρόκειται να επεκταθούν, με τεράστιο κόστος, με τη νέα γενιά διηπειρωτικών συστημάτων βαλλιστικών πυραύλων, που τώρα αναφέρεται ως χερσαίο σύστημα στρατηγικής αποτροπής, που πιθανώς θα στοιχίσει 95 δισεκατομμύρια δολάρια — εάν δεν υπάρξουν υπερβάσεις κόστους.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού ου Κογκρέσου εκτιμά ότι «περίπου 188 δισεκατομμύρια δολάρια από το συνολικό κόστος 551 δισεκατομμυρίων δολαρίων συνολικά για πυρηνικά όπλα, κατά την περίοδο 2021-2030, θα προορίζονται για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων και των συστημάτων εκτόξευσης. Από αυτό το ποσό, 175 δισεκατομμύρια δολάρια θα διατεθούν για τον εκσυγχρονισμό της στρατηγικής πυρηνικής τριάδας, και 13 δισεκατομμύρια δολάρια θα είναι για τον εκσυγχρονισμό των τακτικών πυρηνικών όπλων και των συστημάτων εκτόξευσης. Και αυτό δεν περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση τέτοιων μαζικών έργων όπως το αεροσκάφος F-35 που θα κοστίσει περίπου 1,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η πολιτική δικαιολογία για μαζικές στρατιωτικές δαπάνες για συμβατικά και πυρηνικά όπλα από τις κυβερνήσεις του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον είναι ο ισχυρισμός τους ότι η Ρωσία και η Κίνα αποτελούν απειλή και ότι, σύμφωνα με τα λόγια της Ενδιάμεσης Στρατηγικής Καθοδήγησης εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ για το 2021, η Ρωσία, για παράδειγμα, είναι «αποφασισμένη να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της και να διαδραματίσει έναν ανατρεπτικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή». (Πιθανώς η Ουάσιγκτον εννοεί το είδος της ανατροπής που ανέφερε το Ασοσιέτεντ Πρες στις 7 Οκτωβρίου, όταν «οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη μειώθηκαν ... αφού ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν άφησε να εννοηθεί ότι η χώρα του θα μπορούσε να πουλήσει περισσότερο αέριο σε Ευρωπαίους αγοραστές spot μέσω της εγχώριας αγοράς της, επιπλέον των υφιστάμενων μακροπρόθεσμων συμβάσεων»).
Το κύμα της ανάπτυξης πυρηνικών συστημάτων και η συνολική εικόνα των εξελίξεων των πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη δεν έχουν την έγκριση της ευρωπαϊκής κοινότητας. Για παράδειγμα, μια έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο αποκάλυψε ότι το 74% των Ιταλών, το 58% των Ολλανδών , το 57% των Βέλγων και το 83% των Γερμανών επιθυμούν την απομάκρυνση των αμερικανικών πυρηνικών όπλων από τις χώρες τους, και μια άλλη δημοσκόπηση διαπίστωσε ότι το 77% των Βρετανών τάσσεται υπέρ της πλήρους απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση και όχι μόνο λόγω των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας. Για παράδειγμα, η πρόσφατη άρνηση της κυβέρνησης της Βαρσοβίας να συμμορφωθεί με τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να οδηγήσει την Πολωνία να αποχωρήσει από την ΕΕ (η οποία θα γινόταν δεκτή με την έγκριση των περισσότερων πολιτών της ΕΕ), αλλά αυτό δεν θα είχε καμία επίδραση στη στρατιωτική συγκέντρωση ΗΠΑ-ΝΑΤΟ — την «Ενισχυμένη Παρουσία προς τα εμπρός» κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας, υποστηριζόμενη από πυρηνικά όπλα.
Η ανάπτυξη από τις ΗΠΑ μιας νέας μοίρας αεροσκαφών πυρηνικής επίθεσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, για μια «νέα αποστολή στην Ευρώπη», σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα αποθέματα πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη και την αδιάσπαστη απόφαση της Βρετανίας να αυξήσει το οπλοστάσιό της πυρηνικών όπλων είναι μηνύματα προς τα ηπειρωτικά ευρωπαϊκά έθνη ότι ο σχεδιασμός για πυρηνικό πόλεμο κατά της Ρωσίας επιταχύνεται. Ενώ αυτές οι χώρες προτιμούν να συνεργάζονται με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο με ισορροπημένο τρόπο και επιθυμούν να διατηρήσουν εγκάρδιες σχέσεις, θα ήταν σκόπιμο να αμφισβητηθούν τα κίνητρα πίσω από την αυξανόμενη έμφαση στον πυρηνικό πόλεμο και να επιμείνουνε στη μείωση των συγκρουσιακών ετοιμασιών.