Από: edromos.gr - Δημήτρης Γκάζης
Για τις ΗΠΑ, η συμφωνία αυτή έχει άμεσα και πρακτικά οφέλη, καθώς τους επιτρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν λιμάνια, αεροδρόμια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει και τις αντιθέσεις με άλλες δυνάμεις (Γαλλία, Τουρκία).
Ας δούμε συγκεκριμένα τι περιλαμβάνει η συμφωνία, που αναμένεται να έρθει προς κύρωση από την Ελληνική Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα, λίγες μέρες πριν τις 6 Νοεμβρίου, οπότε και λήγει η διάρκεια της έως τώρα ισχύουσας συμφωνίας:
► Η συμφωνία επανεπιβεβαιώνει την κοινή γραμμή πλεύσης Αθήνας και Ουάσιγκτον στα ανοιχτά γεωπολιτικά μέτωπα της περιοχής, και τον σημαντικό ρόλο που προσδίδουν οι ΗΠΑ στη χώρα μας για την επέκταση των συμφερόντων τους στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η κοινή αυτή γραμμή αποκτά και ιδεολογικό προκάλυμμα με την αναφορά στις «κοινές αξίες της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας» που μοιράζονται οι δύο χώρες – ιδεολογικό προκάλυμμα που αποτελεί διαχρονικά το άλλοθι για τους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς της Δύσης.
► Κεντρικό σημείο της συμφωνίας είναι η επέκταση για πέντε ακόμη χρόνια των διευκολύνσεων που παρέχει η Ελλάδα στον στρατό των ΗΠΑ. Πέρα από τη βάση της Σούδας στην Κρήτη, όπου αναβαθμίζονται οι εγκαταστάσεις και η δυνατότητες χρήσης, η παρουσία του αμερικάνικου στρατού επεκτείνεται και σε μια σειρά άλλες περιοχές. Έτσι, έχουμε την παραχώρηση του στρατοπέδου «Γιαννούλη» στην Αλεξανδρούπολη, στις εγκαταστάσεις του οποίου θα φιλοξενούνται 300-400 Αμερικανοί στρατιωτικοί, μετατρέποντας την πόλη του Έβρου, σε συνδυασμό με τη χρήση του λιμανιού και του αεροδρομίου για την μετακίνηση στρατευμάτων και εξοπλισμού, σε ορμητήριο των ΗΠΑ για τα Βαλκάνια και παρατηρητήριο για τον έλεγχο της διέλευσης ρωσικών ναυτικών δυνάμεων από τα Δαρδανέλια προς τη Μεσόγειο. Εκτός της Αλεξανδρούπολης, δίνεται στις ΗΠΑ χρήσης δυνατότητα και των εγκαταστάσεων της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών στον Βόλο, καθώς και του πεδίου βολής στο Λιτόχωρο, δημιουργώντας ένα δίκτυο διευκολύνσεων που αγκαλιάζει την επικράτεια της χώρας μας.
► Μετά την πάροδο των πέντε ετών –και αν δεν καταγγελθεί μονομερώς από ένα από τα δύο μέρη– η συμφωνία δύναται να ανανεωθεί χρονικά επ’ αόριστον. Παράλληλα, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές είναι πιθανή και η γεωγραφική επέκταση της συμφωνίας, με την παραχώρηση βάσεων και σε άλλες περιοχές, κυρίως νησιά όπως η Σκύρος και η Κάρπαθος, που προτάθηκαν από την ελληνική πλευρά, έμειναν όμως εκτός συμφωνίας, λόγω των ισορροπιών που κρατά η Ουάσιγκτον μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Η συμφωνία αυτή είναι εξόφθαλμα ανισομερής. Δίνουμε τα πάντα για να πάρουμε υποσχέσεις. Μετατρέπει όλη τη χώρα σε ορμητήριο των ΗΠΑ και ρευστοποιεί ακόμη περισσότερο την εθνική μας κυριαρχία, με την υπονόμευση της αυτονομίας των ενόπλων δυνάμεων, που όλο και περισσότερο προσδένονται σε επιδιώξεις ξένες προς τα ελληνικά συμφέροντα. Μπορεί η ελληνική εξωτερική πολιτική να πανηγυρίζει για την πρόβλεψη για «αμοιβαία προστασία της ασφάλειας και της κυριαρχίας» που επαναλαμβάνεται και στην παρούσα συμφωνία, όμως, όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα εγκαταλείψουν την στάση Πόντιου Πιλάτου που διατηρούν διαχρονικά απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο. Αντιθέτως, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ακόμη και μετά το φιάσκο στο Αφγανιστάν, παραμένουν διαθέσιμες να συμβάλουν στον επόμενο τυχοδιωκτισμό των ΗΠΑ…
Ασπίδα Προστασίας ή Προτεκτοράτο
Η ελληνική πλευρά διαβάζει, πίσω από όσα περιγράφονται δίπλα, την πρόθεση των ΗΠΑ να συνδράμουν στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας από τις προκλήσεις την Άγκυρας, με τον κ. Δένδια να δηλώνει χαρακτηριστικά πως διμερείς συμφωνίες όπως αυτή «θωρακίζουν τη χώρα μας». Στην πραγματικότητα η Ελλάδα έδωσε όλα όσα της ζητήθηκαν, για να πάρει σαν αντάλλαγμα μια θετική δήλωση σχετικά με τα Ελληνοτουρκικά. Μια δήλωση που τελικά δεν «χώρεσε» στο κείμενο της ανανέωσης της συμφωνίας, αλλά στριμώχτηκε στη συνοδευτική επιστολή του Αμερικανού ΥΠΕΞ κ. Μπλίνκεν, η οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων και στην ανάγκη «σεβασμού της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας, καθώς και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας», αναφερόμενος προφανώς στην αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας – χωρίς όμως να την κατονομάζει.
Η συμφωνία αυτή υπογράφεται σε μια συγκυρία που σηματοδοτείται από την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, λόγω της αναδιάταξης των δυνάμεων τους και την επικέντρωση τους στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Το κενό που αφήνουν πίσω τους σπεύδει να το καλύψει η Τουρκία, με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και την υπερεπέκταση που επιδιώκει σε μια περιοχή που εκτείνεται από τον Καύκασο έως τη Β. Αφρική, και από τα Βαλκάνια έως το Πακιστάν. Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με την Τουρκία να αμφισβητεί όχι μόνο τα κυριαρχικά δικαιώματα των δύο χωρών στις ΑΟΖ, αλλά και την ίδια την εδαφική τους ακεραιότητα, προβάλλοντας διαρκώς την απειλή της στρατιωτικής ισχύος. Το ίδιο γεωπολιτικό κενό –σε αντιπαράθεση με τα νεο-οθωμανικά σχέδια– προσπαθεί να καλύψει και η Γαλλία, με διαχρονικά συμφέροντα στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής αλλά και της Μέσης Ανατολής από την εποχή της αποικιοκρατίας, προωθώντας τη συνεργασία με άλλες χώρες της περιοχής (Ελλάδα, Αίγυπτος) αλλά και την ιδέα της στρατιωτικής ενδυνάμωσης της Ε.Ε. μέσω του Ευρωστρατού.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί η συμφωνία που υπογράφηκε την Πέμπτη στην Ουάσιγκτον, λίγες μόλις μέρες μετά από την αντίστοιχη συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας. Η υποχώρηση των ΗΠΑ δεν σημαίνει και παραίτησή τους από τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Αντιθέτως, παραμένουν παρούσες, ισχυροποιώντας τη θέση τους σε ορισμένες χώρες-κλειδιά (Ισραήλ, Ελλάδα). Η παρουσία τους αυτή παροξύνει αντί να επιλύει τις αντιθέσεις, όπως η πρόσδεση της Ε.Ε. στην ευρωατλαντική στρατηγική ή η ανάδειξή της σε ιδιαίτερο πόλο, η επιμονή στην περικύκλωση και απομόνωση της Ρωσίας, ο χειρισμός της ερντογανικής Τουρκίας, άλλοτε με διπλωματικές πιέσεις (πάγωμα των F35 λόγω της αγοράς των S400) και άλλοτε με υποσχέσεις (ρόλος στο Αφγανιστάν, αγορά F16), για να γυρίσει στο «δυτικό μαντρί» κ.ά., που αυξάνουν τις προκλήσεις και για την Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή είναι εξόφθαλμα ανισομερής. Μετατρέπει όλη τη χώρα σε ορμητήριο των ΗΠΑ και ρευστοποιεί ακόμη περισσότερο την εθνική μας κυριαρχία, με την υπονόμευση της αυτονομίας των ενόπλων δυνάμεων
Μόνος δρόμος διεξόδου για τη χώρα μας είναι η εγκατάλειψη του δόγματος «γη και ύδωρ στους προστάτες μας», που αποδυναμώνει την υπόστασή της, προσφέροντας υπηρεσίες για αλλότρια συμφέροντα. Δεν θα μας χαριστεί από καμιά μεγάλη ή «μεγάλη» δύναμη η άμυνα και η θωράκιση της εθνικής μας κυριαρχίας. Η οικοδόμηση γεωπολιτικής ισχύος και η ανάκτηση στοιχείων κυριαρχίας είναι μονόδρομος για την επιβίωση του ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο, σε μια ταραγμένη εποχή, σε μια εποχή γεωπολιτικού αναδασμού στην περιοχή μας.
Όρκοι πίστης
Το
πολιτικό σύστημα εμφανίζει μια πρωτοφανή προθυμία να ικανοποιήσει τις
απαιτήσεις των ΗΠΑ. Από κοινού οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων
έχουν μετατρέψει τη χώρα μας σε γεωπολιτικό προσάρτημα της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής. Από τις στρατιωτικές διευκολύνσεις, όποτε αυτές
ζητηθούν, έως την καθ’ υπόδειξη ανατίναξη των διπλωματικών σχέσεων με τη
Ρωσία, και από την ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών συμφωνία των Πρεσπών έως την
πολιτική του κατευνασμού της νεο-οθωμανικής Τουρκίας, το κράτος έχει
συνέχεια.
Ο Κ. Μητσοτάκης πανηγυρίζει σήμερα γιατί οι ΗΠΑ «δίνουν
ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα μας», και με τη συμφωνία αυτή «ενισχύουν το
στρατηγικό τους αποτύπωμα στην Ελλάδα σε περιοχές κρίσιμης σημασίας, σε
μία ακτίνα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη».
Ο Αλ. Τσίπρας από την πλευρά του έχει την «πολυτέλεια» να μπορεί να ασκεί κριτική ή και να διαφοροποιείται από τη θέση της αντιπολίτευσης. Όμως επί ημερών του τέθηκαν οι βάσεις, όχι μόνο της στρατιωτικής συμφωνίας (Αλεξανδρούπολη, Λιτόχωρο) αλλά και της συνολικότερης πρόσδεσης στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας ουκ ολίγες φορές τα συγχαρητήρια του τέως πρέσβη των ΗΠΑ, κ. Πάιατ.
Οι δύο πτέρυγες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, αλλά και άλλες συμπληρωματικές δυνάμεις, εμφανίζουν μια εντυπωσιακή σύμπτωση στις στρατηγικές κατευθύνσεις της χώρας, παρά τις μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις. Η πολιτική του πρόθυμου και «δεδομένου» συμμάχου, που από κοινού υπηρέτησαν και υπηρετούν, μειώνει την ισχύ και την κυριαρχία της χώρας μας.