Εάν οι Έλληνες επιλέξουν ξανά ένα από εκείνα τα κόμματα που τους κατέστρεψαν, ενώ συνεχίζουν να υπηρετούν πιστά τους Γερμανούς και τα μνημόνια, θα χάσουν την τελευταία τους ευκαιρία να ξεφύγουν από την κρίση οι ίδιοι, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους – αφού η Ελλάδα ασφαλώς θα αναπτυχθεί υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς, άλλα όχι προς όφελος των Πολιτών της, όπως ακριβώς η Γουατεμάλα.
.
“Μετά την πτώση της χούντας, το 1974, υπήρχε διάχυτη ευφορία, νομίζαμε ότι όλα τα προβλήματα θα λυθούν αυτόματα. Η προσέγγισή µου ήταν πως η ξεχαρβαλωμένη ελληνική οικονομία απαιτούσε µια περίοδο νοικοκυρέματος. Χρειαζόμασταν δύο τετραετίες για να αλλάξουμε τις δομές, µε μεταρρυθμίσεις και με διαρθρωτικές αλλαγές…. Όταν ήμουν υπουργός Οικονομικών, είδα ότι το χρέος άρχισε να παίρνει πολλαπλασιαστικές διαστάσεις. Το 1981 το δημόσιο χρέος έφθανε το 30% του ΑΕΠ – το 1989 ανήλθε στο 72% και σήμερα (2011) πλησιάζει στο 170%. Το «προπατορικό αμάρτημα» της υπερχρέωσης συνέβη τη δεκαετία του 1980. Το αίτημα της αποκατάστασης όσων ζούσαν αποκλεισμένοι και κυνηγημένοι από το κράτος της Δεξιάς, επί δεκαετίες ολόκληρες, ήταν δίκαιο και κυρίαρχο. Οδήγησε όμως σε νοοτροπίες και σε πρακτικές που σήμερα θεωρούνται από πολλούς η αρχή των δεινών που υφίσταται τώρα η Ελλάδα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έλεγε ποτέ «όχι» …. δημιουργήθηκε µία νοοτροπία, ένας τρόπος σκέψης που είχε αποσυνδέσει την αμοιβή από την προσπάθεια. Η αμοιβή είχε γίνει ένα είδος ανθρώπινου δικαιώματος. Ακόμη και σε υπηρεσίες όπως η ΕΡΤ, για παράδειγμα, όπου υπήρχε πλεονάζον προσωπικό, ερχόταν ο υπεύθυνος και µου ζητούσε να προσλάβω 1.200. Του έλεγα ότι δεν γίνεται. Μου απαντούσε «τώρα θα βάλουμε δικούς µας, ανεξαρτήτως αν χρειάζονται ή όχι». Τα λεφτά όμως δεν υπήρχαν για αθρόες προσλήψεις και η μόνη λύση ήταν ο δανεισμός. Εκεί τους είπα ότι αυτό παίρνει πλέον τη μορφή της χιονοστιβάδας, κάθε βόλτα και μεγαλώνει”. (Δ. Κουλουριανός, υπουργός οικονομικών, 1982-1983, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας τράπεζας – πηγή).
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Ο παραπάνω πρώην υπουργός οικονομικών άντεξε μόλις δέκα μήνες στη θέση του, επειδή επρόκειτο για ένα υπεύθυνο άτομο – το οποίο έβλεπε πού κατευθυνόταν η Ελλάδα, εάν συνέχιζε να χρεώνεται αφειδώς. Μπορεί δε αρκετοί να συνδέουν εκείνη την εποχή της ευημερίας με τη δραχμή, η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική – αφού η άνοδος του βιοτικού επιπέδου οφειλόταν αφενός μεν στις υψηλές αμοιβές και στις περισσότερες θέσεις εργασίας με τη δημιουργία χρεών, αφετέρου στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών της ακίνητης περιουσίας, ως αποτέλεσμα κυρίως της συμμετοχής της στην ΕΕ.
Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς πως, για παράδειγμα, ένα οικόπεδο στη Μύκονο ή αλλού πολλαπλασίασε την τιμή που είχε το 1980 μέσα σε ελάχιστο χρόνο – οπότε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων πλούτισε, χωρίς να οφείλεται στη δουλειά του. Σε κάθε περίπτωση, το δημόσιο χρέος έφτασε στο απαγορευτικό 100% του ΑΕΠ το 1993 (γράφημα) – ενώ ήταν κυρίως εξωτερικό, άρα εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού ποτέ οι Έλληνες δεν εμπιστεύθηκαν το κράτος τους, αγοράζοντας μαζικά τα ομόλογα του όπως οι Ιάπωνες ή ακόμη και οι Ιταλοί.
Περαιτέρω, το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης του χρέους σε τέτοια επίπεδα ήταν η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων δανεισμού της χώρας στο 25% περίπου (γράφημα) – γεγονός που αφενός μεν αύξανε τα ελλείμματα οπότε ανατροφοδοτούσε το χρέος, αφετέρου στραγγάλιζε τις τράπεζες (δανείζονται συνήθως λίγο πιο ακριβά από το κράτος) και την πραγματική οικονομία. Ως εκ τούτου, η μοναδική διέξοδος της Ελλάδας τότε (η εξέλιξη της Ιταλίας ήταν σχεδόν αντίστοιχη), δεν ήταν άλλη από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη – γεγονός που μόνο ως προοπτική μείωσε ραγδαία τα επιτόκια δανεισμού της, όπως επίσης των άλλων χωρών που ήταν υποψήφιες εισόδου στο ευρώ.
Ουσιαστικά λοιπόν δεν ήταν η δραχμή, αλλά το ευρώ που επιμήκυνε την ευημερία της Ελλάδας εκείνη την εποχή – όπου όμως η χώρα μας, αντί να εκμεταλλευθεί την τεράστια εξοικονόμηση χρημάτων από την πτώση του επιτοκίου δανεισμού, εξυγιαίνοντας την οικονομία της και καθιστώντας την ικανή να ανταπεξέλθει με τις απαιτήσεις ενός «σκληρού» νομίσματος, συνέχισε την ίδια σπάταλη πολιτική.
Παράλληλα εκτινάχθηκε η διαφθορά και η διαπλοκή της πολιτικής και οικονομικής της ελίτ, η οποία δεν ήταν ποτέ και δεν είναι ακόμη ούτε στο ελάχιστο πατριωτική – με την έννοια πως τέτοια διαφθορά υπάρχει και σε άλλες χώρες, ακόμη μεγαλύτερη στη Γερμανία, αλλά δεν φτάνει στο σημείο να οδηγήσει στη χρεοκοπία του κράτους. Αντίθετα η ελληνική ελίτ, ιδίως η οικονομική, αδιαφορεί εντελώς για την πατρίδα και τους συμπολίτες της – διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να χρεοκοπήσει η Ελλάδα, η νούμερο ένα ναυτιλιακή δύναμη του πλανήτη.
Η εποχή της κρίσης
Συνεχίζοντας το δημόσιο χρέος, παρά την απίστευτη σπατάλη, τη μη παραγωγή πλούτου, τα μεγάλα ελαττώματα της οικονομίας και τα θηριώδη θεσμικά ελλείμματα, παρέμεινε στα ίδια περίπου επίπεδα έως το 2008 – επειδή η Ελλάδα είναι μία πολύ πλούσια χώρα. Τότε ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, την οποία δεν συνειδητοποίησαν καν τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας – ενώ όχι μόνο συνέχισαν την ίδια πολιτική χωρίς να μειώσουν τις περιττές δαπάνες («λεφτά υπάρχουν») αλλά, επί πλέον, διέσυραν διεθνώς τους Έλληνες, διόγκωσαν τεχνητά τα ελλείμματα με τη συμμετοχή της ΕΛΣΤΑΤ, δεν ανακύκλωσαν έγκαιρα το βραχυπρόθεσμο/ληξιπρόθεσμο χρέος παρά το ότι υπήρχε ακόμη η δυνατότητα τον Ιανουάριο του 2010 και τελικά καταδίκασαν τη χώρα μας στην τραγωδία του ΔΝΤ και των μνημονίων.
Προφανώς βέβαια το ΔΝΤ δεν είχε καμία πρόθεση να εξυγιάνει την ελληνική οικονομία αφού, εάν πράγματι το ήθελε, το πρώτο που θα έκανε θα ήταν η επιβολή ελέγχων κεφαλαίων – έτσι ώστε να μη διαφύγουν καταθέσεις της τάξης των 100 δις € στο εξωτερικό, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στις τράπεζες, καθώς επίσης μειώνοντας κατακόρυφα τη ρευστότητα της χώρας, με αποτέλεσμα το στραγγαλισμό της πραγματικής οικονομίας (κάτι αντίστοιχο ισχύει για την κυβέρνηση στις αρχές του 2015, όπου ήταν αδιανόητο να προωθεί τη σύγκρουση με τους δανειστές, χωρίς προηγουμένως να επιβάλλει ελέγχους κεφαλαίων – με αποτέλεσμα να διαφύγουν ξανά 35 δις € καταθέσεις, να στραγγιστεί η ρευστότητα, να εξαρτηθούν οι τράπεζες από την ΕΚΤ και τον ELA, να τις κλείσει η ΕΚΤ και να βρεθεί ξανά η Ελλάδα με το πιστόλι στον κρόταφο, ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα ήταν μεν υπερχρεωμένη το 2010, αλλά όχι χρεοκοπημένη, όπως ισχυρίζονται τα περισσότερα κόμματα σήμερα, επιδιώκοντας να καλύψουν τα τεράστια λάθη τους, όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης έκτοτε – το διαχειριστικό έγκλημα θα λέγαμε χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, με αποκορύφωμα το PSI που στήριξαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με το οποίο παραδόθηκε η εθνική μας κυριαρχία χωρίς κανένα λόγο, ενώ δεν έχει συμβεί πουθενά κάτι ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία.
Ειδικά όσον αφορά τον αφελληνισμό των τραπεζών και τα κόκκινα δάνεια, αποτέλεσμα της πτώσης του ΑΕΠ, μισθών και εισοδημάτων, της υπερβολικής αύξησης των φόρων, της εισπρακτικής πολιτικής των κυβερνήσεων κατ’ εντολή των Γερμανών κλπ., υπήρχαν πάρα πολλές λύσεις – η καλύτερη το 2013/14, όπου οι τράπεζες είχαν εθνικοποιηθεί, ενώ επιτρεπόταν από την ΕΕ η δημιουργία μίας «bad bank» για τη μεταφορά των κόκκινων δανείων και τη εξυγίανση τους. Η κυβέρνηση έπρεπε τότε απλά να ιδρύσει μία αναπτυξιακή τράπεζα «προικοδοτώντας» την με περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου και μέσω αυτής μία «bad bank» όπως οι Η.Π.Α. το 1933 – οπότε αφενός μεν θα διασωζόταν οι τράπεζες, αφετέρου δεν θα έχαναν τα σπίτια τους οι Έλληνες.
Ο στόχος όμως των Γερμανών, τους οποίους υπηρετούν πιστά όλα τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει την Ελλάδα μετά το 2009, ενώ φαίνεται πως θα συνεχίσουν (ένα ενδεχόμενο που δημιουργεί αμφιβολίες για τη διανοητική κατάσταση του πληθυσμού μας, αν και καταλαβαίνουμε πως είναι το προϊόν χειραγώγησης), δεν είναι η εξυγίανση της οικονομίας μας – αλλά η υφαρπαγή όλων όσων έχουμε και δεν έχουμε, ο διαμελισμός της Ελλάδας με αφετηρία τη Μακεδονία και η μετατροπή της (μέσω των ξένων μεταναστών και του διωγμού των ικανών νέων Ελλήνων) σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία, για να είναι πολύ πιο εύκολα ελεγχόμενη, καθώς επίσης για να παρέχει φθηνό εργατικό δυναμικό στη γερμανική βιομηχανία.
Εν τούτοις ακόμη και σήμερα υπάρχουν λύσεις, εάν κυβερνηθεί η Ελλάδα σωστά, με στόχο (α) την ανάκτηση της χαμένης οικονομικής της ανεξαρτησίας, από την οποία εξαρτάται η εθνική της κυριαρχία, καθώς επίσης (β) την ανάκτηση του 1 τρις € των ζημιών που έχει υποστεί από την πολιτική των μνημονίων (=πτώση των τιμών της ιδιωτικής και δημόσιας ακίνητης περιουσίας, του χρηματιστηρίου, των εισοδημάτων κοκ.).
Εν προκειμένω οφείλει να κατανοήσει κανείς ότι, το ζητούμενο δεν είναι η εξόφληση των δημοσίων χρεών (καμία χώρα δεν τα εξοφλεί, όλες τα ανακυκλώνουν), αλλά η σταδιακή μείωση τους ως προς το ΑΕΠ – κάτι που επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα, εάν αυξάνεται το ΑΕΠ μας με ρυθμό μεγαλύτερο του μέσου κόστους δανεισμού μας. Πόσο μάλλον εάν καταφέρουμε, αφού μπορούμε, να έχουμε πλεονασματικό προϋπολογισμό, καθώς επίσης θετικό εμπορικό ισοζύγιο – όπου για το τελευταίο αρκεί η μείωση των εισαγωγών με την κατανάλωση μόνο ελληνικών προϊόντων, καθώς επίσης η αύξηση των εξαγωγών. Όταν όμως έχουμε κυβερνήσεις που σπαταλούν συνεχώς χρήματα με δανεικά, για την πανδημία περισσότερα ακόμη και από τη Γερμανία (γράφημα), η Ελλάδα θα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – κάτι που είναι αυτονόητο.
Με δεδομένο πάντως το ότι, η Ελλάδα είναι μία πολύ πλούσια χώρα, με πάρα πολλές δυνατότητες και εξαιρετικά ισχυρούς οικονομικούς πυλώνες (πρωτογενής τομέας, μεταποίηση, τουρισμός, ναυτιλία), η ανάπτυξη της με γρήγορους ρυθμούς, ειδικά μετά τη ραγδαία πτώση του παρελθόντος, είναι απολύτως εφικτή – αρκεί φυσικά να λυθούν τα βασικά της λειτουργικά προβλήματα, όπως είναι η υπερβολική φορολόγηση, οι ελλειμματικοί θεσμοί, η αναποτελεσματικότητα του δημοσίου, το ασταθές φορολογικό και επιχειρηματικό της πλαίσιο, η κομματική-πελατειακή διαφθορά κοκ.
Πριν από όλα βέβαια πρέπει να σταματήσει αμέσως το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων και η λεηλασία του ιδιωτικού πλούτου – αφού χωρίς πόρους και μέσα παραγωγής πλούτου, η χώρα είναι αδύνατον να αναπτυχθεί από μόνη της.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εάν οι Έλληνες επιλέξουν ξανά ένα από εκείνα τα κόμματα που τους κατέστρεψαν, ενώ συνεχίζουν να υπηρετούν πιστά τους Γερμανούς και τα μνημόνια, θα χάσουν την τελευταία τους ευκαιρία να ξεφύγουν από την κρίση οι ίδιοι, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους – αφού η Ελλάδα ασφαλώς θα αναπτυχθεί υπό το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς, άλλα όχι προς όφελος των Πολιτών της, όπως ακριβώς η Γουατεμάλα (ανάλυση).
Με κριτήριο πάντως τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες όμως έχουν στόχο τη χειραγώγηση των εκλογέων από αυτούς που τις πληρώνουν, το μέλλον της Ελλάδας διαγράφεται πολύ σκοτεινό – όχι μόνο από οικονομικής πλευράς αλλά, επίσης, από εθνικής. Ευχόμαστε και ελπίζουμε λοιπόν να μην επαληθευτούν οι προβλέψεις τους, σύμφωνα με τις οποίες η χώρα θα διοικηθεί από κάποια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ) και ΣΥΡΙΖΑ – δύο εκ των τριών ή καθόλου απίθανο και των τριών μαζί, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις στη λεηλασία, όπως θα ήθελε η Γερμανία.