Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Επικαιρότητα
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η ελληνική βιομηχανία τον Αύγουστο επιβαρύνθηκε με τιμές, όσον αφορά το κόστος ενέργειας, υψηλότερες κατά 96% σχετικά με το μέσον όρο της Ευρώπης – ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν από τις ακριβότερες ολόκληρη την περίοδο 2015 έως 2020 (πηγή). Όσον αφορά το κόστος παραγωγής, για το σύνολο της βιομηχανίας την περίοδο Ιανουαρίου/Ιουλίου του 2021, ο δείκτης κατέγραψε αύξηση της τάξης του 10% – ενώ οι δύο παραπάνω συντελεστές σημαίνουν ότι, η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της χώρας μας έχει καταρρεύσει, παρά το χαμηλό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Παράλληλα, η μέση τιμή δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (CO2), σημείωσε άνοδο και το Σεπτέμβρη – ενώ για τους τελευταίους 11 μήνες η αύξηση ήταν της τάξης του 145%! Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες χρεώνουν τις υψηλότερες προμήθειες συγκριτικά με την Ευρώπη, έχουν τα μεγαλύτερα spread, τη μεγαλύτερη διαφορά δηλαδή μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, ενώ αποτελούν κράτος εν κράτει – αφού η κυβέρνηση δεν μπορεί να τους επιβάλλει τίποτα, έχοντας καταντήσει να τις εκλιπαρεί για να δανείσουν την πραγματική οικονομία. Εκτός αυτού, οι Έλληνες πληρώνουν τις πιο ακριβές τιμές τηλεπικοινωνιών στην ΕΕ – καθώς επίσης τις ακριβότερες στα τρόφιμα.
Από την άλλη πλευρά, όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει, τα δημοσιονομικά μέτρα που δρομολόγησε ήδη ή δεσμεύθηκε να δαπανήσει η ελληνική κυβέρνηση για την περίοδο της πανδημίας (2020-2022), με δανεικά φυσικά, είναι μακράν τα υψηλότερα όλων των κρατών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναθεωρημένους πίνακες που συνέταξε το ΔΝΤ, με κριτήριο τα δημοσιονομικά μέτρα ως προς το ΑΕΠ του 2020, ήταν ύψους 17,5% – όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί (πηγή):
Περαιτέρω εκτός από τα δημοσιονομικά μέτρα που αφορούν τις κρατικές δαπάνες για την πανδημία συν τα αναβληθέντα έσοδα, η κυβέρνηση δρομολόγησε επί πλέον μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας – όπως είναι τα δάνεια. Εν τούτοις, η ύφεση του 2020 της ελληνικής οικονομίας ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη της ΕΕ (γράφημα) – στο 9% μετά τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από 8,2% και παρά τις αλχημείες της (ανάλυση), όσον αφορά τις προηγούμενες αναθεωρήσεις.
Το πώς είναι δυνατόν τώρα μία χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο και κόκκινο ιδιωτικό χρέος της Ευρώπης να σπαταλάει τόσα χρήματα με δανεικά, περισσότερα από όλες της άλλες χώρες, επί πλέον της κάκιστης διαχείρισης της κρίσης με τα αχρείαστα lockdowns, είναι ασφαλώς ακατανόητο – θυμίζοντας την περίοδο 2004/09 της ίδιας κυβέρνησης ή το «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου. Προφανώς έχουν δοθεί ανταλλάγματα, όπως για την επιμήκυνση των 95 δις € το 2018, έναντι της παράδοσης του ονόματος της Μακεδονίας στα Σκόπια.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ανεξάρτητα από τα ανταλλάγματα, αυτά τα δανεικά που σπαταλήθηκαν θα κληθούμε να τα πληρώσουμε πανάκριβα όλοι εμείς, τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών τους – κάτι που δεν είναι δυνατόν να μην έχουμε μάθει, μετά από 12 οδυνηρά χρόνια μνημόνια επί μνημονίων, με τα οποία καταστράφηκε η οικονομία και υποθηκεύθηκε ολόκληρη η χώρα μας.
Θα πρέπει δε να έχει πολύ θράσος μία κυβέρνηση που υπερηφανεύεται για μία τέτοια καταστροφική οικονομική πολιτική – σημειώνοντας πως καμία μέχρι σήμερα δεν σπατάλησε τόσα χρήματα, δεν ζημίωσε σε τέτοιο βαθμό τη χώρα και δεν δανείσθηκε 41 δις € μέσα σε δύο μόλις χρόνια. Δυστυχώς δεν θα μας αφήσουν τίποτα οι δανειστές – αυτή τη φορά με το δίκιο τους.