Από: menshouse.gr - Γράφει ο Δημήτρης Καναβαράκης
«Βγαίναμε στο χιόνι και προσευχόμασταν στον Θεό για καθοδήγηση. Σκεφτόμασταν μήπως είχαμε αρχίσει να χάνουμε τα λογικά μας, μόνο και μόνο που περνούσε τέτοια σκέψη από το μυαλό μας. Είχαμε γίνει αγρίμια ή αυτό ήταν το μόνο λογικό πράγμα να είχαμε να κάνουμε;»
Παγωμένοι από το κρύο και λιμοκτονώντας, κάθισαν γύρω από το πτώμα ενός νεκρού φίλου τους. Ήταν η κορύφωση του δράματος. Στα χέρια τους κρατούσαν τα όπλα του «εγκλήματος». Ξυράφια και σπασμένα γυαλιά. Έσκισαν τα ρούχα του και μετά το σώμα του.
«Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη τομή. Ένιωθα ότι βίαζα τη μνήμη των φίλων μας, ότι έκλεβα τις ψυχές τους. Απλώσαμε μερικές λωρίδες παγωμένης σάρκας πάνω σε κομμάτι μέταλλο και ο καθένας τελικά έφαγε το κομμάτι που του αναλογούσε, όταν άντεχε τελικά να το κάνει», έχει περιγράψει ο Ρομπέρτο Κανέσα, ένας από τους επιζώντες του «θαύματος των Άνδεων».
Ο 19χρονος τότε φοιτητής ιατρικής, αναδείχτηκε στη μία από τις δύο ηγετικές φυσιογνωμίες των 16 επιζώντων του πιο διάσημου αεροπορικού δυστυχήματος της ιστορίας. Ο άλλος ήταν ο Νάντο Παράδο, επίσης μέλος της ουρουγουανικής ομάδας ράγκμπι «Old Christians Club», που επέβαινε στο αεροσκάφος.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1972 η αποστολή της ομάδας ξεκίνησε από το Μοντεβίδεο, με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής για να αγωνιστούν εναντίον της χιλιανής ομάδας «Old Boys», στο πλαίσιο του «Κυπέλλου Φιλίας«, ενός λατινοαμερικάνικου τουρνουά ράγκμπι.
Μαζί με τους αθλητές της ομάδας ταξίδεψαν φίλοι και συγγενείς. Συμπεριλαμβανομένου και του πενταμελούς πληρώματος, τα άτομα που επιβιβάστηκαν στο δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης ήταν 45.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο καιρός επιδεινώθηκε κι έτσι ο κυβερνήτης του αεροπλάνου επέλεξε να προσγειωθεί στην πόλη της Αργεντινής Μεντόσα, στους πρόποδες των Άνδεων, όπου οι επιβάτες και το πλήρωμα διανυκτέρευσαν. Την επομένη, οι καιρικές συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί, αλλά ο πιλότος ενέδωσε στις πιέσεις των επιβατών και αποφάσισε να απογειωθεί για το Σαντιάγο, αφού πήρε το πράσινο φως από τον πύργο ελέγχου.
Στη διαδρομή το αεροσκάφος αντιμετώπισε έντονες αναταράξεις, τις οποίες οι 40 επιβάτες αντιμετώπισαν με χαμόγελα και χωρίς φόβο. Έστω και αν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους – οι περισσότεροι ήταν 19 ή 20 ετών – ήταν το πρώτο ταξίδι τους με αεροπλάνο.
Ωστόσο, το αεροσκάφος δεν θα άντεχε τις πιέσεις του αέρα πάνω από τις υψηλότερες κορυφές των Άνδεων. Ο πιλότος επέλεξε να κατευθυνθεί νότια, από ένα πέρασμα όπου οι γεωλογικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Η εκτίμηση του ήταν λανθασμένη. Πίστευε ότι είχε περάσει στην άλλη πλευρά των Άνδεων, στην πραγματικότητα όμως το αεροσκάφος βρίσκονταν στη μέση του περάσματος.
Πετούσε ανάμεσα στις κορυφές της οροσειράς που, λόγω της πολύ περιορισμένης ορατότητας, πίστευε ότι είχε προσπεράσει. Η πρόσκρουση σε μια από αυτές τις κορυφές είχε ως αποτέλεσμα να αποκολληθεί το δεξί φτερό. Το αεροσκάφος προσγειώθηκε άτσαλα σε μία απότομη πλαγιά. Κύλησε σαν έλκηθρο και κατέληξε σε ένα χιονισμένο ίσιωμα, σε υψόμετρο 3,5 χιλιομέτρων. Από τους 45 επιβαίνοντες, σκοτώθηκαν ακαριαία 12, μεταξύ αυτών και ο πιλότος.
Οι 33 επιζήσαντες θα έμεναν να παλεύουν σε ένα κατάλευκο τοπίο με την παγωνιά, την ασιτία και την απελπισία. Σε ύψος 3.500 μέτρων και σε θερμοκρασίες, που τη νύχτα έφταναν έως και στους -30.
Μοναδική προστασία από το πολικό ψύχος της νύχτας ήταν το «κουφάρι» του αεροσκάφους. Δεν ήταν δυνατό όμως να την παράσχει σε όλους για συνεχόμενες ώρες. Τις πρώτες οχτώ ημέρες, πέντε από τους 33 υπέκυψαν στα τραύματά τους και τα κρυοπαγήματα.
Η ελπίδα των υπολοίπων να τους εντοπίσουν τα σωστικά συνεργεία «πέθανε» την 11η ημέρα. Τότε που άκουσαν στο τρανζίστορ του αεροσκάφους ότι καταχωρήθηκαν επισήμως ως «αγνοούμενοι», καθώς σταμάτησαν οι έρευνες για την ανεύρεση τους.
«Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγουμε μόνοι μας από εδώ», είπε ένας από τους αθλητές, ο Γκουστάβο Νίκολιτς, σπάζοντας τη νεκρική σιγή που είχαν προκαλέσει τα μαντάτα. Ήταν η στιγμή που οι «άθλιοι» πήραν κουράγιο, αποφασίζοντας να ξεπεράσουν τα όρια τους.
Αυτά δοκιμάστηκαν βιαίως τη 16η ημέρα. Μια φονική χιονοστιβάδα σκότωσε άλλους οχτώ, διαλύοντας ψυχολογικά τους υπόλοιπους. Ούτε τότε όμως παραιτήθηκαν. Πήραν την απόφαση να παλέψουν μέχρι τελικής πτώσης και κάπου εκεί προέκυψε ο κανιβαλισμός.
«Έπρεπε να πράξουμε τη μεγαλύτερη προσβολή, ήταν καθαρή ύβρις. Έπρεπε να φάμε τα νεκρά σώματα για να ζήσουμε. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας και αναρωτιόμασταν. Ξέραμε την απάντηση, αλλά ήταν απαίσιο και μόνο να τη συλλογιζόμαστε. Τα κορμιά των φίλων και των συμπαικτών μας, διατηρημένα στο χιόνι και στον πάγο, περιείχαν ζωτική, ζωοδόχο πρωτεΐνη και μπορούσαν να μας σώσουν. Αλλά ποιος μπορούσε να το κάνει;», γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Ρομπέρτο Κανέσα.
Πριν καταφύγουν εκεί, άρχισαν να τρώνε τις δερμάτινες ζώνες των καθισμάτων και έψαχναν απεγνωσμένα μέσα στο χιόνι για ίχνη τροφής.
Οι επιζήσαντες χάραξαν ένα μεγάλο σταυρό στο χιόνι με τα απομεινάρια των αποσκευών, ελπίζοντας ότι θα είναι ορατός από ψηλά. «Αυτό που μας κρατούσε δυνατούς ήταν η σκέψη της επόμενης μέρας. “Ίσως αύριο”, αυτό ήταν που μας κράτησε ζωντανούς για 72 μέρες. “Ίσως αύριο!” Αυτό ήταν το σύνθημά μας», θυμάται ο Κανέσα.
Ο συνοδοιπόρος του, Νάντο Παράδο, έχασε στο δυστύχημα τη μητέρα και τη 17χρονη αδελφή του. Αντί η τραγωδία να τον γονατίσει, τον ατσάλωσε πνευματικά. «Ήμασταν αθλητές του ράγκμπι και προφανώς η καλή φυσική κατάσταση μας ήταν μια σημαντική παράμετρος. Ύστερα όμως από δυο μήνες λιμοκτονίας, με ένα αδύναμο σώμα, το μόνο που βοηθάει είναι το μυαλό. Ήθελα πάση θυσία να γυρίσω πίσω, στον πατέρα μου, να του πω ότι δεν είχε χάσει ολόκληρη την οικογένεια του, η αγάπη μου για εκείνον έγινε το ισχυρότερο κίνητρο για να γλιτώσω, για να δραπετεύσω από εκεί».
Ύστερα από δύο μήνες στη μέση του πουθενά, ο Παράδο και ο Κανέσα αποφάσισαν να επιχειρήσουν το αδιανόητο. Ήταν η έσχατη λύση, έστω και αν έμοιαζε με αποστολή αυτοκτονίας. Έπρεπε να φύγουν από εκεί, αναζητώντας βοήθεια. Σε μια πορεία προς το άγνωστο, χωρίς προμήθειες και κατάλυμα για προστασία. Ο κατάλευκος, ομιχλώδης ορίζοντας έκοβε τα ήπατα. Η εικόνα της απέραντης, χιονισμένης, βουνοκορφής προκαλούσε δέος. Το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι βρίσκονταν στις αργεντίνικες Άνδεις. Θα πήγαιναν που; Θα έψαχναν τι;
Οι Παράδο και Κανέσα βασίστηκαν στα λεγόμενα του συγκυβερνήτη που πίστευε ότι είχαν φτάσει κοντά σε μια πόλη της Χιλής, ονόματι Κουρίκο. Αν πράγματι ήταν έτσι, θα έπρεπε να κινηθούν δυτικά. Δεν γνώριζαν ότι 29 χιλιόμετρα ανατολικά, υπήρχε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο που θα μπορούσε να τους προστατέψει από την κακοκαιρία.
Η αρχική ομάδα της αποστολής σωτηρίας ήταν τριμελής. Μαζί τους ξεκίνησε και ο Αντόνιο Βιζιντίν. Αφού κατανάλωσαν αρκετή από τη… σάρκα των συντρόφων τους για να έχουν δυνάμεις, ξεκίνησαν. Ήταν 12 Δεκεμβρίου. Μετά από ώρες πεζοπορίας, εντόπισαν τμήματα του αεροπλάνου και ορισμένες απ’ τις βαλίτσες τους. Συνέχιζαν την πεζοπορία, αλλά το δεύτερο βράδυ κόντεψαν να πεθάνουν από το κρύο και αποφάσισαν να επιστρέψουν στη βάση τους. Μαζί τους πήραν τις μπαταρίες του αεροσκάφους που βρήκαν τυχαία.
Τις χρησιμοποίησαν για να ενεργοποιήσουν τα συστήματα επικοινωνίας του αεροσκάφους και να καλέσουν βοήθεια. Το σχέδιο απέτυχε. Δεν έμενε άλλη λύση, έπρεπε να επιχειρηθεί άλλη μία κατάβαση. Αυτή τη φορά όμως θα ήταν πιο οργανωμένοι απέναντι στο μεγαλύτερο εχθρό, το δριμύ ψύχος. Το αντιμετώπισαν κατασκευάζοντας αυτοσχέδιους υπνόσακους από το υλικό που χρησιμοποιούνταν για τη μόνωση του αεροπλάνου.
Το υλικό είχε πράγματι ευεργετικά αποτελέσματα. Χωρίς πυξίδα ή άλλα όργανα, οι δύο άνδρες (ο Βιζιντίν δεν μετείχε θεωρώντας ότι δεν θα αντέξει τις κακουχίες και την εξάντληση) κατάφεραν να περπατήσουν επί 10 ημέρες, διανύοντας απόσταση 24 χιλιομέτρων, όπως αποδείχτηκε αργότερα. Τη 10η ημέρα αντάμωσαν τον πολιτισμό. Κατά τη διάρκεια αυτών των 10 ημερών, σχεδόν απόλυτης νηστείας, ο Κανέσα έχασε 44 κιλά, περίπου το μισό βάρος του!
Ήταν ένας ορεσίβιος μεταφορέας, ονόματι Σέρχιο Καταλάν, ο οποίος τους περιέθαλψε και ειδοποίησε τις αρχές. Όταν τα ελικόπτερα διάσωσης έφτασαν στο σημείο, 72 ημέρες μετά τη συντριβή, βρήκαν 14 ανθρώπους, καθώς άλλοι δύο είχαν στο μεταξύ πεθάνει.
Μέσα σε λίγες ημέρες, η ιστορία είχε κάνει το γύρο του κόσμου. Τα περισσότερα μίντια εστίασαν στην ανθρωποφαγία και όχι στην υπεράνθρωπη θέληση των 16 επιζώντων.
Στα επόμενα χρόνια όμως, οι πρωταγωνιστές της τραγωδίας – ιδίως ο Νάντο Παράδο και ο (διακεκριμένος παιδοκαρδιοχειρούργος πια) Ρομπέρτο Κανέσα, με τις συνεχείς διαλέξεις τους – ανέλαβαν να ενημερώσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη και το αίσθημα της… φρίκης να διαδεχθεί ο θαυμασμός.
Η ιστορία τους δεν θα είχε γίνει ποτέ γνωστή και τα πτώματά τους θα ήταν ακόμα θαμμένα μέσα στο χιόνι, αν το κτήνος δεν είχε νικήσει μέσα τους τον άνθρωπο…