Το βράδυ του Σαββάτου της 26ης Ιουνίου 1965 αποκαλύφθηκε ένα φρικτό έγκλημα σε μια κομψή βίλα στο Μαρούσι. Η 51χρονη Ελένη, σύζυγος πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού και η 16χρονη ανιψιά της Βασιλική, μαθήτρια του Αρσακείου βρίσκονται δολοφονημένες. Η βίλα ήταν αναστατωμένη γεγονός που οδήγησε τους αστυνομικού να σκεφτούν ότι σκοπός του εγκλήματος ήταν η ληστεία.
Οι πρώτες ανησυχίες για τις δυο γυναίκες προέκυψαν από τον ανιψιό της Ελένης, Μανώλη. Ο Μανώλης επικοινωνούσε τακτικά με τη θεία του για να την ρωτήσει μήπως ήθελε να την μεταφέρει κάπου, επειδή εκείνος οδηγούσε το αυτοκίνητό της εξαιτίας του άσθματος που την ταλαιπωρούσε. Το πρωί της Παρασκευής ο Μανώλης τηλεφώνησε στη θεία του χωρίς να λάβει απάντηση. Το απόγευμα της ίδιας μέρας πήγε στη βίλα της στο Μαρούσι, αλλά κανείς δεν απάντησε παρά τα επίμονα χτυπήματα του στην πόρτα. Δεν ανησύχησε, υποθέτοντας ότι θα είχαν πάει εκδρομή κάπου κοντά μαζί με την ανιψιά της, που ήταν και μόνο δική της συντροφιά κατά τις μακρές περιόδους απουσίας του συζύγου της.
Οι πρώτες ανησυχίες για τις δυο γυναίκες προέκυψαν από τον ανιψιό της Ελένης, Μανώλη.
Ο Μανώλης επικοινωνούσε τακτικά με τη θεία του για να την ρωτήσει μήπως
ήθελε να την μεταφέρει κάπου, επειδή εκείνος οδηγούσε το αυτοκίνητό της
εξαιτίας του άσθματος που την ταλαιπωρούσε. Το πρωί της Παρασκευής ο
Μανώλης τηλεφώνησε στη θεία του χωρίς να λάβει απάντηση. Το απόγευμα της
ίδιας μέρας πήγε στη βίλα της στο Μαρούσι, αλλά κανείς δεν απάντησε
παρά τα επίμονα χτυπήματα του στην πόρτα. Δεν ανησύχησε, υποθέτοντας ότι θα είχαν πάει εκδρομή κάπου κοντά μαζί με την ανιψιά της, που ήταν και μόνο δική της συντροφιά κατά τις μακρές περιόδους απουσίας του συζύγου της.
Την ίδια ώρα επανειλημμένα τηλεφωνήματα στη βίλα έκανε και η μητέρα της δεκαεξάχρονης Βασιλικούλας, προσπαθώντας να τις εντοπίσει.
Μάλιστα επικοινώνησε και με το Μανώλη για να τον ρωτήσει μήπως τις είχε
μεταφέρει κάπου με το αυτοκίνητο. Όταν εκείνος της απάντησε πως τις
αναζητούσε, η ανησυχία της μητέρας της Βασιλικής τον οδήγησε στο να
επιστρέψει στην βίλα για να δει μήπως έχουν επιστρέψει.
Ο Μανώλης έφτασε το πρωί του Σαββάτου στην εξώθυρα του σπιτιού, χτύπησε την πόρτα, χωρίς και πάλι να πάρει απάντηση. Το ίδιο συνέβη και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κάνοντας τον Μανώλη να ανησυχήσει πραγματικά και να θελήσει να πάει στην αστυνομία. Λίγο πριν αποχωρήσει από τον κήπο της βίλας, μια γειτόνισσα των φώναξε και του είπε πως μπορεί να απευθυνθεί στην κυρία Εμμυ, που έμενε λίγο παρακάτω και είχε κλειδί της βίλας. Η Έμμυ ήταν φίλη της θείας του και είχε το κλειδί της βίλας προκειμένου όταν παθαίνει κρίση άσθματος η Ελένη, να της τηλεφωνεί και να μπορεί εκείνη αμέσως να μπαίνει στη βίλα και να την βοηθά.
Ο Μανώλης πήρε το κλειδί από την φίλη της θείας του και αμέσως κατευθύνθηκε προς την βίλα. Άνοιξε την εξώθυρα και μόλις μπήκε μέσα μία φοβερή δυσοσμία τον «χτύπησε». Άνοιξε το φως και κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο, από όπου ερχόταν και η μυρωδιά. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν φρικτό. Οι δύο γυναίκες κείτονταν νεκρές, πλημμυρισμένες στο αίμα πάνω στο κρεβάτι τους. Τα πτώματα είχαν φουσκώσει από τη ζέστη κάνοντας το θέαμα περισσότερο φρικώδες. Έτρεξε στην πόρτα και κάλεσε σε βοήθεια, ενώ λίγα λεπτά αργότερα έφτασε η αστυνομία.
«Θα τα πω όλα για αυτές τις βρώμες!»
«Έλα να μας τα πεις και στο τμήμα», είπαν οι αστυνομικοί στον Μανώλη, που είχε ανακαλύψει τα πτώματα. Ο νεαρός επέμενε στην ιστορία του, αλλά φαινόταν ύποπτος, γιατί στο παρελθόν είχε καταδικαστεί για τεντιμποϊσμό που σχετιζόταν με ένα τροχαίο το οποίο όμως δεν ήταν σοβαρό. Δαχτυλικά αποτυπώματα δεν βρέθηκαν πουθενά στο σπίτι, γεγονός που άφηνε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, σχετικά με το ποιο ήταν το κίνητρο των φόνων.
Όμως, οι καταθέσεις των γειτόνων που έκαναν λόγο για την ύπαρξη ενός νεαρού, που τριγύριζε το σπίτι με μια κόκκινη βέσπα, έριξαν φως στην υπόθεση. Ιδιοκτήτης της βέσπας ήταν ένας άλλος ανιψιός της Ελένης και ξάδελφος της Βασιλικής. Ο 25χρονος Δημήτρης θεωρήθηκε αμέσως ύποπτος γιατί δεν έκρυβε το μίσος του για την θεία του. Η Ελένη δεν είχε επιτρέψει στον σύζυγό της να τον βοηθήσει οικονομικά για να φοιτήσει στην ναυτική σχολή και έδειχνε την εύνοια της στην ξαδέλφη του Βασιλική. Ο ίδιος όταν ερωτήθηκε για την παρουσία του έξω από τη βίλα, απάντησε πως είχε πάει για χαρτζιλίκι από τη θεία του, αλλά δεν του άνοιξε κανείς.
Και οι δύο ανιψιοί εξετάστηκαν κατ' αντιπαράσταση, αλλά η αστυνομία δεν μπόρεσε να οδηγηθεί σε συμπέρασμα. Ένα πράγμα έμοιαζε βέβαιο. Ο δολοφόνος είχε φάει με τις δύο γυναίκες πριν γίνει το κακό, αφού στον τόπο του εγκλήματος υπήρχαν τρία άπλυτα σερβίτσια. Λίγες ημέρες αργότερα, ένα λάθος θα οδηγήσει τις Αρχές στην αποκάλυψη του δράστη.
Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του 25χρονου Δημήτρη εντοπίστηκαν κηλίδες αίματος σε εσώρουχο του αλλά και στις κάλτσες του, ενώ μετά από έλεγχο και της περίφημης βέσπας βρέθηκαν επίσης σταγόνες από αίμα. Όμως ο έλεγχος στην οικία και τη βέσπα του Δημήτρη δεν έγινε προγραμματισμένα, αλλά προέκυψε έπειτα από την κατάθεση της μητέρας του! Ο νεαρός είχε πει πως το μεσημέρι της δολοφονίας επέστρεψε στο σπίτι του και έφαγε για μεσημεριανό βραστό κρέας, ενώ η μητέρα του κατέθεσε πως είχε μαγειρέψει το συγκεκριμένο φαγητό δυο ημέρες νωρίτερα.
Στην αρχή αρνήθηκε τα πάντα, φωνάζοντας πως δε γνωρίζει τίποτα για το έγκλημα. Όταν όμως οδηγήθηκε στη βίλα για την αναπαράσταση του εγκλήματος, δεν άντεξε και ξέσπασε: «Θα τα πω όλα για αυτές τις βρώμες! Φάγαμε και έπειτα είπα πως θα παω να πλαγιάσω. Το ίδιο έκαναν κι εκείνες. Εγώ σηκώθηκα και πήρα το κουζινομάχαιρο και ένα κατσαβίδι. Τις χτύπησα και έφυγα». Βέβαια, επιστρέφοντας στο αστυνομικό τμήμα, αρνήθηκε ξανά τα πάντα: «Εγώ ομολόγησα; Εγώ είμαι τρελός και δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το έγκλημα και αυτό το σπίτι». Μάλιστα, οι συνήγοροί του υποστήριξαν ότι έχει το ακαταλόγιστο και πάσχει από σχιζοφρένεια.
Όταν ο Δημήτρης κλήθηκε από τον ανακριτή, άλλαξε και πάλι στάση και είπε: «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έγινε αυτό το έγκλημα, αυτό το κακό. Δεν μπορώ να δώσω καμία εξήγηση και τις δυο αυτές τις γυναίκες τις υπεραγαπούσα. Ποτέ δεν είχαμε μαλώσει».
Η δίκη και η εκτέλεση
Τον Απρίλιο του 1966, ο Δημήτρης κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Αθηνών σε μια ασφυκτικά γεμάτη δικαστική αίθουσα. Το ενδιαφέρον χτύπησε «κόκκινο», όταν κατά την έναρξη αρνήθηκε για ακόμα μια φορά την κατηγορία.
«Ο κατηγορούμενος έσφαξε την αδελφή μου και την κόρη μου από μίσος και ζήλια. Ήταν φυγόπονος, αλλά του άρεσε η πολυτελής ζωή. Τον είχα πάρει μαζί μου στο καράβι «Νήσος Κέρκυρα», αλλά έφυγε. Ζήλευε την κόρη μου επειδή ήταν άριστη μαθήτρια και ήταν αγαπητή στη θεία της, η οποία θα την άφηνε κληρονόμο. Ο χαρακτήρας του ήταν πολύ κακός. Σκοπός του ήταν, μετά τους δυο φόνους, να ληστέψει τη θεία του και να εξουδετερώσει τη Βασιλικούλα από κληρονόμο. Από την αδελφή μου έκλεψε, μετά το έγκλημα, και ένα κινητό χρηματοκιβώτιο με 40.000 δραχμές, τις οποίες είχε για να αγοράσει ένα οικόπεδο» κατέθεσε ο πατέρας της άτυχης Βασιλικής.
Η ένταση χτύπησε κόκκινο όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο Μανώλης, ο δεύτερος ανιψιός της Ελένης, ο οποίος αρχικά είχε θεωρηθεί ύποπτος από την αστυνομία. Μάλιστα, δέχτηκε τα πυρά της υπεράσπισης η οποία άφησε υπόνοιες για εμπλοκή του στην δολοφονία, αλλά και ερωτικής σχέσης με τη θεία του. Οι συνήγοροι επέμεναν πως ο κατηγορούμενος δεν είναι ο δράστης ισχυριζόμενοι, μάλιστα, πως ο δολοφόνος βρίσκεται ανάμεσα στα πρόσωπα του περιβάλλοντος της Ελένης, την οποία επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως «γυναίκα αμφιβόλου ηθικής».
«Στην αστυνομία, είπα ότι έκανα το έγκλημα, γιατί ήθελα να τους κάνω λίγο τον έξυπνο. Αν μου έλεγαν ότι είμαι και αστροναύτης θα το παραδεχόμουν. Έδωσα μπουνιά στο μαχαίρι και χτυπήθηκα. Δεν δέχομαι ότι έκανα το έγκλημα», είπε κατά την απολογία του ο Δημήτρης και συμπλήρωσε: «Στην ψυχή μου στέκεται ψηλά η θεία μου και η ξαδέλφη μου. Έπεα πτερόεντα, όσα είπαν εις βάρος της θείας μου. Δεν υπάρχει φόνος κ. Πρόεδρε. Ώσπου να μου βγει η ψυχή, θα λέω ότι δεν έγινε φόνος ούτε από εμένα, ούτε από κανέναν άλλον. Ούτε στις φωτογραφίες των πτωμάτων πιστεύω. Γιατί εδώ στην Ελλάδα όλα γίνονται, το λέει και το τραγούδι, όλα είναι ψέματα και ας φαίνονται αλήθεια. Θέλω να σας ευχαριστήσω γι’ αυτό το τεστ, που με βοήθησε να γνωρίσω τον εαυτό μου».
Η εισαγγελική πρόταση
Ως έναν από τους ειδεχθέστερους εγκληματίες χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο ο εισαγγελέας της έδρας, ζητώντας να του επιβληθεί η εσχάτη των ποινών. «Όχι μόνον δεν είναι σχιζοφρενής, αλλά οι πράξεις του διέπονται από ψυχράν λογικήν. Διέπραξε δε το διπλούν έγκλημα, ένεκα μίσους προς τας δυο γυναίκας και δια να κλέψη τα χρήματα, τα οποία η θεία του Ελένη Λαζάρου, εφύλασσεν εις διαφόρους κρύπτας της οικίας της» είπε στο δικαστήριο.
Την 7η Ιουλίου 1966 ο 25χρονος Δημήτρης καταδικάστηκε
δύο φορές σε θάνατο για τη δολοφονία της θείας και της ξαδέλφης του.
Ωστόσο, οι ένορκοι αν και αποφάνθηκαν ότι είναι ένοχος χωρίς
ελαφρυντικό, ευχήθηκαν να μην του επιβληθεί η ποινή του θανάτου, χωρίς
να εισακουστούν από τους δικαστές. Δυο χρόνια αργότερα, ο Δημήτρης
εκτελέστηκε.