Από τις αντιδράσεις, δηλώσεις και δημοσιεύσεις, των ημερών γύρω από τα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών για τις συναντήσεις του 2017 στο Κραν Μοντάνα, που δημοσιεύει ο «Φιλελεύθερος», βγαίνει ένα θλιβερό συμπέρασμα.
Από: philenews.com / Άριστος Μιχαηλίδης
Ότι πολλοί Ελληνοκύπριοι, παράγοντες της δημόσιας ζωής, κομματικοί, δημοσιογράφοι κ.ά., είναι έτοιμοι, αποφασισμένοι, μερακλωμένοι που λέμε, να δεχθούν ότι οι τουρκικές εγγυήσεις και ο τουρκικός στρατός θα είναι για πάντα στην Κύπρο και, επομένως, πρέπει να βρούμε τρόπο να ζήσουμε με αυτό το δεδομένο. Μπορεί να μην το επιθυμούν, αρκετοί το επιθυμούν κιόλας, πάντως δεν σκέφτονται ότι αυτό μπορεί να βάζει σε κίνδυνο το μέλλον της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο. Για την ακρίβεια, δεν τους αφορά αυτό. Οι ίδιοι αισθάνονται τόσο διεθνιστές και πολυπολιτισμικοί, που ο όρος «ελληνοκυπριακή κοινότητα» θεωρούν ότι εκφράζει πλέον εθνικισμό. Και μπορούμε να επιβιώσουμε στην Κύπρο χωρίς τέτοιες αναχρονιστικές ανασφάλειες και χωρίς να μας διακατέχει φοβία που θα είναι μέρος της πατρίδας μας και η Τουρκία. Κάποιοι το θεωρούν και ωφέλιμο. Δεν είναι θέμα επιβίωσης, είναι θέμα εθνικισμού.
Το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι ίδιοι «παράγοντες», πλασάρονται ως οι πιο θερμοί υπερασπιστές της συνύπαρξης με τους Τουρκοκύπριους, αλλά αρνούνται να αντιληφθούν –και να αντιδράσουν– ότι η παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο είναι αυτή τη συνύπαρξη που απειλεί, δεν είναι μόνο τους Ελληνοκύπριους. Και μπροστά σε αυτή την ελαττωματική τους αντίληψη δεν θέλουν καν να ασχοληθούν με την ουσία των τουρκικών θέσεων, όπως αποκαλύπτονται στα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι κατηγορηματικές οι τοποθετήσεις του Τσαβούσογλου ότι τουρκικά στρατεύματα θα μείνουν στην Κύπρο για πάντα, και μάλιστα σε τελικούς αριθμούς που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας στρατιωτικής βάσης, και ότι οι τουρκικές εγγυήσεις θα υπάρχουν, τουλάχιστον 15 χρόνια μετά από τη λύση και στα 15 χρόνια μπορεί να επανεξεταστούν. Κι αν είμαστε όλοι οι Κύπριοι καλά παιδιά και δεν θυμώνει η Τουρκία με τη συμπεριφορά μας μπορεί η επανεξέταση να γίνει και στα δώδεκα χρόνια.
Αλλά, ακόμα και ο Άντρος Κυπριανού, μέχρι πρόσφατα ηγέτης του μεγάλου ΑΚΕΛ, αρθρογράφησε χτες στον «Φιλελεύθερο» για να εξηγήσει στο λαό ότι αυτές ήταν οι αρχικές θέσεις της Τουρκίας. Αρχικές θέσεις που κατατέθηκαν δυο - τρεις ώρες πριν από το δείπνο του τελικού ναυαγίου; Δηλαδή, πότε θα άλλαζαν αυτές οι αρχικές θέσεις; Την επόμενη μέρα του ναυαγίου; Και τι ζητούσε να κερδίσει για να μετακινηθεί από αυτές τις αρχικές θέσεις; Μας λένε ότι ήθελε να κερδίσει την πολιτική ισότητα και την αποτελεσματική συμμετοχή. Μα, πώς μπορεί να ισχύει αυτό όταν ο Γενικός Γραμματέας στην έκθεση, που συχνά επικαλούνται, αναφέρει ότι «μέχρι το τέλος της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία για την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και την αποτελεσματική συμμετοχή» (ΚΥΠΕ, 30/9/2017).
Αν είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία, δεν ήταν η ώρα για να μετακινηθεί και η Άγκυρα από αυτές τις αρχικές της θέσεις; Η ουσία εδώ είναι. Ότι δεν ήταν αρχικές θέσεις, ήταν τελικές θέσεις. Τουρκικός στρατός για πάντα στην Κύπρο με στρατιωτική βάση -προφανώς ανάλογη με τις βρετανικές βάσεις- και ο τουρκικός στρατός, αυτός που κάνει πραξικοπήματα και εισβολές, να είναι εγγυητής της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Ίσως, η τελική θέση για τις εγγυήσεις μόνο να ερχόταν σε 15 χρόνια. Και η ευελιξία της Άγκυρας ήταν η μετονομασία της Συνθήκης Εγγύησης σε Συνθήκη Εφαρμογής.
Το ερώτημα, λοιπόν, το μόνο ερώτημα που υπάρχει, είναι αν εμείς αποδεχόμαστε ή όχι αυτή τη συμφωνία, αυτή τη νομιμοποίηση ρόλου και λόγου της Τουρκίας στη χώρα μας. Όλα τα άλλα είναι λόγια χωρίς νόημα. Και δικαιολόγηση αυτής της αποδοχής. Μπορεί να έχουν αντιληφθεί οι άνθρωποι πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ας το ομολογήσουν όμως, ας το εξηγήσουν στο λαό, δεν υπάρχει λόγος να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας.
Ότι πολλοί Ελληνοκύπριοι, παράγοντες της δημόσιας ζωής, κομματικοί, δημοσιογράφοι κ.ά., είναι έτοιμοι, αποφασισμένοι, μερακλωμένοι που λέμε, να δεχθούν ότι οι τουρκικές εγγυήσεις και ο τουρκικός στρατός θα είναι για πάντα στην Κύπρο και, επομένως, πρέπει να βρούμε τρόπο να ζήσουμε με αυτό το δεδομένο. Μπορεί να μην το επιθυμούν, αρκετοί το επιθυμούν κιόλας, πάντως δεν σκέφτονται ότι αυτό μπορεί να βάζει σε κίνδυνο το μέλλον της ελληνοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο. Για την ακρίβεια, δεν τους αφορά αυτό. Οι ίδιοι αισθάνονται τόσο διεθνιστές και πολυπολιτισμικοί, που ο όρος «ελληνοκυπριακή κοινότητα» θεωρούν ότι εκφράζει πλέον εθνικισμό. Και μπορούμε να επιβιώσουμε στην Κύπρο χωρίς τέτοιες αναχρονιστικές ανασφάλειες και χωρίς να μας διακατέχει φοβία που θα είναι μέρος της πατρίδας μας και η Τουρκία. Κάποιοι το θεωρούν και ωφέλιμο. Δεν είναι θέμα επιβίωσης, είναι θέμα εθνικισμού.
Το πιο επικίνδυνο είναι ότι οι ίδιοι «παράγοντες», πλασάρονται ως οι πιο θερμοί υπερασπιστές της συνύπαρξης με τους Τουρκοκύπριους, αλλά αρνούνται να αντιληφθούν –και να αντιδράσουν– ότι η παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο είναι αυτή τη συνύπαρξη που απειλεί, δεν είναι μόνο τους Ελληνοκύπριους. Και μπροστά σε αυτή την ελαττωματική τους αντίληψη δεν θέλουν καν να ασχοληθούν με την ουσία των τουρκικών θέσεων, όπως αποκαλύπτονται στα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών.
Είναι κατηγορηματικές οι τοποθετήσεις του Τσαβούσογλου ότι τουρκικά στρατεύματα θα μείνουν στην Κύπρο για πάντα, και μάλιστα σε τελικούς αριθμούς που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας στρατιωτικής βάσης, και ότι οι τουρκικές εγγυήσεις θα υπάρχουν, τουλάχιστον 15 χρόνια μετά από τη λύση και στα 15 χρόνια μπορεί να επανεξεταστούν. Κι αν είμαστε όλοι οι Κύπριοι καλά παιδιά και δεν θυμώνει η Τουρκία με τη συμπεριφορά μας μπορεί η επανεξέταση να γίνει και στα δώδεκα χρόνια.
Αλλά, ακόμα και ο Άντρος Κυπριανού, μέχρι πρόσφατα ηγέτης του μεγάλου ΑΚΕΛ, αρθρογράφησε χτες στον «Φιλελεύθερο» για να εξηγήσει στο λαό ότι αυτές ήταν οι αρχικές θέσεις της Τουρκίας. Αρχικές θέσεις που κατατέθηκαν δυο - τρεις ώρες πριν από το δείπνο του τελικού ναυαγίου; Δηλαδή, πότε θα άλλαζαν αυτές οι αρχικές θέσεις; Την επόμενη μέρα του ναυαγίου; Και τι ζητούσε να κερδίσει για να μετακινηθεί από αυτές τις αρχικές θέσεις; Μας λένε ότι ήθελε να κερδίσει την πολιτική ισότητα και την αποτελεσματική συμμετοχή. Μα, πώς μπορεί να ισχύει αυτό όταν ο Γενικός Γραμματέας στην έκθεση, που συχνά επικαλούνται, αναφέρει ότι «μέχρι το τέλος της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία για την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία και την αποτελεσματική συμμετοχή» (ΚΥΠΕ, 30/9/2017).
Αν είχαν πρακτικά καταλήξει σε πλήρη συμφωνία, δεν ήταν η ώρα για να μετακινηθεί και η Άγκυρα από αυτές τις αρχικές της θέσεις; Η ουσία εδώ είναι. Ότι δεν ήταν αρχικές θέσεις, ήταν τελικές θέσεις. Τουρκικός στρατός για πάντα στην Κύπρο με στρατιωτική βάση -προφανώς ανάλογη με τις βρετανικές βάσεις- και ο τουρκικός στρατός, αυτός που κάνει πραξικοπήματα και εισβολές, να είναι εγγυητής της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Ίσως, η τελική θέση για τις εγγυήσεις μόνο να ερχόταν σε 15 χρόνια. Και η ευελιξία της Άγκυρας ήταν η μετονομασία της Συνθήκης Εγγύησης σε Συνθήκη Εφαρμογής.
Το ερώτημα, λοιπόν, το μόνο ερώτημα που υπάρχει, είναι αν εμείς αποδεχόμαστε ή όχι αυτή τη συμφωνία, αυτή τη νομιμοποίηση ρόλου και λόγου της Τουρκίας στη χώρα μας. Όλα τα άλλα είναι λόγια χωρίς νόημα. Και δικαιολόγηση αυτής της αποδοχής. Μπορεί να έχουν αντιληφθεί οι άνθρωποι πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ας το ομολογήσουν όμως, ας το εξηγήσουν στο λαό, δεν υπάρχει λόγος να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας.