Από: philenews.com - ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Το τουρκικό έγγραφο ημερομηνίας 14.9.1963, το οποίο φέρει την υπογραφή του δρα Φαζίλ Κουτσιούκ, αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ραούφ Ντενκτάς Προέδρου της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, σημείωνε πως «όταν αρχίσει ο αγώνας, η Τουρκική Κοινότης η οποία είναι διασπαρμένη εις όλην την Νήσο, να μαζευθεί εις μιαν ζώνη διά της βίας και να είναι υποχρεωμένη όπως κρατήσει εκείνην την ζώνη. Αυτό θα εξαρτηθεί από το στρατηγικόν σχέδιον το οποίον θα ετοιμάσουν οι ειδικοί…». Αυτό έγινε με αποσχιστικές ενέργειες και προαγγέλλοντας μέσα από το μυστικό έγγραφο την αυτονόμηση των Τουρκοκυπρίων, τη συγκέντρωση τους σε μία ζώνη αλλά και την εισβολή. Το έγγραφο είχε «περάσει» τότε στα χέρια της ελληνικής πλευράς. Ποιος το μελέτησε και το αξιολόγησε; Ποιες αποτρεπτικές κινήσεις έγιναν; Με πολιτικές του μπαλκονιού και επιδερμικότητες δεν αντιμετωπίζονται στρατηγικές επιδιώξεις της επεκτατικής Τουρκίας.
Εκείνο, λοιπόν, το έγγραφο ήταν εν πολλοίς προάγγελος των όσων ακολούθησαν, τα οποία διευκολύνθηκαν και από τη διαχείριση (ή μη διαχείριση), που έκανε η ελληνική πλευρά. Άλλωστε, στην αρχή ούτε και οι Έλληνες της Κύπρου είχαν πιστέψει στο νέο κράτος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η άγνοια κινδύνου, που χαρακτήριζε τη Λευκωσία, που γνώριζε τις τουρκικές επιδιώξεις και εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως τις υποβάθμιζε. Δεν ήθελε να τις αντιμετωπίσει.
Το 1974 το… κόκκινο χαλί στρώθηκε και η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Ήταν η ευκαιρία που ανέμενε για χρόνια η Άγκυρα. Της την πρόσφερε η χούντα των Αθηνών και οι εδώ άνθρωποί της, η ΕΟΚΑ Β. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί πως μεταξύ του πρώτου γύρου της εισβολής και του δεύτερου, οι λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις καθόρισαν το τοπίο, στη βάση των τετελεσμένων, που διαμορφώθηκαν επί του εδάφους. Και χωρίς ακόμη να ολοκληρωθούν τα σχέδια του Αττίλα με την προέλαση των κατοχικών δυνάμεων.
Την 30ή Ιουλίου 1974, στη Διάσκεψη της Γενεύης, οι εγγυήτριες δυνάμεις είχαν καταλήξει σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων αναφέρει πως «οι υπουργοί εσημείωσαν την ύπαρξιν εν τη πράξει δύο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο, δηλών ότι εκείνη της ελληνοκυπριακής κοινότητος και εκείνη της τουρκοκυπριακής κοινότητος». Προστίθεται, όμως, ότι «οι υπουργοί συνεφώνησαν να μελετήσουν κατά την προσεχή των συνάντηση τα ανακύπτοντα εκ της υπάρξεως των αυτονόμων διοικήσεων προβλήματα, χωρίς τούτο να προδικάζη τα μέλλοντα να εξαχθούν εκ της καταστάσεως ταύτης συμπεράσματα…» (Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γεγονότα και Κείμενα Όγδοος τόμος, σελ. 44). Μια τέτοια αναφορά, όπως και οι συζητήσεις που έγιναν στη σύσκεψη των Αθηνών, τέλος Νοεμβρίου αρχές Δεκεμβρίου 1974, ενόψει της επιστροφής του Μακαρίου στην Κύπρο, προδίκαζαν τη συνέχεια. Ο Μακάριος τότε είχε αποφύγει να δεσμευθεί ενώπιον του Καραμανλή, ο οποίος κινείτο στο ίδιο μήκος κύματος με τον Κληρίδη.
Είναι πρόδηλο πως εκείνες οι αναφορές στη Γενεύη, όπως και οι μετέπειτα χειρισμοί, εξηγούν τις φόρμουλες για «συστατικά κράτη» και «συνιστώντα κρατίδια», που σήμερα θεωρούνται δεδομένα και μέρος του «διαπραγματευτικού κεκτημένου»!
Οι «εποικοδομητικές ασάφειες», η συστηματική υποβάθμιση των επιδιώξεων της άλλης πλευράς, που είναι απόρροια της αδυναμίας διαμόρφωσης πολιτικής, αποτέλεσμα φοβικού συνδρόμου, διευκολύνει την υλοποίηση των σχεδιασμών του εχθρού. Όσο οι εξελίξεις τυγχάνουν μοιρολατρικής αντιμετώπισης, η πορεία είναι προδικασμένη. Και βαθμηδόν η κατοχική Τουρκία θα ολοκληρώνει τα σχέδια της για τον πλήρη έλεγχο του νησιού. Η κατοχική δύναμη επιβάλλει τετελεσμένα σε θάλασσα και έδαφος και επιδιώκει να καταστήσει την Κυπριακή Δημοκρατία σε προτεκτοράτο της. Σε αυτούς τους επεκτατικούς σχεδιασμούς, που είναι διαχρονικοί, πρέπει να διαμορφωθούν αποτρεπτικές πολιτικές. Πολιτικές, που θα προσφέρουν διεξόδους για απαλλαγή της κατοχής, για απελευθέρωση. Καιρός είναι να κοιτάξει η ελληνική πλευρά πέραν από τη «σιγουριά» της διαχείρισης των τετελεσμένων της εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής.