Ο Ζαν Πολ Γκετί Γ’ απήχθη στις 16 Δεκεμβρίου του 1973 και η απελευθέρωσή του έγινε μετά από πέντε μήνες – Ο παππούς του και πατριάρχης της οικογένειας με καθυστέρηση δάνεισε τα λύτρα στον γιο του με επιτόκιο 4%.
Από: protothema.gr / Νεφέλη Λυγερού
Αυτές τις ημέρες το όνομα Γκέτι βρίσκεται για ακόμα μία φορά στη δημοσιότητα. Το περίφημο μουσείο Γκέτι που εδράζεται στο Λος Άντζελες απέκτησε ένα πολύτιμο έργο τέχνης έναντι 53 εκατομμυρίων δολαρίων. Πρόκειται για το «Jeune home a sa fenetre» (νεαρός στο παράθυρο) του Γκιστάβ Καγιεμπότ, φιλοτεχνημένο το 1876.
Σε δήλωση του μετά την πώληση, ο Σκοτ Άλαν, επιμελητής έργων ζωγραφικής του μουσείου, χαρακτήρισε τον πίνακα «αριστούργημα». Είναι μόνο ένα από τα αμέτρητα αριστουργήματα τέχνης που φιλοξενούνται στο μουσείο, το οποίο και χαρακτηρίστηκε το ακριβότερο του αιώνα. Κόστισε 1 δισ. δολάρια, ενώ χρειάστηκαν 14 χρόνια για να ανεγερθεί με την υπογραφή του διάσημου Αμερικανού αρχιτέκτονα Ρίτσαρντ Μέιερ.
Μόνο αριστουργηματική, όμως, δεν είναι η ιστορία ενός άλλου νεαρού συνυφασμένη με το όνομα Γκετί. Μία ιστορία, ο επίλογος της οποίας γράφτηκε σαν σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα. Μπορεί ο πρωταγωνιστής της να μην ενέπνευσε ζωγράφους να τον αποτυπώσουν στο έργο τους, όπως το αγόρι του προαναφερόμενου πίνακα, αλλά κόσμησε όλα τα εξώφυλλα του κόσμου. Και όχι για τους σωστούς λόγους.
Η απαγωγή του 16χρονου Ζαν Πολ Γκετί Γ’
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1973, το όνομα Γκέτι κυριαρχούσε στα νέα όλης της υφηλίου. Εφημερίδες από κάθε γωνία του πλανήτη μετέδιδαν την απελευθέρωση του εγγονού του Ζαν Πολ Γκετί, μετά από ομηρία πέντε μηνών. Ο 16χρονος διάδοχος της Δυναστείας, ένα μέχρι τότε ξέγνοιαστο και ολίγον τί αντισυμβατικό αγόρι, είχε πέσει θύμα απαγωγής μήνες νωρίτερα από την ιδιαίτερα σκληρή μαφία της Καλαβρίας εξαιτίας του ονόματός του. Ο παππούς του ήταν ο περίφημος μεγιστάνας του πετρελαίου με τη δυσθεώρητη περιουσία. Οι τοπικοί μαφιόζοι θεώρησαν ότι χτύπησαν φλέβα χρυσού. Δίχως προστασία, ο νεαρός κυκλοφορούσε με τους φίλους του στη Ρώμη, συχνάζοντας σε μπαράκια και πλατείες, φλερτάροντας με κορίτσια.
Χρειάστηκε να επιδοθούν σε πολύμηνη έρευνα, καθώς αρχικά αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ο εγγονός ενός εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο μπορούσε να είναι ο χίπης, τον οποίο και παρακολουθούσαν καθημερινά να τριγυρνάει δίχως σκοπό με μεγαλύτερες γυναίκες, πουλώντας κοσμήματα και κάνοντας περιστασιακά το γυμνό μοντέλο.
Επιβεβαίωσαν, όμως, την ταυτότητά του. Δεν είχαν κάνει λαθος. Είχαν πράγματι εντοπίσει το Ζαν Πολ Γκετί Γ’, γιό του Ζαν Πολ Γκέτι Τζούνιορ - γνωστό ως «Μεγάλο Πολ»- που διοικούσε το παράρτημα της εταιρείας του πατέρα του στην Ρώμη και εγγονό του πατριάρχη της οικογένειας.
Ο νεαρός που έμελλε να ζήσει μία τραυματική εμπειρία που σφράγισε τόσο τη ζωή, όσο και τη μοίρα του, γεννήθηκε στη Καλιφόρνια, αλλά ζούσε με τους γονείς του στη Ρώμη. Ο πατέρας του, εγκατέλειψε την οικογενειακή επιχείρηση, τη σύζυγο του Γκέιλ Χάρις, αυτόν και τα τρία ακόμα αδέλφια του, όταν ερωτεύθηκε παράφορα την ηθοποιό Ταλίθα Ντίνα Πολ. Μετακόμισαν μαζί στο Μαρόκο. Σε ένα παλάτι που αγόρασαν διοργάνωναν θρυλικά πάρτι/όργια με καλεσμένους όπως τους Μπιτλς. Τα ναρκωτικά έρρεαν άφθονα. Το ζευγάρι ήταν βαθιά εξαρτημένο από αυτά.
Εντωμεταξύ, ο γιος του Πολ παρέμεινε στη Ρώμη με τη μητέρα και τα αδέλφια του. Το διαζύγιο των γονιών του και οι καταχρήσεις του πατέρα του τον επηρέασαν.
Αποβλήθηκε από εφτά σχολεία, παράτησε τις σπουδές του και ξεκίνησε και αυτός με τη σειρά του χρήση ναρκωτικών. Σε αυτή τη φάση της ζωής του «συναντήθηκε» με τους μαφιόζους Ντραγκέτα, οι οποίοι τον άρπαξαν. Από εκεί ξεκίνησε ο εφιάλτης. Οι μαφιόζοι υπέθεταν ότι ο μικρός θα ήταν το χρυσό εισιτήριό τους. Πίστευαν ότι η οικογένειά του θα έδινε δίχως καθυστέρηση τα 17 εκ λύτρα που απαιτούσαν για την απελευθέρωσή του. Η απροθυμία του παππού Γκετί, όμως, οδήγησε σε μία παρατεταμένη ομηρία. Ο 16χρονος κυριολεκτικά «σάπιζε» πέντε μήνες αλυσοδεμένος.
Η μοναδική του συντροφιά ήταν ένα σπουργίτι, το οποίο η σπείρα σκότωσε. Κρύωνε σε μία σπηλιά στη Νότια Ιταλία, υποσιτιζόταν, δεν έκανε μπάνιο. Οι απαγωγείς ξέσπαγαν πάνω του, παίζοντας ρώσικη ρουλέτα όσο περνούσε ο καιρός. Δεν γνώριζαν την παροιμιώδη φιλαργυρία του παππού, αλλά και την παντελή αδιαφορία του προς όλα τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο παππούς ήταν φιλάργυρος και αδιάφορος για την οικογένειά του
Είχε παντρευτεί πέντε φορές, εγκαταλείποντας τη σύζυγο και τα παιδιά του για την επόμενη κατάκτησή του. Αρνιόταν να στηρίζει οικονομικά όσους άφηνε πίσω του. Όλες του οι γυναίκες αναγκάστηκαν να προσφύγουν δικαστικά, κερδίζοντας ποσά της τάξεως των 200 δολαρίων το μήνα. Όσοι βρέθηκαν δίπλα του επιβεβαίωναν το γεγονός ότι «δεν αγάπησε τίποτε άλλο εκτός από τα λεφτά του». Ακόμα και τον πατέρα του άτυχου Ζαν Πολ Γ’ , τον είχε αποκληρώσει, ενώ όσο ακόμα βρισκόταν υπό την προστασία του τον είχε δει ελάχιστες φορές.
Όταν εκείνος επιχειρούσε να επικοινωνήσει μαζί του, γράφοντάς του εγκάρδια γράμματα, εκείνος τα έστελνε πίσω. Είχε διορθώσει με κόκκινο στυλό τα ορθογραφικά λάθη του γιου του, αλλά δεν είχε μπει στον κόπο να απαντήσει. Τις ελάχιστες φορές που είχαν δειπνήσει μαζί, ο πατέρας αφαιρούσε το κόστος του γεύματος από το χαρτζιλίκι του. Παρόμοια ήταν η στάση του απέναντι στον εγγονό του. Αμφισβήτησε την απαγωγή, υποστηρίζοντας ότι την είχε οργανώσει ο ίδιος για να του αποσπάσει χρήματα. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι «έχω άλλα 14 εγγόνια. Αν τους δώσω έστω και μια δεκάρα, θα απαγάγουν και τα 14».
Τόσο ο γιος του, όσο και η μητέρα του παιδιού τον εκλιπαρούσαν να πληρώσει, υπενθυμίζοντάς του ότι τα λύτρα ωχριούσαν μπροστά στα 4 δισ. δολάρια της περιουσίας του. Δηλώσεις του τύπου «δεν πρέπει να ενδίδουμε σε τρομοκράτες και απαγωγείς γιατί ανατροφοδοτούμε την βία και τις παράλογες απαιτήσεις των παρανόμων», δεν έπεισαν την κοινή γνώμη που στράφηκε εναντίον του.
Οι απαγωγείς ακρωτηρίασαν το αυτί του θύματος
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν το αυτί του θύματος στάλθηκε σε πακέτο με μία τούφα από τα μαλλιά του σε μια ιταλική εφημερίδα. Έφτασε, μάλιστα, με 28 ημέρες καθυστέρηση εξαιτίας της απεργίας των ιταλικών Ταχυδρομείων.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο νεαρός διηγήθηκε. «Στις 4:00 το πρωί, στις 21 Οκτωβρίου μού ετοίμασαν τέσσερις μπριζόλες. “Φάτες – μου είπαν – θα σε βοηθήσουν”. Στις 7 π.μ. τους άκουσα να μπαίνουν. Μου είπαν να μου δέσουν τα μάτια γιατί η ώρα έφτασε. Ήμουν τρομοκρατημένος. Άκουσα ότι ετοίμαζαν τα εργαλεία. Ζήτησα ένα μαντήλι για να το βάλω στο στόμα μου. Μου έβαλαν τη λεπίδα κοντά στο αφτί μου. Ήταν ένας θόρυβος όπως του χαρτιού όταν σκίζεται. Ο θόρυβος ήταν το χειρότερο πράγμα. Υπάρχει όριο στον πόνο. Αν προετοιμάσεις τον εαυτό σου, μπορείς να τον αντέξεις».
Ο παππούς δάνεισε τα λύτρα με… επιτόκιο
Η είδηση του ακρωτηριασμού σόκαρε τη διεθνή γνώμη και ο πατριάρχης αναγκάστηκε να δώσει τα χρήματα. Φυσικά δεν τα χάρισε. Διαπραγματεύτηκε με τους απαγωγείς, ρίχνοντας το ποσό των λύτρων.
Στη συνέχεια, δάνεισε στον γιο του 2,9 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά με επιτόκιο 4%. Μιλάμε για τον άνθρωπο που εγκατέστησε έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην πολυτελή του έπαυλη για να κάνουν οι επισκέπτες τα τηλεφωνήματά τους χωρίς να τον χρεώνουν.
Στα πολυτελή ξενοδοχεία, έπλενε ο ίδιος τα ρούχα του για να αποφύγει τις έξτρα χρεώσεις, ενώ γέμιζε ξανά με νερό από τη βρύση τα γυάλινα μπουκάλια. Εντέλει, πέθανε πάμπλουτος και μόνος σε ένα παλάτι. Δίχως ανθρώπινη παρουσία, αλλά αγκαλιά με ένα πίνακα ανεκτίμητης αξίας. Είχε, άλλωστε, δηλώσει προφητικά ότι «τα πανέμορφα πράγματα έχουν τέτοια ομορφιά που δεν έχω βρει ποτέ σε άνθρωπο».
Ο εγγονός του στην πραγματικότητα ποτέ δεν διέφυγε της σπηλιάς εκείνης. Τουλάχιστον πνευματικά. Όταν πήρε τηλέφωνο να ευχαριστήσει τον παππού του για την καταβολή μέρους των λύτρων, ο Γκετί είπε στον γραμματέα του ότι ήταν απασχολημένος. Το έριξε στα ναρκωτικά. Παντρεύτηκε αμέσως, έκανε δύο παιδιά, αλλά δεν εγκατέλειψε την χρήση ναρκωτικών. Μία υπερβολική δόση τον έστειλε σε κώμα.
Από τους απαγωγείς στα ναρκωτικά και στο κώμα
Όταν ξύπνησε, ήταν παράλυτος, τυφλός και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο πατέρας του, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση των κακών γονιών, αρνήθηκε να καλύψει οικονομικά τις ιατρικές του ανάγκες. Χρειάστηκε να πάνε στο δικαστήριο.
Τελικά, κληρονόμησε την τεράστια περιουσία του πατέρα του, όπως είχε κάνει και εκείνος από τον δικό του, αλλά ελάχιστη σημασία είχε πια. Είχε ήδη κλείσει σχεδόν τρεις δεκαετίες στο αναπηρικό καροτσάκι, δίχως να μπορεί να επικοινωνεί. Πέθανε σε ηλικία 55 ετών. Για την ιστορία, από τους απαγωγείς του μόνο δύο μπήκαν στη φυλακή και τα χρήματα δεν βρέθηκαν ποτέ.
Αυτή η ιστορία που σαν σήμερα κάποιοι θεώρησαν ότι έληξε, άνοιξε ένα άλλο τραγικό κεφάλαιο. Γνωστό ως η «κατάρα των Γκετί». Ακολούθησαν πρόωροι θάνατοι, αυτοκτονίες και άλλες δυστυχίες που επιβεβαίωσαν το ρητό «τα χρήματα δεν φέρνουν ευτυχία». Τουλάχιστον στην περίπτωση των Γκετί…
Σε δήλωση του μετά την πώληση, ο Σκοτ Άλαν, επιμελητής έργων ζωγραφικής του μουσείου, χαρακτήρισε τον πίνακα «αριστούργημα». Είναι μόνο ένα από τα αμέτρητα αριστουργήματα τέχνης που φιλοξενούνται στο μουσείο, το οποίο και χαρακτηρίστηκε το ακριβότερο του αιώνα. Κόστισε 1 δισ. δολάρια, ενώ χρειάστηκαν 14 χρόνια για να ανεγερθεί με την υπογραφή του διάσημου Αμερικανού αρχιτέκτονα Ρίτσαρντ Μέιερ.
Μόνο αριστουργηματική, όμως, δεν είναι η ιστορία ενός άλλου νεαρού συνυφασμένη με το όνομα Γκετί. Μία ιστορία, ο επίλογος της οποίας γράφτηκε σαν σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα νωρίτερα. Μπορεί ο πρωταγωνιστής της να μην ενέπνευσε ζωγράφους να τον αποτυπώσουν στο έργο τους, όπως το αγόρι του προαναφερόμενου πίνακα, αλλά κόσμησε όλα τα εξώφυλλα του κόσμου. Και όχι για τους σωστούς λόγους.
Η απαγωγή του 16χρονου Ζαν Πολ Γκετί Γ’
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1973, το όνομα Γκέτι κυριαρχούσε στα νέα όλης της υφηλίου. Εφημερίδες από κάθε γωνία του πλανήτη μετέδιδαν την απελευθέρωση του εγγονού του Ζαν Πολ Γκετί, μετά από ομηρία πέντε μηνών. Ο 16χρονος διάδοχος της Δυναστείας, ένα μέχρι τότε ξέγνοιαστο και ολίγον τί αντισυμβατικό αγόρι, είχε πέσει θύμα απαγωγής μήνες νωρίτερα από την ιδιαίτερα σκληρή μαφία της Καλαβρίας εξαιτίας του ονόματός του. Ο παππούς του ήταν ο περίφημος μεγιστάνας του πετρελαίου με τη δυσθεώρητη περιουσία. Οι τοπικοί μαφιόζοι θεώρησαν ότι χτύπησαν φλέβα χρυσού. Δίχως προστασία, ο νεαρός κυκλοφορούσε με τους φίλους του στη Ρώμη, συχνάζοντας σε μπαράκια και πλατείες, φλερτάροντας με κορίτσια.
Χρειάστηκε να επιδοθούν σε πολύμηνη έρευνα, καθώς αρχικά αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ο εγγονός ενός εκ των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο μπορούσε να είναι ο χίπης, τον οποίο και παρακολουθούσαν καθημερινά να τριγυρνάει δίχως σκοπό με μεγαλύτερες γυναίκες, πουλώντας κοσμήματα και κάνοντας περιστασιακά το γυμνό μοντέλο.
Επιβεβαίωσαν, όμως, την ταυτότητά του. Δεν είχαν κάνει λαθος. Είχαν πράγματι εντοπίσει το Ζαν Πολ Γκετί Γ’, γιό του Ζαν Πολ Γκέτι Τζούνιορ - γνωστό ως «Μεγάλο Πολ»- που διοικούσε το παράρτημα της εταιρείας του πατέρα του στην Ρώμη και εγγονό του πατριάρχη της οικογένειας.
Ο νεαρός που έμελλε να ζήσει μία τραυματική εμπειρία που σφράγισε τόσο τη ζωή, όσο και τη μοίρα του, γεννήθηκε στη Καλιφόρνια, αλλά ζούσε με τους γονείς του στη Ρώμη. Ο πατέρας του, εγκατέλειψε την οικογενειακή επιχείρηση, τη σύζυγο του Γκέιλ Χάρις, αυτόν και τα τρία ακόμα αδέλφια του, όταν ερωτεύθηκε παράφορα την ηθοποιό Ταλίθα Ντίνα Πολ. Μετακόμισαν μαζί στο Μαρόκο. Σε ένα παλάτι που αγόρασαν διοργάνωναν θρυλικά πάρτι/όργια με καλεσμένους όπως τους Μπιτλς. Τα ναρκωτικά έρρεαν άφθονα. Το ζευγάρι ήταν βαθιά εξαρτημένο από αυτά.
Εντωμεταξύ, ο γιος του Πολ παρέμεινε στη Ρώμη με τη μητέρα και τα αδέλφια του. Το διαζύγιο των γονιών του και οι καταχρήσεις του πατέρα του τον επηρέασαν.
Αποβλήθηκε από εφτά σχολεία, παράτησε τις σπουδές του και ξεκίνησε και αυτός με τη σειρά του χρήση ναρκωτικών. Σε αυτή τη φάση της ζωής του «συναντήθηκε» με τους μαφιόζους Ντραγκέτα, οι οποίοι τον άρπαξαν. Από εκεί ξεκίνησε ο εφιάλτης. Οι μαφιόζοι υπέθεταν ότι ο μικρός θα ήταν το χρυσό εισιτήριό τους. Πίστευαν ότι η οικογένειά του θα έδινε δίχως καθυστέρηση τα 17 εκ λύτρα που απαιτούσαν για την απελευθέρωσή του. Η απροθυμία του παππού Γκετί, όμως, οδήγησε σε μία παρατεταμένη ομηρία. Ο 16χρονος κυριολεκτικά «σάπιζε» πέντε μήνες αλυσοδεμένος.
Η μοναδική του συντροφιά ήταν ένα σπουργίτι, το οποίο η σπείρα σκότωσε. Κρύωνε σε μία σπηλιά στη Νότια Ιταλία, υποσιτιζόταν, δεν έκανε μπάνιο. Οι απαγωγείς ξέσπαγαν πάνω του, παίζοντας ρώσικη ρουλέτα όσο περνούσε ο καιρός. Δεν γνώριζαν την παροιμιώδη φιλαργυρία του παππού, αλλά και την παντελή αδιαφορία του προς όλα τα μέλη της οικογένειάς του.
Ο παππούς ήταν φιλάργυρος και αδιάφορος για την οικογένειά του
Είχε παντρευτεί πέντε φορές, εγκαταλείποντας τη σύζυγο και τα παιδιά του για την επόμενη κατάκτησή του. Αρνιόταν να στηρίζει οικονομικά όσους άφηνε πίσω του. Όλες του οι γυναίκες αναγκάστηκαν να προσφύγουν δικαστικά, κερδίζοντας ποσά της τάξεως των 200 δολαρίων το μήνα. Όσοι βρέθηκαν δίπλα του επιβεβαίωναν το γεγονός ότι «δεν αγάπησε τίποτε άλλο εκτός από τα λεφτά του». Ακόμα και τον πατέρα του άτυχου Ζαν Πολ Γ’ , τον είχε αποκληρώσει, ενώ όσο ακόμα βρισκόταν υπό την προστασία του τον είχε δει ελάχιστες φορές.
Όταν εκείνος επιχειρούσε να επικοινωνήσει μαζί του, γράφοντάς του εγκάρδια γράμματα, εκείνος τα έστελνε πίσω. Είχε διορθώσει με κόκκινο στυλό τα ορθογραφικά λάθη του γιου του, αλλά δεν είχε μπει στον κόπο να απαντήσει. Τις ελάχιστες φορές που είχαν δειπνήσει μαζί, ο πατέρας αφαιρούσε το κόστος του γεύματος από το χαρτζιλίκι του. Παρόμοια ήταν η στάση του απέναντι στον εγγονό του. Αμφισβήτησε την απαγωγή, υποστηρίζοντας ότι την είχε οργανώσει ο ίδιος για να του αποσπάσει χρήματα. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι «έχω άλλα 14 εγγόνια. Αν τους δώσω έστω και μια δεκάρα, θα απαγάγουν και τα 14».
Τόσο ο γιος του, όσο και η μητέρα του παιδιού τον εκλιπαρούσαν να πληρώσει, υπενθυμίζοντάς του ότι τα λύτρα ωχριούσαν μπροστά στα 4 δισ. δολάρια της περιουσίας του. Δηλώσεις του τύπου «δεν πρέπει να ενδίδουμε σε τρομοκράτες και απαγωγείς γιατί ανατροφοδοτούμε την βία και τις παράλογες απαιτήσεις των παρανόμων», δεν έπεισαν την κοινή γνώμη που στράφηκε εναντίον του.
Οι απαγωγείς ακρωτηρίασαν το αυτί του θύματος
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν το αυτί του θύματος στάλθηκε σε πακέτο με μία τούφα από τα μαλλιά του σε μια ιταλική εφημερίδα. Έφτασε, μάλιστα, με 28 ημέρες καθυστέρηση εξαιτίας της απεργίας των ιταλικών Ταχυδρομείων.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο νεαρός διηγήθηκε. «Στις 4:00 το πρωί, στις 21 Οκτωβρίου μού ετοίμασαν τέσσερις μπριζόλες. “Φάτες – μου είπαν – θα σε βοηθήσουν”. Στις 7 π.μ. τους άκουσα να μπαίνουν. Μου είπαν να μου δέσουν τα μάτια γιατί η ώρα έφτασε. Ήμουν τρομοκρατημένος. Άκουσα ότι ετοίμαζαν τα εργαλεία. Ζήτησα ένα μαντήλι για να το βάλω στο στόμα μου. Μου έβαλαν τη λεπίδα κοντά στο αφτί μου. Ήταν ένας θόρυβος όπως του χαρτιού όταν σκίζεται. Ο θόρυβος ήταν το χειρότερο πράγμα. Υπάρχει όριο στον πόνο. Αν προετοιμάσεις τον εαυτό σου, μπορείς να τον αντέξεις».
Ο παππούς δάνεισε τα λύτρα με… επιτόκιο
Η είδηση του ακρωτηριασμού σόκαρε τη διεθνή γνώμη και ο πατριάρχης αναγκάστηκε να δώσει τα χρήματα. Φυσικά δεν τα χάρισε. Διαπραγματεύτηκε με τους απαγωγείς, ρίχνοντας το ποσό των λύτρων.
Στη συνέχεια, δάνεισε στον γιο του 2,9 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά με επιτόκιο 4%. Μιλάμε για τον άνθρωπο που εγκατέστησε έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην πολυτελή του έπαυλη για να κάνουν οι επισκέπτες τα τηλεφωνήματά τους χωρίς να τον χρεώνουν.
Στα πολυτελή ξενοδοχεία, έπλενε ο ίδιος τα ρούχα του για να αποφύγει τις έξτρα χρεώσεις, ενώ γέμιζε ξανά με νερό από τη βρύση τα γυάλινα μπουκάλια. Εντέλει, πέθανε πάμπλουτος και μόνος σε ένα παλάτι. Δίχως ανθρώπινη παρουσία, αλλά αγκαλιά με ένα πίνακα ανεκτίμητης αξίας. Είχε, άλλωστε, δηλώσει προφητικά ότι «τα πανέμορφα πράγματα έχουν τέτοια ομορφιά που δεν έχω βρει ποτέ σε άνθρωπο».
Ο εγγονός του στην πραγματικότητα ποτέ δεν διέφυγε της σπηλιάς εκείνης. Τουλάχιστον πνευματικά. Όταν πήρε τηλέφωνο να ευχαριστήσει τον παππού του για την καταβολή μέρους των λύτρων, ο Γκετί είπε στον γραμματέα του ότι ήταν απασχολημένος. Το έριξε στα ναρκωτικά. Παντρεύτηκε αμέσως, έκανε δύο παιδιά, αλλά δεν εγκατέλειψε την χρήση ναρκωτικών. Μία υπερβολική δόση τον έστειλε σε κώμα.
Από τους απαγωγείς στα ναρκωτικά και στο κώμα
Όταν ξύπνησε, ήταν παράλυτος, τυφλός και δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο πατέρας του, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση των κακών γονιών, αρνήθηκε να καλύψει οικονομικά τις ιατρικές του ανάγκες. Χρειάστηκε να πάνε στο δικαστήριο.
Τελικά, κληρονόμησε την τεράστια περιουσία του πατέρα του, όπως είχε κάνει και εκείνος από τον δικό του, αλλά ελάχιστη σημασία είχε πια. Είχε ήδη κλείσει σχεδόν τρεις δεκαετίες στο αναπηρικό καροτσάκι, δίχως να μπορεί να επικοινωνεί. Πέθανε σε ηλικία 55 ετών. Για την ιστορία, από τους απαγωγείς του μόνο δύο μπήκαν στη φυλακή και τα χρήματα δεν βρέθηκαν ποτέ.
Αυτή η ιστορία που σαν σήμερα κάποιοι θεώρησαν ότι έληξε, άνοιξε ένα άλλο τραγικό κεφάλαιο. Γνωστό ως η «κατάρα των Γκετί». Ακολούθησαν πρόωροι θάνατοι, αυτοκτονίες και άλλες δυστυχίες που επιβεβαίωσαν το ρητό «τα χρήματα δεν φέρνουν ευτυχία». Τουλάχιστον στην περίπτωση των Γκετί…