Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Κοινοβουλευτική Εργασία
Θα ξεκινήσουμε από το ότι, όταν μία χώρα χρωστάει 386,8 δις € στους δανειστές της, στις 30.09.21 όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, ή το 234% του ΑΕΠ της του 2020, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση της πετάει από το παράθυρο λιγνιτικά αποθέματα αξίας περί τα 300 δις €, είναι δυστυχώς καταδικασμένη.
Πόσο μάλλον όταν δεν απαιτεί τις νόμιμες πολεμικές επανορθώσεις που της οφείλει η Γερμανία, ύψους άνω των 300 δις €, σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές του γερμανικού τύπου, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – ενώ δηλώνει πως δεν θα εξορύξει τα ενεργειακά της αποθέματα, αξίας 427 δις €, με βάση μελέτη της Deutsche Bank από το 2012.
Ακόμη περισσότερο, όταν δεν αλλάζει το αποτυχημένο οικονομικό της μοντέλο, παραμένοντας προσκολλημένη στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού – ενώ δεν τον συνδέει καν με την πρωτογενή και γενικότερα με την εγχώρια παραγωγή, με αποτέλεσμα πάνω από το 80% των προμηθειών του τουρισμού να εισάγονται, εις βάρος του εμπορικού της ελλείμματος.
Είναι επίσης καταδικασμένη, όταν η κυβέρνηση της έχει υιοθετήσει την πολιτική του βλέποντας και κάνοντας, ενώ εφαρμόζει πιστά τις οδηγίες, τις εντολές καλύτερα της Τρόικα – όπως συμπεραίνεται από τις αξιολογήσεις της Ενισχυμένης Εποπτείας όπου, εάν τις διαβάζει κανείς, προβλέπει το μέλλον.
Ενισχυμένη Εποπτεία δε, είναι το καινούργιο όνομα της Τρόικα ή Θεσμών του παρελθόντος, θυμίζοντας πως ο αναπληρωτής υπουργός επιβεβαίωσε στην επιτροπή πως δεν εξήλθαμε ποτέ από τα μνημόνια – αφού η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ που ελέγχεται αυστηρά ανά τρεις μήνες, όπως την εποχή της Τρόικα.
Είναι επί πλέον καταδικασμένη, όταν με δανεικά χρήματα επιδοτεί την οικονομία και μεταθέτει τις υποχρεώσεις της χώρας στο μέλλον, στα παιδιά μας και στα παιδιά των παιδιών τους – αφού σπατάλησε 43,3 δις € μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ποσόν ρεκόρ για τη χώρα μας, δανειζόμενη 41 δις € από το εξωτερικό, συν το χάος των repos του 1,1 τρις € ξανά.
Εκτός τώρα από το δημόσιο χρέος, υπάρχει μία ακόμη δαμόκλειος σπάθη επάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων – το κόκκινο ιδιωτικό χρέος, ύψους 244 δις € τον Ιούλιο του 2021 ή περίπου 1,5 ΑΕΠ.
Όπως καταλαβαίνει λοιπόν κανείς, τόσο το δημόσιο υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε, όσο και το κόκκινο ιδιωτικό χρέος, δεν είναι βιώσιμα – οπότε είναι απολύτως αναγκαίο να βρεθεί μία λύση.
Οφείλουμε δε να τονίσουμε πως, παρά το ότι έως το 2024 θα έχουμε ξεπουλήσει όλο το απόθεμα των δημοσίων επιχειρήσεων, θα έχουμε εισπράξει μόλις 11 δις € συνολικά από το 2011 που ξεκίνησε το ξεπούλημα, όπως αναφέρεται στον προϋπολογισμό – με το κρατικό χρέος μας να αυξάνεται συνεχώς, προσθέτοντας πως η σημερινή κυβέρνηση είναι η μοναδική που άρχισε να μειώνει ξανά τη μεσοσταθμική διάρκεια του, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά.
Από τι αυξάνεται το χρέος; Από τα ελλείμματα του προϋπολογισμού – από τις ζημίες του κράτους δηλαδή.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη Γενική κυβέρνηση, το έλλειμμα ανήλθε στα 16,7 δις € το 2020 ή στο 10,1% του ΑΕΠ – από πλεόνασμα τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια. Στη συνέχεια, θα αυξηθεί στα 17 δις € το 2021 – ενώ προβλέπεται στα 7,4 δις € το 2022.
Σε τρία μόλις χρόνια δηλαδή το κράτος μας που, αντί να παράγει πλούτο παράγει ζημίες, θα χάσει στην καλύτερη των περιπτώσεων 41,1 δις € – ή το 25% περίπου του ΑΕΠ του 2020!
Εάν σκεφθούμε εδώ πως το ξεπούλημα των πάντων θα μας αποδώσει έσοδα 11 δις €, όσα δηλαδή το ¼ των ζημιών που προκάλεσε στην Ελλάδα η κυβέρνηση, θα κατανοήσουμε το μέγεθος της κακοδιαχείρισης – μοναδικής στα ιστορικά χρονικά της χώρας μας.
Σαν να μην έφταναν τώρα όλα αυτά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας που συμπεριλαμβάνει το εμπορικό έλλειμμα και τα τουριστικά έσοδα, εκτοξεύθηκε στο 7,9% του ΑΕΠ μας το 2020, από 2,4% το 2019 – ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στη χειρότερη επίδοση της οικονομίας μας μετά το 2011.
Ακόμη χειρότερα, το εμπορικό μας έλλειμμα αυξήθηκε το 2021, ταυτόχρονα με την άνοδο του ΑΕΠ – γεγονός που σημαίνει ότι παράγουμε λιγότερα, καθώς επίσης πως η όποια ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη.
Ως αποτέλεσμα των ελλειμμάτων των ισοζυγίων μας, το εξωτερικό μας χρέος, το χρέος δηλαδή του δημοσίου και ιδιωτικού μας τομέα στο εξωτερικό, εκτοξεύθηκε τον Ιούλιο του 2021 στα 526,4 δις € όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά – από περίπου 400 δις € το 2018.
Αυξήθηκε επομένως κατά 125 δις € μέσα σε 3 μόλις χρόνια, τεκμηριώνοντας την πλήρη απώλεια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας – παρά την επώδυνη εσωτερική υποτίμηση της εποχής των πρώτων μνημονίων.
Εύλογα λοιπόν η καθαρή διεθνής θέση της Ελλάδας, η διαφορά δηλαδή αυτών που κατέχουν οι Έλληνες στο εξωτερικό από αυτά που κατέχουν οι ξένοι στην Ελλάδα, επιδεινώθηκε κατά 20,8% του ΑΕΠ στο -175% του ΑΕΠ ή στα -290 δις €.
Δεν είναι ξεκάθαρο επομένως πως αλλάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας μας, όπως έχουμε επισημάνει στο παρελθόν; Μέσω του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας μας και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών της ιδιωτικής, με τον πτωχευτικό νόμο έκτρωμα;
Με τέτοια υπέρογκα δίδυμα ελλείμματα και χρέη, πώς να έχει μέλλον η Ελλάδα; Λύσεις βέβαια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, όπως τις έχουμε περιγράψει άλλωστε στο πρόγραμμα μας – αλλά όχι όταν συνεχίζεται η κακοδιαχείριση, ο άκρατος δανεισμός, η σπατάλη και η αδιαφορία για τις παραγωγικές επενδύσεις. Όχι όταν δεν παράγεται πλούτος, αλλά χρέη επί χρεών.
Όπως έχουμε δε αναφέρει και θα καταθέσουμε στα πρακτικά, το Ισραήλ είχε ΑΕΠ περί τα 220 δις $ το 2008 και η Ελλάδα 350 δις $ – ενώ το 2020 το ΑΕΠ του Ισραήλ αυξήθηκε 400 δις $ και της Ελλάδας κατέρρευσε στα 189 δις $.
Όταν δηλαδή το Ισραήλ αύξησε το ΑΕΠ του σε 12 χρόνια κατά 180 δις $, της Ελλάδας μειώθηκε κατά 160 δις $. Εάν αυτό δεν είναι πλήρης αποτυχία των κυβερνήσεων μας, τότε τι είναι;
Εάν τώρα η κυβέρνηση θεωρεί πως αυτή η απόλυτα καταστροφική εικόνα, η επιτομή της κακοδιαχείρισης, θα αντισταθμισθεί από το ρυθμό ανάκαμψης που προβλέπει για το 2021 και το 2022, μάλλον πιστεύει πως απευθύνεται σε ανόητους.
Ειδικότερα, με τα 43 δις € που σπατάλησε, δανειζόμενη 41 δις €, και με τα ελλείμματα, με τις θηριώδεις ζημίες δηλαδή που προαναφέραμε, μόνο ένας ανόητος θα θεωρούσε ως επιτυχία την πτώση του ΑΕΠ κατά 5,65 δις € το 2021 σε σχέση με το 2019 – επαναλαμβάνουμε, την πτώση και όχι την άνοδο του ΑΕΠ μας, από τα 183,25 δις € το 2019, στα 177,6 δις € το 2021.
Πόσο μάλλον όταν, αν και στηρίχθηκε η οικονομία μας με 17,5% του ΑΕΠ συνολικά, με περισσότερα δηλαδή από όλες τις άλλες χώρες, ακόμη και από τη Γερμανία, είχαμε τη 2η μεγαλύτερη ύφεση στην ΕΕ το 2020 – παρά το ότι η Ελλάδα προέρχεται από μία συσσωρευμένη πτώση της τάξης του 25% του ΑΕΠ της, σε αντίθεση με όλα τα άλλα κράτη.
Συνεχίζοντας, στην επιτροπή ζητήσαμε μία διευκρίνιση για τους τόκους των swap που προστίθενται στους υπόλοιπους τόκους – οι οποίοι είναι συνολικά, για την περίοδο 2017 έως 2022, περί τα 6,77 δις €.
Εάν ήταν σωστή δηλαδή η ενημέρωση μας, σύμφωνα με την οποία το 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο να διατηρήσει σταθερό το κόστος επιτοκίων των διακρατικών δανείων του 1ου μνημονίου συνολικού ύψους 52,9 δις €, αποφάσισε να συνάψει swap ανταλλαγής επιτοκίων με 16 διαπραγματευτές της ΤτΕ και με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες – με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το δημόσιο με περίπου 6 δις € χωρίς λόγο, αφού εάν δεν είχε γίνει το swap, οι τόκοι που θα πλήρωνε το κράτος θα ήταν περί τα 200 εκ. €, ενώ τελικά πληρώθηκαν από το 2018 έως 2022 συνολικά 6,257 δις €.
Εάν είναι σωστό λοιπόν πως πετάχθηκαν από το παράθυρο 6 δις €, όσα περίπου 60 πολεμικά αεροπλάνα Rafale, ενώ ωφελήθηκαν μόνο οι τράπεζες, με αυτό το τεράστιο ποσόν – χωρίς όμως να πάρουμε καμία απάντηση από τον υπουργό. Γιατί αλήθεια; Δεν πρέπει να το γνωρίζουν οι Έλληνες;
Περαιτέρω στον προϋπολογισμό, οι φόροι προβλέπεται να αυξηθούν στα 50 δις € το 2022, από 46,5 δις € το 2021 – εκ των οποίων τα 18,7 δις € θα προέρχονται από τον ΦΠΑ, σε σχέση με 17,1 δις το 2021 και 15,3 δις € το 2020.
Προφανώς ένα μέρος της αύξησης τους θα προέλθει από την άνοδο του ΑΕΠ, αλλά με κριτήριο τις διάφορες ελαφρύνσεις που δόθηκαν, δεν αποτελεί μία φυσιολογική εξέλιξη – εκτός εάν έχει συνυπολογισθεί η άνοδος των τιμών, για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό έχουμε προτείνει μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, έτσι ώστε να εξισορροπηθεί η ακρίβεια και να μην επιδεινωθεί η εξαθλίωση των Πολιτών – χωρίς φυσικά να μειωθούν τα έσοδα του δημοσίου.
Ο άδικος ΕΝΦΙΑ βέβαια παραμένει περίπου στο ίδιο ύψος – θυμίζοντας πως επιβλήθηκε από τη ΝΔ ως κάτι προσωρινό που, ως συνήθως, έγινε τελικά μόνιμο.
Όσον αφορά τις δαπάνες, θα μειωθούν στα 65,5 δις € το 2022 από 70,8 δις € το 2021 – αν και αυξημένες σε σχέση με τα 62,9 δις € του μεσοπρόθεσμου.
Η αύξηση προέρχεται από τις «πιστώσεις υπό κατανομή», από 12,2 δις € στο μεσοπρόθεσμο στα 13,9 δις € του προϋπολογισμού – ενώ αφορούν την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.
Εδώ ρωτήσαμε εάν θα διατεθούν επί πλέον για τις πυρκαγιές της Εύβοιας και για τις πλημμύρες που ακολούθησαν ή για τις επιδοτήσεις του αυξημένου κόστους ενέργειας των νοικοκυριών – χωρίς να πάρουμε απάντηση.
Οι επιδοτήσεις ενέργειας όμως αναφέρεται πως θα είναι 523 εκ. € και μόνο για το 2021 – ενώ αυξάνεται το επίδομα θέρμανσης για τη σεζόν στα 174 € από 84 €, προφανώς λόγω της ανόδου των ενεργειακών τιμών. Δεν θα δοθεί τίποτα το 2022 ή μήπως θεωρεί η κυβέρνηση πως θα υποχωρήσουν οι διεθνείς τιμές;
Περαιτέρω, οι δαπάνες για την πανδημία μειώνονται στα 3,3 δις € ταμειακά το 2022, από 16,9 δις € το 2021 – γεγονός που σημαίνει πως θα λείψει από την οικονομία ένα σημαντικό ποσόν, αν και ένα μέρος του θα αντικατασταθεί από τα χρήματα του Ταμείου Ανασυγκρότησης.
Ειδικά όσον αφορά το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ των πληγέντων από την πανδημία, θα στηριχθεί με μόλις 61 εκ. € το 2022, από 477 εκ. € το 2021. Γιατί αλήθεια; Έχουν τελειώσει τα προβλήματα τους και η πανδημία; Δεν θα αυξηθούν έτσι κατακόρυφα οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί;
Γιατί δεν προβλέπεται απολύτως τίποτα για τον πρωτογενή μας τομέα, εκτός από τα 19 εκ. € για το 2021 και 2022, από τη μείωση του ΦΠΑ των ζωοτροφών στο 6% από 13%, όταν το κόστος τους έχει διπλασιασθεί;
Δεν βλέπουμε πάντως να προβλέπεται κάτι ούτε για τη χρηματοδότηση των ΜμΕ επιχειρήσεων – τουλάχιστον με επιστρεπτέα που δεν αποτελεί δημοσιονομικό κόστος, αφού η ρευστότητα των τραπεζών απορροφάται με ομόλογα από το κράτος, όπως φαίνεται στη σελίδα 38.
Στις δαπάνες για την Υγεία, είναι εμφανές πως η πανδημία χρησιμοποιείται για να κρυφτεί η αποψίλωση του ΕΣΥ – σημειώνοντας πως τα έξοδα των νοσοκομείων θα ανέλθουν στα 2,9 δις € το 2022, από 2,6 δις € το 2019, πριν την πανδημία.
Πρόκειται ουσιαστικά για την προσθήκη μόλις 300 εκ. € στο ΕΣΥ που δεν είναι αρκετά – αφού υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις προσωπικού και όχι μόνο.
Συνεχίζοντας στις εξοπλιστικές δαπάνες, φαίνεται να διαμορφώνονται στα 2,5 δις € το 2021 και 3,37 δις € το 2022, σύμφωνα με τον Πίνακα 3.13 στη σελίδα 86 – αν και σε άλλο σημείο, στην σελίδα 70 και στις αγορές παγίων, αναφέρονται 1,1 δις €. Ζητήσαμε να διευκρινισθεί, αλλά δεν πήραμε απάντηση.
Κατά την άποψη μας πάντως, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στις επενδύσεις στην Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία – για την άμυνα της χώρας μας, για την ανάπτυξη, για την απασχόληση και για την τεχνογνωσία.
Σχετικά με το ΠΔΕ που είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη, ανέρχεται σε μόλις 7,8 δις € – κάτω από τα 8,35 δις € του 2021 και με τα 6,5 δις € από τα συγχρηματοδοτούμενα έργα που μειώνονται, σε σχέση με το 2021 και 2020.
Έχουμε πάντως τονίσει πολλές φορές ότι, το ΠΔΕ πρέπει να υπερβεί τα 10 δις €, καθώς επίσης να διατίθεται μόνο για επενδύσεις και όχι να καλύπτει τρύπες – εάν θέλουμε να έχουμε κάποια στιγμή βιώσιμη ανάπτυξη.
Όπως διαπιστώνουμε τώρα, η είσπραξη από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι 600 εκ. € το 2021, από πρόβλεψη 1,6 δις € στο μεσοπρόθεσμο – ενώ για το 2022 προβλέπονται 3,2 δις €, όσα και στο μεσοπρόθεσμο, οπότε δεν θα καλυφθεί η διαφορά του 2021. Επομένως έχουμε ήδη υστέρηση εσόδων 1 δις € από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Εδώ ρωτήσαμε γιατί συνέβη και εάν υπάρχουν έργα για 3,2 δις € – χωρίς να απαντηθούν τα ερωτήματα μας.
Όσον αφορά το ΕΣΠΑ, σημαντικό μέρος του θα διατεθεί για κοινωνική πολιτική, όπως επίσης από το Ταμείο Ανάκαμψης – κάτι που είναι μεν θετικό, αλλά όχι όσον αφορά την ανάγκη ανάπτυξης της χώρας, μέσω της αλλαγής του οικονομικού της μοντέλου.
Περαιτέρω στις ιδιωτικοποιήσεις, επιταχύνθηκαν το 2021 – χωρίς να γνωρίζουμε τους ακριβείς όρους, όπως για τα τέλη του ΔΕΔΔΗΕ, για τη ΔΕΠΑ, για την Εγνατία κλπ. που έχουμε υποβάλει ερωτήσεις.
Βέβαια, όλα αυτά οδηγούνται στο χρέος που όμως αυξάνεται συνεχώς – αφού η κυβέρνηση το 2020 και το 2021 ξόδεψε με δανεικά περίπου 29 Εγνατίες.
Από το 2011 έως το 2021 φαίνεται πως έχουν εισπραχθεί 7,7 δις € – ενώ έως το τέλος του αποθέματος, το 2024, 11 δις € ή 10,4 δις €, ανάλογα με τις εισπράξεις του 2022. Σταγόνα στον ωκεανό λοιπόν, αφού είναι ίσες με το μισό περίπου του ελλείμματος του 2020.
Προωθούνται πάντως σημαντικές εκποιήσεις, όπως των λιμανιών, της ΛΑΡΚΟ και της ΔΕΠΑ εμπορίας – όπου, σε σχέση με τις καταχωρήσεις της αξίας τους, δεν ξέρει κανείς εάν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει.
Ειδικότερα, τα 10 μεγάλα λιμάνια καταχωρούνται με αξία 50 εκ. € – όταν στον Ισολογισμό του 2019 που συζητήθηκε πρόσφατα, 120 εκ. €. Πώς είναι δυνατόν να μειώθηκε η αξία τους κατά 70 εκ. € σε δύο χρόνια;
Ο λιμένας της Ελευσίνας, ένας από τους μεγαλύτερους λόγω καυσίμων, καταχωρείται με αξία 895.400 €, ενώ ο λιμένας του Λαυρίου με 303.051 € – με πολύ λιγότερα δηλαδή, από ένα διαμέρισμα στην Κηφισιά.
Αντίθετα, η ΛΑΡΚΟ που στον Ισολογισμό του 2019 ήταν καταχωρημένη με μηδενική αξία, αξιολογείται εδώ με 60,3 εκ. € – ενώ η Εγνατία με 7,2 δις € από 6,1 δις € στον Ισολογισμό. Ο απόλυτος παραλογισμός λοιπόν, χωρίς να επεκταθούμε παραπάνω λόγω χρόνου.
Ανησυχητική είναι επίσης η εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, από το 1,324 δις € το Δεκέμβριο του 2019 στο 1,799 δις € το Σεπτέμβριο του 2021 – επί πλέον των εκκρεμών επιστροφών φόρων, από τα 296 εκ. € στα 579 εκ. € την ίδια χρονική περίοδο.
Συνεχίζοντας στο δημόσιο χρέος της Γενικής κυβέρνησης, θα αυξηθεί στα 355 δις € το 2022 από 350 δις € το 2021 – στο 189% του ΑΕΠ κατά την κυβέρνηση, αφού προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ.
Το θέμα είναι βέβαια πως αυξάνεται συνεχώς – ενώ εξυπηρετείται κυρίως χάρη στο ΣΥΡΙΖΑ που επιμήκυνε τα ληξιπρόθεσμα 95 δις € το 2018 για μετά το 2032, με αντάλλαγμα την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.
Τα τοκοχρεολύσια ήταν στα 18,1 δις € το 2021, εκ των οποίων οι τόκοι 5,9 δις € – το 1,4 δις € από το swap που αναφέραμε στην αρχή.
Σύμφωνα δε με αυτά που αναφέρονται στη σελίδα 147, τα 29 δις € δανεικά οφείλονται στην ΕΚΤ – αν και κατά δημοσιεύματα υπερβαίνουν τα 32 δις €.
Το θέμα είναι βέβαια εάν θα συνεχίσει να δέχεται τα ομόλογα μας η ΕΚΤ, μετά το τέλος του ειδικού προγράμματος ΡΕΡΡ – ενώ αυτήν ακριβώς την απάντηση περιμένουν οι εταιρίες αξιολόγησης, για να αναβαθμίσουν ή μη την Ελλάδα.
Μόνο τα χρεολύσια που λήγουν το 2022 είναι 13,7 δις € – οπότε, υπολογίζοντας με τους ίδιους περίπου τόκους, η Ελλάδα θα χρειαστεί περί τα 20 δις €.
Ο δανεισμός βέβαια στο μέλλον δεν θα είναι τόσο εύκολος και τόσο φθηνός – αφού δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι σε τέτοιο βαθμό αρνητικά τα πραγματικά επιτόκια.
Ειδικότερα, με πληθωρισμό άνω του 4% στην ΕΕ τα πραγματικά επιτόκια, τα ονομαστικά δηλαδή μείον τον πληθωρισμό, υπερβαίνουν πλέον το -4% – κάτι που ασφαλώς θα αλλάξει, το αργότερο όταν δεν θα θεωρείται παροδική η άνοδος των τιμών.
Περαιτέρω στις εγγυήσεις του δημοσίου που συχνά θεωρούνται κρυφό χρέος, ανέρχονται στα 8,7 δις € – χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνονται οι εγγυήσεις του ΤΕΠΙΧ και του Ηρακλής που δεν μας διευκρίνισε πόσες είναι ο υπουργός.
Όσον αφορά την ανεργία, είναι αδιανόητο να μην αναφέρεται σε συνδυασμό με το ποσοστό απασχόλησης, όπως συμβαίνει σε όλα τα ευνομούμενα κράτη – η οποία στην Ελλάδα είναι μόλις 51,3%, όταν στη Γερμανία 78,4%, καταθέτοντας μία σχετική ανάλυση μας στα πρακτικά.
Αλήθεια, τι προβλέπεται για τις συντάξεις που καθυστερούν; Με την ελεημοσύνη της ντροπής των 250 € θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι;
Κλείνοντας, πρόκειται για έναν διάτρητο προϋπολογισμό που δεν αξίζει στους Έλληνες – σε μία πάμπλουτη χώρα, με πολλές δυνατότητες όπως η δική μας, η οποία είναι θύμα της κακοδιαχείρισης των κυβερνήσεων της.
Θυμίζουμε εδώ πως από την πρώτη ημέρα της εισόδου μας στη Βουλή ζητήσαμε τα εξής τρία βασικά πράγματα – με στόχο την ανάκτηση της οικονομικής μας ανεξαρτησίας, χωρίς την οποία είναι ψευδαίσθηση η εθνική κυριαρχία:
(α) την αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου, μακριά από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού – με βάση τον πρωτογενή μας τομέα, τη μεταποίηση, την υψηλή τεχνολογία και την αμυντική μας βιομηχανία,
(β) το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα στο δημόσιο που, όπως ακούσαμε με χαρά, θα το εφαρμόσει η Βουλή από το 2023. Τι σημαίνει η έλλειψη του διπλογραφικού συστήματος; Απλούστατα πως εγγράφονται μόνο οι δαπάνες που πληρώνει το δημόσιο και όχι αυτά που οφείλει, ενώ δεν υπάρχει καν απογραφή αποθηκών, όπως στα νοσοκομεία – οπότε κανένας δεν γνωρίζει πόσα απλήρωτα χρέη έχει το δημόσιο, ούτε πόσα εμπορεύματα υπάρχουν στις αποθήκες.
(γ) έναν σωστό Ισολογισμό του κράτους, μεταξύ άλλων μέσω ενός μητρώου παγίων – έτσι ώστε να απεικονίζεται η πραγματική καθαρή θέση των Ελλήνων. Δεν είναι δυνατόν να φαίνεται πως το δημόσιο θα οφείλει άνω των 300 δις €, ακόμη και αν ξεπουληθούν τα πάντα! Πώς να μας εμπιστευθούν έτσι οι αγορές;
Δυστυχώς τίποτα από όλα αυτά δεν έχει δρομολογήσει η κυβέρνηση – ενώ ασφαλώς θα καταψηφίσουμε τον προϋπολογισμό όχι για αντιπολιτευτικούς λόγους, αλλά για όλα όσα αναλύσαμε.
Πόσο μάλλον όταν δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι διεθνείς κίνδυνοι – όπως η ραγδαία άνοδος των τιμών της ενέργειας, η απειλή του πληθωρισμού εάν ξεκινήσει το σπιράλ «μισθών-τιμών», η άνοδος των επιτοκίων, το σταμάτημα του ΡΕΡΡ από την ΕΚΤ, ένα παγκόσμιο κραχ με το σπάσιμο της φούσκας κοκ.
Εάν δε ισχύουν τα δημοσιεύματα, σύμφωνα με τα οποία το Eurogroup ζήτησε μόνο από την Ελλάδα να κοπούν οι παροχές άμεσα και να υπάρξει σεβασμός στο χρέος, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, άρα την επαναφορά του συμφώνου σταθερότητας, το μέλλον της χώρας μας θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ήδη φαίνεται από την κατακόρυφη άνοδο των spread που θα καταθέσουμε στα πρακτικά – δυστυχώς!