Το πρόβλημα πάντως είναι ευρύτερο και αφορά το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Επικεφαλής μεγάλου βιομηχανικού ομίλου, αναφέρει στο "Κ" ότι, ενώ είχε προϋπολογίσει αυξήσεις στην ενέργεια της τάξης του 250%, τελικώς οι ανατιμήσεις έχουν φτάσει στο 400%, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι θα σταματήσουν εκεί. Εάν μάλιστα η ενεργειακή κρίση επιμείνει, τότε η συγκεκριμένη βιομηχανία, είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να μετακυλήσει το αυξημένο κόστος, στις τιμές των προϊόντων της. Και δεν είναι η μόνη, καθώς φαίνεται ότι από το νέο έτος, εφόσον δεν υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών, οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε ανατιμήσεις, που με τη σειρά τους θα πυροδοτήσουν νέο κύμα πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία.
Αξίζει να τονιστεί ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά αφορά το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ενδεικτική της κρισιμότητας της κατάστασης είναι η πρόσφατη παρέμβαση της Eurofer, του πανίσχυρου ευρωπαϊκού συνδέσμου των χαλυβουργιών, που προειδοποίησε ότι τα αυξημένα ενεργειακά και κλιματικά κόστη δεν είναι βιώσιμα για τη βιομηχανία που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με μείωση της παραγωγής στο καλύτερο σενάριο ή ακόμη και με κλείσιμο μονάδων.
Φωτιά στο φυσικό αέριο
Ποιες όμως είναι οι εκτιμήσεις σε σχέση με την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η ενεργειακή κρίση δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποτέλεσμα της κρίσης στην αγορά του φυσικού αερίου. Από τη μία πλευρά είχαμε την εκδήλωση ισχυρής ζήτησης που τροφοδοτήθηκε τόσο από την μετά την πανδημία οικονομική ανάκαμψη, όσο και από την ενεργειακή μετάβαση και τη σταδιακή εγκατάλειψη του άνθρακα στην Ευρώπη. Από την άλλη στο κομμάτι της προσφοράς, τα χαμηλά αποθέματα στις αποθήκες αερίου στην Ευρώπη, η απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων LNG από τις αγορές της Ασίας, η καθυστέρηση στην πιστοποίηση του αγωγού Nord Stream 2 αλλά και οι περιορισμένες δημοπρασίες αερίου από πλευράς του βασικού προμηθευτή της Ευρώπης της ρωσικής Gazprom είχαν ως αποτέλεσμα να σημειωθεί στενότητα.
Καθώς οι βασικές αιτίες της εκτίναξης των τιμών δεν έχουν θεραπευτεί, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν υψηλές. Πρόσφατη πρόβλεψη υψηλόβαθμου αξιωματούχου της ρωσικής Gazprom στο Reuters ανέφερε ότι "οι τιμές του φυσικού αερίου την επόμενη χρονιά, δεν θα είναι χαμηλότερες από το 2021". Στο ίδιο μήκος κύματος και η έκθεση του εξειδικευμένου ενεργειακού οίκου IHS Markit, αναθεώρησε προηγούμενη πρόβλεψη ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα αρχίσουν να εξασθενούν από τα μέσα Φεβρουαρίου του 2022. Σύμφωνα με την νέα εκτίμηση είναι εξαιρετικά πιθανό να υπάρξει καθυστέρηση στην αποκλιμάκωση από τα τρέχοντα ιστορικά υψηλά επίπεδα. "Με δεδομένη τη δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης φέτος το χειμώνα, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου είναι πιο πιθανό να παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να συνεχίσουν να είναι ασταθείς σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 2022". Καθώς δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα σημάδια για ενίσχυση της προσφοράς, οι πτωτικές πιέσεις δεν αναμένεται να εκδηλωθούν νωρίτερα, πριν από το τέλος του χειμώνα. Μάλιστα ο συνδυασμός των αυξημένων αναγκών για την πλήρωση των αποθηκευτικών χώρων στα τέλη του χειμώνα αλλά και των περιορισμών στην προσφορά φυσικού αερίου, οδηγεί στην πρόβλεψη από την IHS Markit ότι οι τιμές TTF του φυσικού αερίου το καλοκαίρι του 2022 θα είναι κατά 25% υψηλότερες από την προηγούμενη πρόβλεψη.
Σε κάθε περίπτωση, η διακύμανση των τιμών του φυσικού αερίου θα εξαρτηθεί από απρόβλεπτους παράγοντες όπως οι καιρικές συνθήκες αλλά και οι εισροές φυσικού αερίου στην Ευρώπη από τη Ρωσία. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ειδικοί της αγοράς προειδοποιούν ότι εάν στη διάρκεια του χειμώνα 2021 / 2022 εξαντληθούν τα αποθέματα των αποθηκών αερίου στην Ευρώπη, τότε αναμένεται και στη διάρκεια της σεζόν 2022 / 2023 οι τιμές σε Ευρώπη και Ασία να είναι εξαιρετικά ασταθείς και να οδηγηθούν σε νέα ιστορικά υψηλά.
Ηλεκτρισμός
Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου επηρεάζουν άμεσα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή ACER, στην τελευταία της εκτίμηση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν αναμένεται να υπάρξει αποκλιμάκωση από τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα πριν από τον Απρίλιο του 2022. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τιμές των futures στην ηλεκτρική ενέργεια παραμένουν εξαιρετικά υψηλές, γεγονός που δείχνει ότι η αγορά προεξοφλεί ότι δεν θα υπάρξει σταθεροποίηση και μείωση στο άμεσο μέλλον. Ενδεικτικά οι τιμές day ahead στη γερμανική αγορά, που θεωρείται κομβική για την Ευρώπη, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 300% φέτος και συνεχίζουν να διαπραγματεύονται σε επίπεδα-ρεκόρ. Ακόμη πιο απαισιόδοξη εμφανίζεται πρόσφατη έκθεση της Moody's, η οποία εκτιμά ότι οι τιμές του ρεύματος σε Γερμανία και Γαλλία θα επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα σταδιακά μέχρι το 2024.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα, ελλείψει προθεσμιακής αγοράς, οι τιμές στη spot αγορά επηρεάζουν άμεσα τα τιμολόγια λιανικής, μέσω των ρητρών αναπροσαρμογής που υπάρχουν στα τιμολόγια. Αντίθετα σε πιο ώριμες αγορές όπως η Γερμανία, στη spot καθορίζεται η τιμή για το 25% της ζήτησης, καθώς για το υπόλοιπο 75% οι τιμές προσδιορίζονται μέσω προθεσμιακών συμβολαίων. Έτσι οι καταναλωτές είναι λιγότερο εκτεθειμένοι στις διακυμάνσεις της αγοράς, κάτι που αναμένεται να συμβεί και στην ελληνική αγορά όταν επέλθει η ωρίμανση του νέου μοντέλου λειτουργίας.
Ρύποι
Ανάλογη είναι η εικόνα και για την πορεία της αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, η οποία το 2021 κατέγραψε ένα ανεπανάληπτο ράλι: από τα 32,72 ευρώ/τόνος στα τέλη του 2020, οι τιμές των δικαιωμάτων σχεδόν τριπλασιάστηκαν και έφτασαν πάνω από τα 90 ευρώ/τόνος. Το μεγάλο ερώτημα για την αγορά και κυρίως για τις μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες που είναι υπόχρεες για αγορές δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων βεβαίως και οι ηλεκτροπαραγωγοί, είναι πού θα πάνε οι τιμές το 2022. Κάποιοι αναλυτές βλέπουν ότι οι τιμές θα οδηγηθούν σε μικρή εξομάλυνση. Ωστόσο, στον αντίποδα δεν λείπουν εκείνοι που βλέπουν περαιτέρω άνοδο στα 100 ευρώ/τόνος ή και ακόμη υψηλότερα. Πίσω από το φετινό ράλι βρίσκονται οι αποφάσεις της Ε.Ε. και ο νέος κλιματικός νόμος που θέτει υψηλότερους περιβαλλοντικούς στόχους, καθώς και το πακέτο Fit for 55 που προτείνει ακόμη μεγαλύτερη ετήσια μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ταυτόχρονα όμως η αύξηση των τιμών αποδίδεται και σε κερδοσκοπικές κινήσεις traders και επενδυτών. Όσο για το 2022 οι εκτιμήσεις εμφανίζονται διχασμένες. Σύμφωνα με την ενεργειακή αναλύτρια της γερμανικής Commerzbank, B. Lambrecht, τα δικαιώματα εκπομπής αναμένεται να εξομαλυνθούν την επόμενη χρονιά. Στο ίδιο μήκος κύματος και η ανάλυση της Refinitv, η οποία προβλέπει ότι οι τιμές θα κυμανθούν κατά μέσο όρο το 2022 στα 59 ευρώ/τόνος, ενώ η Thema Consulting προβλέπει τιμές μεταξύ 60 και 65 ευρώ/τόνος.
Στον αντίποδα υψηλότερες τιμές βλέπουν μια σειρά από άλλους αναλυτές όπως η Vertis Environmental Finance, η οποία κάνει πρόβλεψη για ένα εύρος τιμών από 70 ευρώ/τόνος (ήπιο σενάριο) έως και 108 ευρώ/τόνος (bullish σενάριο). Η Berenberg αύξησε την πρόβλεψή της κατά 40% και πλέον βλέπει τις τιμές των δικαιωμάτων στα επίπεδα των 110 ευρώ/ τόνος για το 2022, για το 2023 εκτιμά ότι θα υπάρξει υποχώρηση στα επίπεδα των 73 ευρώ ενώ για το 2024 η πρόβλεψη είναι για τιμές στα 87 ευρώ/τόνος.
Πετρέλαιο
Στο ράλι των τιμών της ενέργειας δεν συμμετέχει προσώρας το πετρέλαιο, αν και δεν λείπουν οι εκτιμήσεις που προβλέπουν σημαντικές ανατιμήσεις για το 2022. Για παράδειγμα, η τελευταία έκθεση της J.P. Morgan εκτιμά ότι την επόμενη χρονιά οι τιμές αναμένεται να φτάσουν στα 125 δολάρια το βαρέλι και το 2023 στα 150 δολάρια το βαρέλι, εξαιτίας των μειώσεων στην παραγωγή του καρτέλ OPEC+. Θεωρούμε ότι ο OPEC+ θα επιβραδύνει τις αυξήσεις που έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει στην παραγωγή πετρελαίου από τις αρχές του 2022 και το καρτέλ δεν πρόκειται να προχωρήσει σε αύξηση των προμηθειών παρά μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι οι τιμές υποστηρίζονται σε καλό επίπεδο. Η J.P. Morgan προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο θα φτάσει τα 99,8-101,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα για την περίοδο 2022-2023.
Σε αύξηση της πρόβλεψής της για την τιμή του πετρελαίου προχώρησε και η Barclays, η οποία πάντως εκτιμά ότι θα κινηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την J.P. Morgan. Συγκεκριμένα η πρόβλεψη της Barlcays είναι στα 80 δολάρια για το Brent και στα 77 δολάρια για το West Texas Intermediate (WTI).
Στον αντίποδα, η αμερικανική αρχή ΕΙΑ σε έκθεση που δημοσιοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου εκτιμά ότι η αυξημένη παραγωγή από τον OPEC+, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα οδηγήσει σε αύξηση των παγκόσμιων αποθεμάτων και θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών του πετρελαίου το 2022. Συγκεκριμένα η ΕΙΑ προβλέπει ότι η τιμή του WTI θα πέσει στα 62 δολάρια μέχρι το τέλος του 2022 ενώ αντίστοιχα το Brent θα υποχωρήσει στα 66 δολάρια το βαρέλι.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι όλα τα μοντέλα πρόβλεψης βασίζονται σε υποθέσεις που θα μπορούσαν εύκολα να διαψευστούν στην πράξη, εάν για παράδειγμα ο OPEC και οι σύμμαχοί του δεν εφαρμόσουν το σχέδιό τους για αύξηση της παραγωγής το 2022.
Κατώτερη των περιστάσεων η Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή που η ένταση της ενεργειακής κρίσης είναι άνευ προηγουμένου, ο πληθωριστικός κίνδυνος απειλεί τις οικονομίες, οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μη βιώσιμα κόστη και ταυτόχρονα διογκώνεται ο κίνδυνος της ενεργειακής φτώχειας, οι Βρυξέλλες παρακολουθούν αμέτοχες τα τεκταινόμενα. Συγκεκριμένες προτάσεις χωρών, όπως η Γαλλία και η Ελλάδα, για λήψη έκτακτων μέτρων που θα εκτόνωναν τις πιέσεις και θα οδηγούσαν σε άμεση μείωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας δεν έγιναν αποδεκτές από το "ιερατείο" των Βρυξελλών. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η Γερμανία, η οποία θεωρεί ότι δεν συντρέχουν λόγοι για έκτακτα μέτρα ή για μετριασμό της επιθετικής κλιματικής στρατηγικής, η οποία εκ των πραγμάτων παίζει τον ρόλο της στην ένταση της τρέχουσας κρίσης. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι τα περιθώρια αντίδρασης των κρατών απέναντι στη γενικευμένη ενεργειακή κρίση, χωρίς μια συντονισμένη στρατηγική εκ μέρους της Ε.Ε., καταδικάζει τους Ευρωπαίους καταναλωτές, είτε πρόκειται για απλά νοικοκυριά είτε για επιχειρήσεις και βιομηχανίες, να μένουν απροστάτευτοι απέναντι στην πρωτοφανή κρίση, με απρόβλεπτες συνέπειες.