Τέλος, για να διασφαλιστούν σταθερές σχέσεις με τις ΗΠΑ, η Γαλλία θα πρέπει αναγκαστικά να επιστρέψει σε μια βιώσιμη και επωφελή τροχιά με το Ηνωμένο Βασίλειο. Μόνο αν εκληρωθούν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις η Γαλλία και οι ΗΠΑ θα βρουν για άλλη μια φορά, από κοινού, μια ευθυγράμμιση των συμφερόντων και της θέλησής τους – η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει με μια κοινή πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ιδίως όσον αφορά τη Ρωσία.
Άρθρο της Δρος Célia Belin, του Center on the United States and Europe στο Brookings Institution.
«Υπήρχαν ψέματα, υπήρχε διπροσωπία, υπήρξε μεγάλη παραβίαση της εμπιστοσύνης». Ο Γάλλος ΥΠΕΞ Jean-Yves Le Drian δεν μάσησα τα λόγια του μια μέρα μετά την εξαγγελία της AUKUS, της νέας συμφωνίας ασφαλείας μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Ηνωμένων Πολιτειών, στις 15 Σεπτεμβρίου 2021.
Το νέο σύμφωνο ακύρωνε ταυτόχρονα τη νέα συμφωνία για υποβρύχια που είχε συναφθεί μεταξύ Γαλλίας και Αυστραλίας το 2016, που είχε καταστεί ο ακρογωνιαίος λίθος της γαλλικής στρατηγικής στον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό. Μέσα σε λίγες μέρες, ολόκληρη η γαλλική διακυβέρνηση - από το ΥΠΕΞ μέχρι το ΥΠΑΜ – ήταν σε αναβρασμό. Το Παρίσι ανακάλεσε τους πρεσβευτές του σε Καμπέρα και Ουάσινγκτον, κάτι που έγινε για πρώτη φορά στην γαλλο-αμερικανική ιστορία. Ξαφνικά, οι σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ αντιμετώπισαν μια μεγάλη κρίση.
Τρεις μήνες αργότερα, η συμφιλίωση θεωρείται τετελεσμένο γεγονός. Για να συγκρατήσει τη γαλλική δυσαρέσκεια, η αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε σιωπηρά τα λάθη της στη διαχείριση των διαπραγματεύεσων του AUKUS και συμφώνησε σε μια διαδικασία «εις βάθος διαβουλεύσεων» υψηλού επιπέδου τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Στις 29 Οκτωβρίου, μια συνάντηση μεταξύ των Προέδρων Τζο Μπάιντεν και Εμμανουέλ Μακρόν στο περιθώριο των G20 πρόσφερε μια ευκαιρία για μια κοινή δήλωση επιβεβαίωσης της γαλλο-αμερικανικής εταιρικής σχέσης και την έναρξη πολλών διμερών και ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Η επίσκεψη της Αντιπροέδρου Καμάλα Χάρις στο Παρίσι στα μέσα Νοεμβρίου ολοκλήρωσε την επίδειξη μετάνοια από Αμερικανούς αξιωματούχους.
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η απόφαση της Αυστραλία να αλλάξει ταχύτητα όσον αφορά την τεχνολογία για τα υποβρύχια θα έχει βαθιές επιπτώσεις για την ισορροπία δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό. Η επιλογή θέτει υπό αμφισβήτηση τη στρατηγική της Γαλλίας στην περιοχή, αν και, παραδόξως, μπορεί να συνέβαλε στην ενίσχυση της γαλλικής προθυμίας να παίξει ένα περιφερειακό ρόλο, καθώς και στην νομιμοποίηση του ρόλου αυτού. Σε ένα διμερές επίπεδο μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ, η κρίση που προέκυψε από το AUKUS είχε τουλάχιστρον δύο πλεονεκτήματα. Δοκίμασε την επιρροή της Ουάσινκγκτον στο τέλος μιας δεκαετίας ενισχυμένης συνεργασίας. Αλλά τόνισε επίσης την ευθραυστότητα μιας διμερούς σχέσης σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
2021: Ελεγχόμενη Κλιμάκωση
«Η κατάσταση των σχέσεων μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ δεν ήταν κάποιας σταθερής ποσότητας, αλλά αντίθετα είχε διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου, με μιε ασειρά από ρήξεις και συμφιλιώσεις», έγραφε ο Γάλλος ιστορικός Ζωρζ-Ενρί Σουτού το 2004. Οι διακυμάνσεις δεν απέκλεισαν τις δύο χώρες από το να διατηρήσουν ισχυρή τη συμμαχία τους: Από την εποχή της κρίσης στο Σουέζ, τα αμερικανικά και γαλλικά συμφέροντα συγκρούονται περιοδικά χωρίς να εκτροχιάζουν μόνιμα τη σχέση τους.
Οπωσδήποτε, μερικές διαφωνίες έφτασαν σε ανησυχητικά ύψη. Η σφοδρή γαλλική αντίδραση στο AUKUS έφερε πίσω τις μνήμες της τελευταίας μεγάλης γαλλοαμερικανικής σύγκρουσης σε σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ πριν δύο δεκαετίες. Το 2003, η γαλλική αντιπολίτευση εμπόδισε τις αμερικανικές φιλοδοξίες για αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής. Το 2021, ο σάλος που έκανε η Γαλλία περιέπλεξε τις αμερικανικές προσπάθειες να συγκροτηθεί ένα συμμαχικό μέτωπο που να μπορέσει να αναλάβει την πρόκληση της ανταπάντησης στην επιθετική συμπεριφορά της Κίνας.
Ωστόσο, οι τροχιές των κρίσεων ήταν αρκετά διαφορετικές. Το 2003, οι εντάσεις αυξήθηκαν σταδιακά, έως ότου η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε μετά την ομιλία του Γάλλου ΥΠΕΞ Ντομινίκ ντε Βιλπέν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η κόντρα ξεπέρασε τους διπλωματικούς κύκλους και κατέστη μια διαμάχη μεταξύ κοινωνιών, με τους Αμερικανούς να είναι τραυματισμένοι από την 11η Σεπτεμβρίου και τους Γάλλους να ανησυχούν για τον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό της κυβέρνησης Μπους, δίνοντας έτσι φωνή και σε άλλους αντιπάλους στην Ευρώπη και όχι μόνο.
Το 2021, η σύγκρουση ήταν ξαφνική, διμερής και αφορούσε τεχνικά θέματα, και έτσι απίθανο να προκαλέσει λαϊκά πάθη. Παραταύτα, θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από την πορεία του. Στη Γαλλία, σε ένα φορτισμένο πολιτικό πλαίσιο, οι φερόμενοι ως υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές του 2022 ενθάρρυναν την κλιμάκωση. Όλοι πίεσαν τη Γαλλία να υιοθετήσει σκληρή γραμμή, με τον πιο κυρίαρχο ανάμεσά τους να απειλεί ότι θα εγκαταλείψει την συνδυασμένη διοίκηση του ΝΑΤΟ αν ανέλθουν στην εξουσία.
Στις ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, η αντίδραση υπήρξε μικρή. Αντί να μετατραπεί σε αντίφωνο των γαλλικών καταγγελιών, όπως έγινε το 2003, ο αμερικανικός τύπος, τροφοδοτούμενος από ειδικούς των δεξαμενών σκέψης της Ουάσινγκτον, μετέφεραν τα γαλλικά παράπονα. Οι στρατηγιστές χειροκρότητες την AUKUS, αλλά μετριάστηκε ο ενθουσιασμός τους με την κριτική της φτωχής διαχείρισης από τον Γάλλο σύμμαχο: Μια γκάφα που ο Μπάιντεν αναμενόταν να διορθώσει. Με λίγα λόγια, η Γαλλία χάλασε το πάρτι – και παρόλα αυτά, κανείς δεν τους κατηγόρησε.
Ένα ευνοϊκό πλαίσιο
Μια εξήγηση για το γιατί η κρίση έτυχε μιας τόσο καλής διαχείρισης βρίσκεται στην επιρροπή που η Γαλλία έχει αποκτήσει στην Ουάσινγκτον από το 2003 – με βάση της συνειδητοποίηση του πόσο δαπανηρή ήταν η κρίση του πολέμου στο Ιράκ για την εικόνα της στις ΗΠΑ. Η Γαλλία κατάλαβε ότι δεν είχε επιρροή στις ΗΠΑ σε σύγκριση με τη Γερμανία (με τα ιδρύματά της), την Τουρκία (με τις επιχειρηματικές ενώσεις της) ή άλλους συμμάχους από την αγγλόσφαιρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση, η Γαλλία ενθάρρυνε τη δημιουργία μια Γαλλικής Ομάδας στο Κογκρέσο, πρόσφερε εκπαιδευτικά ταξίδια μελέτης στη Γαλλία για εμπειρογνώμονες και υπαλλήλους του Κογκρέσου και στήριξε την τεχνογνωσία για τη Γαλλία στις δεξαμενές σκέψης της Ουάσινκτον. Έχει μια αυξημένη παρουσία στην Ουάσινγκτον την οποία παρατήρησαν και άλλα ευρωπαϊκά έθνη.
Η κρίση του AUKUS έρχεται επίσης στο τέλος μιας πιο ενισχυμένης γαλλο-αμερικανικής συνεργασίας, όπου η Γαλλία έχει σταδιακά αναλάβει τη σκυτάλη του πιο βασικού σύμμαχου των ΗΠΑ. Η επιστροφή της Γαλλίας στην συνδυασμένη στρατιωτική διοίκηση του 2009 μείωσε τη καχυποψία για τις γαλλικές προθέσεις ως προς την Ατλαντική Συμμαχία και αύξησε την επιρροή της εντός του οργανισμού. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα, Γαλλία και ΗΠΑ συνεργάστηκαν επιτυχώς σε μεγάλα διπλωματικά ζητήματα, όπως το Ιράν και η κλιματική αλλαγή. Ο συγκρατιμένος παρεμβατισμός της Αμερικής συνδυάστηκε καλά με τη γαλλική επιθυμία να αναλάβει την ευθύνη στη Λιβύη και το Σαχέλ. Στη Μέση Ανατολή, αν και απέτυχαν να συμφωνήσουν για τη Συρία, οι δύο χώρες μοιράστηκαν τις αντιτρομοκρατικές προτεραιότητες ενόψει της εμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους, χάρη στην «ευθυγράμμιση των συμφερόντων» και μια «ευθυγράμμιση της θέλσης», μια συνταγή που περιγράφηκε από τον Ντέρεκ Τσόλλετ το 2018. Παγιώθηκε με μία συμφωνία μεταξύ Γάλλων και Αμερικανών ΥΠΑΜ ένα χρόνο μετά την επίθεση στο Μπατακλάν και οι διμερείς στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εμβαθύνθηκαν σε όλους τους τομείς -ναυτικό, αεροπορικό, κυβερνοχώρο και διαστημικό- φτάνοντας σε «ιστορικά επίπεδα», όπως εγραψαν οι Ολιβιέρ-Ρεμι Μπελ και Τζέφρι Λάιτφουτ το 2020.
Μεταξύ των Ευρωπαίων, η Γαλλία έγινε ο κύριος εταίρος των ΗΠΑ καθώς η Γερμανία της Καγγελαρίου Άνγκελα Μέρκελ φαινόταν στατική ενώ η μετα-Μπρέξιτ Βρετανία βίωνε μια έκλειψη. Καθώς πίεζε για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, η Γαλλία ενθάρρυνε τους εταίρους της να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να προσεγγίσουν στρατηγικά το θέμα της Κίνας. Κατά τη διάρκεια των χαοτικών χρόνων της διακυβέρνησης Τραμπ, ο γαλλικός πραγματικός απομόνωσε τις διμερείς σχέσεις και μάλιστα κέρδισε για τον Μακρόν το προνόμιο μιας κρατικής επίσκεψης. Παρά την αποτυχία να επηρεάσει μια διακυβέρνηση που ήταν εχθρική προς την πολυμέρεια και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γαλλία γλίτωσε σε μεγάλο βαθμό τις γροθιές τους Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Μια προειδοποίηση, ούτως ή άλλως
Στην ολοκλήρωση μιας δεκαετίας εξαιρετικών γαλλοαμερικανικών σχέσεων, θα έμπαινε κάποιος στον πειρασμό να πιστέψει την αδέξια έκκληση του Μπάιντεν να δικαιολογήσει την προσβολή του AUKUS. Όπως όλοι γνωρίζουν, η ομάδα εξωτερικής πολιτικής της διακυβέρνησης, με μπλοκαρισμένες τις υποψηφιότητες στο Κογκρέσο, είναι ημιτελής. Επιπλέον, δεν είναι ότι η ανακοίνωση ώθησε τη Γαλλία εκτός του Ινδο-Ειρηνικού. Ως «εξισορροπητική δύναμη» με 1,6 εκατομμύρια πολίτες στην περιοχή, η Γαλλία μπορεί να βασιστεί σε άλλες συνεργασίες, όπως αυτή με την Ινδία, για να προσφέρει στρατηγικές επιλογές για ανάκαμψη. Η ίδια η συμφωνία AUKUS δεν έχει ακόμη τύχει διαπραγμάτευσης. Το περίγραμμα της μπορεί να τροποποιηθεί για να φιλοξενήσει συμμάχους. Ο Κουρτ Κάμπελ, συντονιστής του Λευκού Οίκου για τις Υποθέσεις Ινδο-Ειρηνικού υπόσχεται ότι η συμφωνία θα αφήσει «ανοιχτή» αρχιτεκτονική, αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα για μελλοντικές συνεργασίες με άλλες χώρες.
Όλα αυτά είναι αλήθεια. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκρύπτεται το γεγονός ότι η κρίση του AUKUS είναι μια κλήση αφύπνισης για τις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις. Πράγματι, αποκαλύπτει δοκιμές αδυναμίες στις διμερείες σχέσεις που επιδεινώνονται από ένα εκφυλιζόμενο στρατηγικό περιβάλλον. Η συνεργασία αποδιοργανώνεται από φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν για να αποφευχθούν περαιτέρω εκπλήξεις.
Στον πυρήνα της, μια βιώσιμη σχέση βασίζεται σε κοινά συμφέροντα. Η πρόκληση της Κίνας είναι η προτεραιότητα της Αμερικής και πλαισιώνει τις στρατηγικές της επιλογές. Όπως δείχνει το AUKUS, οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να βασιστούν στο δίκτυο των συμμάχων τους για να αντιμετωπίσουν την αποφασιστική χρήση από την Κίνα της αυξανόμενης δύναμής της. Ωστόσο, όταν η Γαλλία προβάλλει τη δική της ξεχωριστή στρατηγική στον Ινδο-Ειρηνικό ή όταν αμφισβητεί τον ρόλο του ΝΑΤΟ στην αντιμετώπιση της Κίνας, έρχεται εν μέρει σε αντίθεση με τα σχέδια των ΗΠΑ. Οι διαγνώσει των δύο χωρών για την Κίνα συγκλίνουν, αλλά λόγω των ελαφρών διαφορών τους, οι στρατηγικές προσεγγίσεις τους θα παραμείνουν πηγή διαφωνιών.
Καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ βγάζουν από τις προτεραιότητές τους της Μέση Ανατολή και δίνουν έμφαση στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και την σινο-αμερικανική αντιπαλότητα, η σχέση της Αμερικής με την Γαλλία – για την οποία ο αγώνας κατά της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας παραμένει η υπ’ αριθμό ένα προτεραιότητα- χάνει την κεντρική της θέση. Στην ανασκόπηση της παγκόσμιας στάσης του που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο, το Πεντάγωνο επιβεβαιώνει ρητά ότι ο Ινδο-Ειρηνικός είναι το θέατρο προτεραιότητας, ενώ οι αμερικανικές δεσμεύσεις στη Μέση Ανατολή θα υποβληθούν σε μελλοντικές αναθεωρήσεις. Εάν μειωνόταν η αμερικανική παρουσία στη περιοχή, θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα αμοιβαία συμφέροντα στη βορειοανατολική Συρία. Ενώ οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να συνεισφέρουν στις προσπάθειες καταπολέμησης της τρομοκρατίας στο Σαχέλ – όταν θα μπορούσαν να ανακατευθύνουν τους πόρους που απελευθερώθηκαν από την αποχώρηση από το Αφγανιστάν – αυτό προορίζεται πρωτίστως να υποστηρίξει γαλλικές και ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν ζωτικό συμφέρον στην περιοχή.
Πέρα από τις στρατιωτικές επεμβάσεις, η Γαλλία και οι ΗΠΑ έχουν λίγες κοινές διπλωματικές προτεραιότητες. Οι γαλλικές προσπάθειες διαχείρισης κρίσεων στη Λιβύη, τον Λίβανο, ακόμη και την Τουρκία δεν οδήγησαν σε κοινές πρωτοβουλίες με τις ΗΠΑ. Αντίθετα, η Γαλλία αγωνίζεται να εντάξει τον εαυτό της σε άλλες διεθνείς προτεραιότητες της διακυβέρνησης. Η εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη δεν έχει βρει ακόμη συγκεκριμένη διμερή μετάφραση και η Γαλλία δεν είναι πολύ ενθουσιώδης με τη Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία, προτιμώντας αντ’ αυτού να προωθήσει μια «αποτελεσματική πολυμέρεια».
Για τους Αμερικανούς, σε πολλά βασικά ζητήματα, η ΕΕ φαίνεται να διαδραματίζει ένα ακόμη πιο αποφασιστικό ρόλο από τα κράτη-μέλη στη διεθνή αρένα, μια ιδέα που έχει αρχίσει να γίνεται δημοφιλής μεταξύ των προοδευτικών. Η κανονιστική ισχύς της ΕΕ, καθώς και η ισχύς της ως εσωτερική αγορά, την καθιστούν ελκυστικό σύμμαχο για τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζονται όλο και περισσότερους στους διαλόγους ΗΠΑ-ΕΕ -συμπεριλαμβανομένων και αυτών που σχετίζονται με την Κίνα- για την αντιμετώπιση παγκόσμιων γεωοικονομικών ζητημάτων. Η Γαλλία, η οποία από καιρό ήθελε να μετακινήσει τη διατλαντική συνεργασία και πέραν του ΝΑΤΟ, είναι ικανοποιημένη με το ενδιαφέρον της διακυβέρνησης Μπάιντεν για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αλλά, επίσης, το Παρίσι έχει νευρικότητα γιατί θέλει να δει τον σύνδεσμο Βρυξελλών-Ουάσινγκτον να ενισχύεται, καθώς ανησυχεί για τον αποκλεισμό από τις διατλαντικές συζητήσεις.
Άλλοι Ευρωπαίοι εταίροι επίσης διεκδικούν τη θέση τους στις τάξεις των συμμάχων των ΗΠΑ. Στη Γερμανία, μια σοσιαλδημοκρατική, φιλελεύθερη και πράσινη κυβέρνηση ανέρχεται στην εξουσία. Αν και αναμφίβολα θα προκύψουν διαφωνίες, η όρεξη των Δημοκρατικών να συνεργαστούν με τη Γερμανία μπορεί να ενισχυθεί από τη φιλόδοξη δέσμευση για ανάληψη δράσεων για τη κλιματική αλλαγή ή ακόμα και για την αντιμετώπιση της Κίνας. Πιο ανησυχητικός είναι ο μετασχηματισμός της γαλλο-βρετανικής σχέσης σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η Βρετανία, λασπωμένη εδώ και καιρό στον μετα-Ιράκ αντι-επεμβατισμό κα τις διαπραγματεύσεις για το Μπρέξιτ, κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή στην διεθνή σκηνή. Αλλά πέραν από τον προηγούμενο ρόλο του ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει πλέον ενεργά στο να φέρει κοντά τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπως απέδειξε η AUKUS. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να χάσουν την υπομονή τους με τις εντάσεις μεταξύ των δύο εταίρων τους και, ως εκ τούτου, να λάβουν αποφάσεις που αντίκεινται στα γαλλικά συμφέροντα.
Πέραν από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων, είναι το ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον που επιδεινώνεται και αφήνει τη Γαλλία, όπως γράφει ο Μισέλ Ντουκλό, εκτεθειμένη στον κίνδυνο της «στρατηγικής μοναξιάς». Σύμφωνα με τον Ντουκλό, η Γαλλία υποφέρει όχι μόνο από την αποδυνάμεωση του μοντέλου της σε μια εποχή που οι νεο-αυταρχικοί αποκτούν εξουσία, αλλά και από επιλογές που την απομονώνουν, όπως αυτή για επανέναρξη του διαλόγου με τη Ρωσία χωρίς την υποστήριξη των Ευρωπαίων συμμάχων της.
Τέλος, στη γαλλική εσωτερική πολιτική, το φάντασμα της «αμερικανοποίησης», ιδιαίτερα όσον αφορά τα πολιτιστικά θέμα, φαντάζει απωθητικό. Εν τω μεταξύ, οι εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 στις ΗΠΑ έφεραν στην εξουσία μια νέα γενιά προοδευτικών. Παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ο συνασπισμός Μπάιντεν, ο Λευκός Οίκος θα συνεχίσει να αναζητά ιδεολογικούς συμμάχους στις μεγάλες δημοκρατίες. Η Γαλλία, η οποία βιώνει μια συντηρητική και εσωστρεφή στιγμή, φαίνεται να είναι εκτός βηματισμού και δεν επωφελείται από το αμερικανικό ιδεολογικό μομέντουμ.
Ανάκτηση της σύγκλισης
Το χαστούκι που δέχτηκε με το AUKUS ξύπνησε τη Γαλλία από τον λήθαργο. Χάρη στην ταχεία αντίδραση της διπλωματικής της μηχανής, η Γαλλία κατάφερε να αξιοποιήσει στο έπακρο μια άσχημη κατάσταση. Κατάφερε να επιβάλει ένα διατλαντικό διάλογο που δεν είναι πραγματοποιηθεί στον απόηχο της προσφορά της ΕΕ στον Μπάιντεν μετά την ευρωπαϊκή του περιοδεία τον Ιούνιο του 2021, ή ακόμα και μετά την ντροπιαστική αποχώρησή του από το Αφγανιστάν. Ο μετά-AUKUS διάλογος βοήθησε να αποσαφηνιστούν οι αμερικανικές προσδοκίες για την ευρωπαϊκή άμυνα, να δημιουργηθούν οι συνθήκες για πραγματικές διατλαντικές διαβουλεύσεις και να αναγκαστούν οι Αμερικάνοι να αναλογιστούν στο τι τους περιμένει όχι μόνο από την Ευρώπη, αλλά και από την Γαλλία, τον «καλύτερο σύμμαχο» των δέκα χρόνων των οποίο μόλις πρόδωσε η Αμερική.
Εφόσον Γαλλία και ΗΠΑ κατάφεραν να ανακάμψουν μετά το AUKUS, είναι απαραίτητο να καλλιεργηθεί αυτή η προσέγγιση πριν οι φυγόκεντρες τάσεις κυριαρχήσουν ξανά. Για τη Γαλλία, αυτό σημαίνει τουλάχιστον τρία πράγματα. Πρώτον, η Γαλλία θα πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να εξασφαλίσει την στήριξη των Ευρωπαίων (δμερώς, σε συνασπισμούς, ή σε ολόκληρη την ΕΕ) για αυτονομία – όπως φάνηκε από την αμυντική συμφωνία με την Ελλάδα ή την Συμφωνία Quirinal με την Ιταλία. Δεύτερον, η Γαλλία θα πρέπει να συνεχίσει να είναι μια δύναμη για διπλωματικές προτάσεις για μεγάλα παγκόσμια ζητήματα ή κρίσεις, οικοδομώντας αυτή τη διπλωματία με Ευρωπαίους και Αμερικάνους, όπως έγινε εδώ και πολλά χρόνια με την πυρηνικύ συμφωνία για το Ιράν.
Τέλος, για να διασφαλιστούν σταθερές σχέσεις με τις ΗΠΑ, η Γαλλία θα πρέπει αναγκαστικά να επιστρέψει σε μια βιώσιμη και επωφελή τροχιά με το Ηνωμένο Βασίλειο. Μόνο αν εκληρωθούν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις η Γαλλία και οι ΗΠΑ θα βρουν για άλλη μια φορά, από κοινού, μια ευθυγράμμιση των συμφερόντων και της θέλησής τους – η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει με μια κοινή πρωτοβουλία για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ιδίως όσον αφορά τη Ρωσία. Χωρίς αυτή την ανανεωμένη σύγκλιση, το να συνθλιβείς από τις αμερικανικές στρατηγικές επιλογές του μέλλοντος θα είναι το αποτέλεσμα όχι αδεξιότητας, αλλά συνήθειας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο γαλλόφωνο “Le Rubicon” και στο αγγλόφωνο “War on the Rocks”.