Του Δημήτρη Τσαϊλά - υποναυάρχου ε.α.
Τα πυρηνικά όπλα έχουν δώσει στο Πακιστάν ένα μέσο αποτροπής μιας συμβατικής ινδικής εισβολής, αλλά δεν έχουν κάνει το Πακιστάν ίσο με την Ινδία ακόμη στη Νότια Ασία. Η Ινδία είναι μακράν η μεγαλύτερη οικονομική και τεχνολογική δύναμη.
Η αναβίωση της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης δε βασίζεται στα πυρηνικά της όπλα, τα οποία διέθετε η Μόσχα και τη δεκαετία του 1990, όταν πέρναγε μια οικονομική εξαθλίωση, αλλά μάλλον στην οικονομική της ανάκαμψη και στην προθυμία της να προωθήσει συμβατική στρατιωτική ισχύ στη Γεωργία, την Ουκρανία και τη Συρία, καθώς και υβριδικό πόλεμο στα Βαλκάνια, τη Λευκορωσία και αλλού.
Σε ένα διπολικό κόσμο, όπως στο Ψυχρό Πόλεμο η αποτροπή λειτούργησε αρκετά καλά, αν κρίνουμε από την εμπειρία όχι μόνο με τη Σοβιετική Ένωση/Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και με την Ινδία και το Πακιστάν, την Ινδία και την Κίνα, καθώς και με την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Στον πολυπολικό κόσμο, όπως διαμορφώνεται σήμερα, η αποτροπή θέτει πολύ πιο περίπλοκα ζητήματα, ειδικά με χώρες που δεν διαθέτουν δυνατότητες δεύτερου χτυπήματος και βρίσκονται γεωγραφικά εγγύς. Η προετοιμασία για εκτόξευση πυραύλων που θα μπορούσαν (ή όχι) να φέρουν πυρηνικά όπλα θα μπορούσε να πυροδοτήσει απαντήσεις όχι μόνο από τον αντίπαλο, αλλά και από τους συμμάχους του αντιπάλου, ανάλογα με την κρίση. Ο λάθος υπολογισμός ήταν, είναι και θα παραμείνει ο βασικός παράγοντας στον πόλεμο. Οι πιθανότητες ενός λάθους είναι πολύ μεγαλύτερες όσο περισσότερες χώρες εμπλέκονται, σε αυτό το πολυπολικό σύστημα που βιώνουμε.
Οπότε η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι ναι, μπορούμε να τα καταφέρουμε με την πυρηνική απειλή, τουλάχιστον για λίγο, αλλά δεν θα είναι υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Γι' αυτό το λόγο η επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για συμφωνία για τα πυρηνικά είναι η καλύτερη επιλογή. Όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο.