Από: menshouse.gr
Ο λόγος για τον Άγγελο Ντάβο, το όνομα του οποίου μπορεί να μην λέει πολλά στο ευρύ κοινό, αλλά αποτελεί πρότυπο για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Πρόκειται για το απόλυτο παράδειγμα αυτοδημιούργητου επιχειρηματία ο οποίος έφτασε στην απόλυτη επιτυχία σε πείσμα των καιρών του, χρησιμοποιώντας τις δικές του δυνάμεις και μετουσιώνοντας το δικό του μεράκι και αγάπη για καινοτομία σε ολόκληρη βιομηχανία.
Γενιές ολόκληρες Ελλήνων (και όχι μόνο) μεγάλωσαν με ένα κομμάτι κάποιας ιδέας του Άγγελου Ντάβου στο στόμα τους! Ήταν ο άνθρωπος πίσω από τις γκοφρέτες που αναζητούσαν ως παιδιά οι περισσότεροι και πολλοί από αυτούς συνεχίζουν να το κάνουν, απολαμβάνοντας ένα κομμάτι Amaretti, μια κλασική πια Serenata ή την πιο παιδική εκδοχή της, την λατρεμένη Κουκουρούκου με αυτοκόλλητα!
Ο Άγγελος Ντάβος γεννήθηκε το 1941 στον Ράφτη Αρκαδίας, ως το τέταρτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ολοκλήρωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και δυο τάξεις γυμνασίου, αλλά γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι εκείνη την εποχή οι σπουδές δεν ήταν για όλους. Προείχε η επιβίωση, γι’ αυτό και ξεκίνησε να δουλεύει από μικρή ηλικία, φροντίζοντας όμως να καλύπτει μόνος του τα ακαδημαϊκά κενά που είχαν δημιουργηθεί. Ακούραστος και φιλομαθής, εμπλούτισε τις γνώσεις του πάνω σε διάφορους τομείς διαβάζοντας και μελετώντας ακατάπαυστα και έδειξε ιδιαίτερη κλίση στην μηχανολογία, που αργότερα ήταν η βάση στην οποία στηρίχθηκε για να υλοποιήσει ένα σχέδιο που πολλοί θεώρησαν καταδικασμένο από την αρχή.
Η σύντροφός του, Δέσποινα, ήταν ακόμη έγκυος όταν ξεκίνησαν να παράγουν γκοφρέτες. Έστησαν μια υποτυπώδη βιοτεχνία ζαχαρωδών προϊόντων σε ένα υπόγειο στην περιοχή της Κυψέλης, σε μια κίνηση που είχε μπόλικο ρίσκο. Ο Ντάβος αναγκάστηκε μάλιστα να πάρει ένα μικρό δάνειο, πίστευε όμως πολύ στην ιδέα του όταν άλλοι προεξοφλούσαν την αποτυχία του όλου εγχειρήματος. Χρειάστηκε, όμως, ελάχιστος χρόνος μέχρι τα προϊόντα του να κερδίσουν επάξια μια θέση στην αγορά και τελικά να την κατακλύσουν, μετατρέποντας τον εμπνευστή τους σε κυρίαρχο επιχειρηματία.
Σε αυτό συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Αναμφισβήτητα η οξυδέρκεια του Άγγελου Ντάβου έπαιξε τον ρόλο της, ενώ συμμετοχή είχε και το γεγονός ότι ναι μεν προσδοκούσε το κέρδος, αλλά η κερδοφορία της Bingo δεν ήταν το παν. Συμβιβαζόταν και με λιγότερα, αρκεί να μπορούσε να διατηρήσει την εταιρεία του στο επίπεδο που εκείνος ήθελε. Σε θέση να παράγει προϊόντα που πίστευε και σε περιβάλλον που θα κρατούσε και το προσωπικό του ικανοποιημένο πάνω από τον μέσο όρο του ανταγωνισμού της εποχής, με παροχές που δεν συναντούσες, ειδικά εκείνα τα χρόνια, στην Ελλάδα όπως εστιατόριο με δωρεάν φαγητό για τους εργαζόμενους κλπ΄.
Και όλα αυτά έχοντας να αντιμετωπίσει ένα πολύ ύπουλο «εχθρό». Όχι τον ανταγωνισμό, κυρίως από το εξωτερικό με πολλά συναφή ζαχαρώδη, αλλά την αθάνατη γραφειοκρατία του ελληνικού κράτους που παραδοσιακά μοιάζει να είναι πιο φιλικό απέναντι σε… εισαγόμενους, παρά σε ντόπιους επιχειρηματίες. Αυτός, άλλωστε, φαίνεται να ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να πουλήσει το πλειοψηφικό πακέτο της Chipita, η οποία επίσης είναι δικό του δημιούργημα, και λίγο αργότερα της Bingo.
Στο μεταξύ είχε προλάβει να δει όλα τα προϊόντα που είχε ονειρευτεί
κάποτε ως παιδί στην ορεινή Αρκαδία, να μετατρέπονται σε κολοσσιαία
brands των οποίων η… χάρη μάλιστα έφτασε μέχρι την Ελβετία, ανάμεσα σε
άλλες χώρες στις οποίες γίνονται εξαγωγές. Τελικά έφυγε από την ζωή σε ηλικία 78 ετών
έχοντας, ίσως, μόνο ένα παράπονο. Ότι ενώ είχε την όρεξη, την δίψα, τις
ιδέες, την τόλμη και την αποφασιστικότητα για νέες δράσεις, έμεινε
τελικά αδρανής, αντιλαμβανόμενος ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην
χώρα, δεν ήταν σύμμαχός του. Αποδείχτηκε σωστός και για αυτό…