Του Δημήτρη Τσαϊλά - υποναυάρχου ε.α.
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που είναι εγκατεστημένες στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συνθέτουν ευκίνητες μονάδες εξοπλισμένες με βαρύ πυροβολικό, πυραύλους και προηγμένους αισθητήρες. Επίσης, ελαφρά αμφίβια πολεμικά πλοία με δυνατότητες ελέγχου και επιτήρησης καθώς και μεταφορών μονάδων από νησί σε νησί εφόσον απαιτηθεί.
Στο σύνολό της αυτή η αμυντική διάταξη βοηθά το Στόλο μας μέσω του scouting (συλλογή πληροφοριών) και του counter-scouting (παραπληροφόρηση του αντιπάλου) ενώ έχουν την ικανότητα να επιφέρουν χτυπήματα.
Εν ολίγοις, σε συνεργασία με τις αερο-ναυτικές δυνάμεις θα επιχειρήσουν, αψηφώντας έτσι τις προσπάθειες της Τουρκίας να επιβάλει τις επιθυμίες της είτε με τη βία ή με εξαναγκασμό, αντί να αντιπαρατεθεί πλήρως σε μάχη. Αυτή η προσέγγιση εφαρμόστηκε από τους αγωνιστές του 1821, τόσο στην ξηρά, όσο και στη θάλασσα.
Αυτός ο τρόπος πολέμου με περιορισμένες δυνάμεις, δεν διέπεται από συγκεκριμένους επιδιωκόμενους στόχους. Δηλαδή μια στρατηγική που με μικρές παρεμβάσεις στερεί από τον εχθρό τους καρπούς της νίκης.
Μια τέτοια στρατηγική κάνει κακό για έναν εχθρό που στο πίσω μέρος του μυαλού του είναι ο ολοκληρωτικός πόλεμος, καθώς υπόσχεται κέρδη δυσανάλογα με τους πόρους που διατίθενται και αναγκάζει τον εχθρό να ανταποκριθεί με μεγάλο κόστος είτε το θέλει η ηγεσία του είτε όχι. Λειτουργεί καλύτερα σε ένα θέατρο επιχειρήσεων που μπορεί να απομονωθεί από τη θάλασσα. Αναπτύσσει μια κοινή χερσαία/θαλάσσια/αεροπορική δύναμη ταχείας αντίδρασης, ένα αμφίβιο σώμα που αποτελείται από αρκετά μέσα για να βλάψει τον εχθρό, αλλά όχι αρκετά για να προκαλέσει την αποτυχία της κύριας προσπάθειας του, δημιουργώντας όμως τεράστιο κόστος.