Από: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας
Σήμερα θ' ασχοληθούμε με το μακεδονικό ζήτημα και άγνωστες λεπτομέρειες από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Πολύτιμος βοηθός μας στα γεγονότα, το εξαιρετικό, βιβλίο του Σταύρου Τζίμα "Κρυφές Πτυχές του Μακεδονικού", Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο πρόλογος του βιβλίου που έχει γράψει ο Παύλος Τσίμας και παραθέτει κάποιες άκρως ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα χρόνια μετά το 1959. Ας δούμε τα σημαντικότερα σημεία, ιδιαίτερα όσα δεν είναι ευρέως γνωστά.
Συνάντηση Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Τίτο
Η Συμφωνία Αβέρωφ-Πόποβιτς
Την άνοιξη του 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συναντήθηκε με τον Τίτο και υπέγραψαν μια συμφωνία που ο Σοφοκλής Βενιζέλος επέκρινε ως παράγουσα "κινδύνους εθνικής αφυπνίσεως των εναπομεινάντων των σλαβόφωνων της δυτικής Μακεδονίας".
Το 1962, ο τότε πρόεδρος της ΟΛΔ της Μακεδονίας Κολισέφσκι, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο όπου ισχυριζόταν και υποστήριζε ότι υπάρχει μακεδονικό έθνος με δική του ιστορία και γλώσσα, που όμως ήταν θύμα του σερβικού, του βουλγαρικού και του ελληνικού επεκτατισμού.
Η κυβέρνηση Καραμανλή ανέστειλε τη συμφωνία του 1959 ως απάντηση "εις την περί μακεδονικού προπαγάνδαν".
Το Δεκέμβριο του 1962, ο Έλληνας ΥΠΕΞ Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Γιουγκοσλάβος ομόλογός του Κότσα Πόποβιτς, συμφώνησαν να διατηρήσουν τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους για το μακεδονικό, χωρίς όμως να επηρεαστούν οι, εξαιρετικές κατά τ' άλλα, σχέσεις των δύο χωρών.
Άνοιξη του 1959. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συναντήθηκε με τον Τίτο
Όπως γράφει ο Νίκος Μέρτζος στο βιβλίο του "ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ και οι Άλλοι", Θεσσαλονίκη 2013, ο Αβέρωφ σε γραπτές οδηγίες του προς τους Έλληνες διπλωμάτες, τόνιζε:
"Από απόψεως πρακτικής το Μακεδονικόν είναι δια τους Γιουγκοσλάβους πολιτικόν όνειρον (...). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δι' ημάς το θέμα δεν είναι σοβαρόν και δεν αποτελεί μέγαν κίνδυνον. Εις την πολιτικήν ζωήν των εθνών τα 10 ή 20 έτη δεν αποτελούν μεγάλην περίοδου".
Τα πρώτα βήματα της ελληνικής τηλεόρασης… μέσω Σκοπίων!
Στο μεταξύ τον Αύγουστο του 1959 άρχισε να λειτουργεί στα Σκόπια ο τηλεοπτικός σταθμός της "Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας". Αρχικά αναμετέδιδε το πρόγραμμα της γιουγκοσλαβικής τηλεόρασης και κάποιες ιταλικές εκπομπές, σύντομα όμως άρχισε να μεταδίδει και τοπικά "μακεδονικά" προγράμματα. Το ελληνικό προξενείο στα Σκόπια τον Νοέμβριο του 1959, ενημέρωνε την κεντρική υπηρεσία στην Αθήνα για τη λειτουργία του σταθμού.
Το τηλεγράφημα κοινοποιήθηκε στην ΚΥΠ (πρόδρομο της ΕΥΠ), με το επείγον αίτημα διαπιστωθεί "αν είναι τεχνικώς δυνατή η λήψις των προγραμμάτων αυτών εν Ελλάδι". Η απάντηση της ΚΥΠ ήταν θετική. Όμως στο Υπουργείο Εξωτερικών είχαν άλλη άποψη. Μετά από σειρά συσκέψεων, ο επικεφαλής της Α' Διεύθυνσης κατέληξε στην εξής εισήγηση: "Δοθέντος ότι η δια της τηλεοράσεως προπαγάνδα δύναται να είναι εκτάκτως επικίνδυνος, φρονούμε ότι δέον (πρέπει) να παρεμποδισθεί η εκ του εξωτερικού εισαγωγή μηχανημάτων λήψεως τηλεοράσεως, συναρμολογημένων ή και εις τμήματα".
Η εισήγηση έγινε δεκτή και τον Μάρτιο του 1960, εκδόθηκε ειδική εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών με αριθμό 3328/60, που προέβλεπε η απαγόρευση εισαγωγής τηλεοπτικών συσκευών, συνηρμολογημένων ή εις τμήματα", χωρίς προηγούμενη ειδική άδεια των Υπουργών Οικονομικών και Εξωτερικών (!).
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Αντώνης Σαμαράς
Παράλληλα, οι Αρχές Ασφαλείας έλαβαν εντολή να καταγράφουν τα σπίτια στη Βόρειο Ελλάδα που έχουν κεραία τηλεόρασης. Έκθεση της ΕΥΠ στις 13 Μαρτίου 1965, σημείωνε ότι "εις Φλώριναν λειτουργούν πέντε συσκευαί (ενν. τηλεόρασης) εις οικίας πολιτών".
Στις αρχές του 1966 ο διοικητής της ΚΥΠ Στρατηγός Παπαγεωργόπουλος κοινοποιούσε τις ανησυχίες του στον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο: "Καθίσταται σαφές, ότι αι εκπομπαί, ανεξαρτήτως των εξωτερικών, μορφωτικών, καλλιτεχνικών ή πολιτιστικών καλύψεων υφ' ας παρουσιάζονται, αποβλέπουν σταθερώς εις την επίτευξιν του μοναδικού σκοπού, ήτοι της προπαγάνδας επί του σλαβοφώνου, αλλά και του ελληνοφώνου στοιχείου της Μακεδονίας, δια την εν καιρώ έγερσιν επισήμως θέμα ανεξαρτητοποιήσεως".
Ένα από... τα θύματα της εγκυκλίου αυτής, ήταν ένας Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία, ο οποίος ξεκίνησε από το Μόναχο για μόνιμη επανεγκατάσταση στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1964. Φόρτωσε στο αυτοκίνητό του τις βαλίτσες με τα πράγματά του και ό,τι άλλο μπορούσε και κάποια άλλα ογκώδη, ανάμεσά τους και μια συσκευή τηλεόρασης, τα έστειλε με το τρένο.
'Οταν πήγε στο τελωνείο του σταθμού Λαρίσης να την παραλάβει, έκπληκτος άκουσε ότι η τηλεόρασή του είχε κατασχεθεί! Η εισαγωγή συσκευών τηλεόρασης στην Ελλάδα απαγορευόταν...
Πριν λίγα χρόνια ο Παύλος Τσίμας ανακάλυψε στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών (τμήμα Βαλκανικών Υποθέσεων) την αίτηση που ο άτυχος συμπατριώτης μας είχε υποβάλει, ζητώντας να του επιστραφεί η συσκευή «την οποίαν ηγόρασα εκ του υστερήματός μου με δόσεις».
Το 1963 η χώρα μας "έτρεχε" με ρυθμό ανάπτυξης 11,8 % και ήταν η πρώτη που είχε υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ (των έξι). Ωστόσο δεν είχε τηλεόραση...
Αντίθετα, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία και Βουλγαρία είχαν αποκτήσει τηλεόραση από τη δεκαετία του 1950 και η Αλβανία το 1960.
Τουλάχιστον, το άνοιγμα του σταθμού στα Σκόπια οδήγησε την κυβέρνηση να δώσει, επιτέλους, στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοτηλεόρασης (ΕΙΡ) να ξεκινήσει πειραματικές τηλεοπτικές εκπομπές. Στην ελληνική νομοθεσία υπήρξε για πρώτη φορά αναφορά σε λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα στον νόμο 1663 του 1951.
Μετά από μια σειρά διαγωνισμών οι οποίοι στη συνέχεια ακυρώνονταν, σχέδια που έμεναν στο συρτάρι και πολλά ακόμη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1960, στις 8 το βράδυ, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής που μόλις είχε εγκαινιάσει τη ΔΕΘ, αφίχθηκε στο περίπτερο της ΔΕΗ. Την ώρα της άφιξής του βγήκε στον αέρα η πρώτη εκπομπή ειδήσεων με οπερατέρ των Κώστα Μπαλάφα.
Η Έλσα Παπαστεργίου έκανε την πρώτη εκφώνηση: «Εδώ ο Πρώτος Πειραματικός Σταθμός Τηλεοράσεως Ελλάδος. Στο στούντιο εισέρχεται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής».
Η κάμερα στράφηκε προς το πρόσωπο του Κ. Καραμανλή ο οποίος απηύθυνε σύντομο μήνυμα προς τον λαό της Βόρειας Ελλάδας. Ακολούθησε η επίσημη έναρξη λειτουργίας, κάποιες συνεντεύξεις και ο Άλκης Στέας που παρουσίασε ένα τηλεφωνικό παιχνίδι γνώσεων (είμαστε σίγουροι ότι θα ήταν απείρως καλύτερο από τα σημερινά ως φερόμενα παιχνίδια γνώσεων…).
Εκατό συσκευές τηλεόρασης είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της συμπρωτεύουσας και γύρω στους 30.000 Θεσσαλονικείς (!) συνωστίζονταν στα πεζοδρόμια για να παρακολουθήσουν το πρώτο πειραματικό πρόγραμμα, αριθμός που δόθηκε επισήμως από ειδικά συνεργεία που έκαναν τη σχετική μέτρηση, τις ώρες 21.30-22.00 της 17/9/1960
(Τα στοιχεία για την τηλεόραση προέρχονται από το βιβλίο του Στάθη Βαλούκου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ», εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, 2008). Επανερχόμαστε στο μακεδονικό, μετά τη μακροσκελή αλλά ενδιαφέρουσα νομίζουμε, τηλεπαρένθεση.
Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80 τήρησαν την άτυπη συμφωνία Αβέρωφ-Πόποβιτς. Ωστόσο πάντοτε η Αθήνα θεωρούσε το μακεδονικό, εθνικό ζήτημα.
Η επεισοδιακή επίσκεψη Σαρτζετάκη στην Αυστραλία το 1988
Το μακεδονικό ήρθε για τους περισσότερους στην Ελλάδα στο προσκήνιο, το 1988. Τον Νοέμβριο εκείνου του έτους, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης επισκέφθηκε την Αυστραλία όπου εκπροσώπησε την Ελλάδα στην επέτειο συμπλήρωσης 200 χρόνων από την ίδρυση του Αυστραλιανού κράτους.
Το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού με αφορμή την επέτειο οργάνωσε έκθεση με θέμα «Αρχαία Μακεδονία» που θα εγκαινίαζε ο κύριος Σαρτζετάκης παρουσία του Αυστραλού πρωθυπουργού Ρόμπερτ Χοκ και άλλων επισήμων.
Στην Αυστραλία ζούσαν τότε περίπου 700.000 Έλληνες ομογενείς και περίπου 100.000 Σκοπιανοί («Σλαβομακεδόνες»). Μερικές εκατοντάδες από αυτούς συγκεντρώθηκαν στις 24/11/1988 έξω απ’ το μουσείο όπου θα τελούνταν τα εγκαίνια και αποδοκίμασαν τον κύριο Σαρτζετάκη και την ακολουθία του. Απέναντί τους βρέθηκαν πολλοί περισσότεροι ομογενείς μας που φώναζαν συνθήματα υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας.
Κατά την προσέλευση του Έλληνα Προέδρου απειλήθηκε σύρραξη και η Αστυνομία της Αυστραλίας του υπέδειξε να εξέλθει κατά την αναχώρησή του από την πίσω πόρτα για λόγους ασφαλείας.
Ο Πρόεδρος απέρριψε αμέσως ως ανοίκεια την πρόταση δηλώνοντας σε έντονο ύφος: «Είμαι ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν θα φύγω ως διαρρήκτης». Αποχωρώντας απεύθυνε χαιρετισμό από μικροφώνου στους ομογενείς μας.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο κραυγών και συνθημάτων, επιδοκιμασίας και ενθουσιασμού από τους Έλληνες και αποδοκιμασίες από τους Σκοπιανούς που μάλιστα εκσφενδόνισαν αντικείμενα εναντίον του κύριου Σαρτζετάκη.
Στη συνέχεια η αυστραλιανή κυβέρνηση, προσπάθησε να λογοκρίνει δύο φορές ομιλίες του Έλληνα Προέδρου σε επίσημα δείπνα, με αναφορές στη Μακεδονία.
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης απείλησε ότι θα διακόψει την επίσκεψή του και θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Η αυστραλιανή κυβέρνηση υποχώρησε γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα δημιουργούνταν μείζον διπλωματικό θέμα με απρόβλεπτες συνέπειες λόγω της μεγάλης πολιτικής ισχύος της ελληνικής ομογένειας.
Πάντως οι τηλεοπτικές εικόνες μετέφεραν και στην Ελλάδα τον «άγνωστο» πόλεμο για τη Μακεδονία που θα απασχολούσε ως σήμερα τη χώρα μας…
Το «μοιραίο» 1991
Στις 25 Ιανουαρίου 1991 το Κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της. Στις 8/9/1991 έγινε δημοψήφισμα όπου το 95,09% τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης από τη διαλυόμενη Γιουγκοσλαβία. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους το Κοινοβούλιο ψήφισε Σύνταγμα. Στις 2 Δεκεμβρίου 1991 ο Κίρο Γκλιγκόροφ έστειλε επιστολή σε ηγέτες ξένων χωρών με την οποία τους εξέφραζε την επιθυμία των Σκοπίων, να αναγνωριστεί η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως ανεξάρτητο κράτος.
Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 έγινε η κρίσιμη σύσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ (των 12). Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο ΥΠΕΞ Αντώνης Σαμαράς. Ο Γερμανός ομόλογός του Χανς Ντρίτριχ Γκένσερ απαίτησε την αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας. Ο Α. Σαμαράς δεν ζήτησε ανταλλάγματα για το «μακεδονικό» ούτε έβαλε βέτο και δέχθηκε τις αξιώσεις Γκένσερ (και άλλων…). Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σε συνέντευξη στον Σταύρο Τζίμα τον Ιανουάριο του 2014, επέρριψε όλη την ευθύνη στον Αντώνη Σαμαρά αποδίδοντάς του απειρία. Βέβαια είπε και πως «δεν φταίει αυτός, φταίω εγώ που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο».
Μάλιστα ο Κων/νος Μητσοτάκης ανέφερε στον Σταυρό Τζίμα: «Του είπα: ανόητε, εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες να πεις υποχωρώ, αλλά θέλω να μου λύσετε το πρόβλημα των Σκοπίων. Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας». Επισήμανε δε ότι ο έμπειρος Γκένσερ, πήρε τρεις φορές τηλέφωνο τον Χέλμουτ Κολ, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς δεν επικοινώνησε μαζί του.
Βέβαια, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που είπε ότι αν ήταν αυτός παρών θα έθετε βέτο, δεν εξήγησε γιατί έστειλε έναν άπειρο, όπως ο Αντώνης Σαμαράς σε μια ιστορική Σύνοδο και γιατί δεν επιδίωξε ο ίδιος να τον βρει και να του δώσει οδηγίες;
Η αλήθεια είναι ότι όταν έσκασε η βόμβα του «μακεδονικού» η ελληνική πλευρά ήταν παντελώς ανέτοιμη. Στα συρτάρια του Υπουργείου Εξωτερικών δεν υπήρχε κανένα απολύτως σχέδιο, παρά τις προειδοποιήσεις διπλωμάτων, όπως ο Ευάγγελος Κωφός, ότι έρχεται καταιγίδα…
Έτσι ήταν αναμενόμενες οι κατοπινές εξελίξεις…
Τι έγινε όμως στη σύσκεψη της Αχρίδας (αρχές 1992);
Τι ειπώθηκε ανάμεσα σε Μιλόσεβιτς και Γκλιγκόροφ;
Πρότεινε πραγματικά ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τη «μοιρασιά» των Σκοπίων μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας ή όχι;
Όλα αυτά θα το δούμε σε άρθρο μας τις επόμενες μέρες στο protothema.gr.
Πηγή: ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ, «ΚΡΥΦΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ» Εκδόσεις επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021.
Ευχαριστούμε θερμά τις «Εκδόσεις Επίκεντρο» και ιδιαίτερα την κυρία Σοφία Ατζέμη για την πολύτιμη βοήθειά τους.