Η θεωρία για τα νομισματικά μεγέθη, ίσως, να ήταν για ορισμένους από τις πιο βαρετές στις οικονομικές σχολές. Όμως, γίνεται ενδιαφέρουσα όταν χρησιμοποιείται για να εξηγήσει το εξής παράδοξο: Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξάνονται συνεχώς, ταυτόχρονα με τη ζήτηση για τραπεζογραμμάτια και κέρματα. Πρόκειται για ένα παράδοξο, το οποίο έχει εντοπιστεί από τις κεντρικές τράπεζες σε Ευρωζώνη και ΗΠΑ, το οποίο έγινε πιο έκδηλο με την πανδημία, όταν εκτινάχθηκαν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και ταυτόχρονα το ρευστό έξω από τις τράπεζες.
Από: capital.gr - Του Λεωνίδα Στεργίου
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο συνέβη στην Ελλάδα. Οι τράπεζες ανακοινώνουν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι εγχρήματες συναλλαγές στα καταστήματα έχουν μειωθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 2019, μέσω ηλεκτρονικών μέσων πραγματοποιείται το 97% των συναλλαγών, η χρήση των ΑΤΜ υποχωρεί. Όμως, την ίδια στιγμή, η ζήτηση για τραπεζογραμμάτια, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, αυξάνεται, όπως επίσης η αξία της μέσης ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ. Οι συναλλαγές με κάρτες, δηλαδή από το 2019 μέχρι σήμερα, έχουν αυξηθεί κατά 44%.
Η προσέγγιση του ΑΤΜ
Ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις συναλλακτικές συμπεριφορές είναι αυτός που συγκρίνει την αξία των μετρητών από αναλήψεις από ΑΤΜ προς το σύνολο των μετρητών από ΑΤΜ και συναλλαγών με κάρτες. Η αξία των συναλλαγών με κάρτα το 2020 ανήλθε στα 35 δισ. ευρώ (για το 2021 εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 37 δισ.) από 24 δισ. ευρώ το 2019. Η αξία των μετρητών που αναλήφθηκαν μέσω ΑΤΜ στην Ελλάδα υποχώρησε το 2020 σε 38,8 δισεκ. ευρώ από 41,5 δισεκ. ευρώ το 2019. Εντούτοις, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, η μέση αξία ανάληψης παρουσίασε σημαντική αύξηση ύστερα από πολλά έτη (κατά 15% περίπου έναντι του 2019, σε 210 ευρώ). Έτσι, ο λόγος μετρητά προς συναλλαγές με κάρτες και αναλήψεις από ΑΤΜ διαμορφώθηκε το 2019 στο 63% και το 2020 στο υποχώρησε στο 52% (από 85% το 2015).
Πληρωμές χέρι με χέρι
Ωστόσο, η μέθοδος αυτή λαμβάνει υπόψη μόνο τα μετρητά που αναλήφθηκαν από ΑΤΜ, δηλαδή από μετρητά που εισήλθαν, καταγράφηκαν και εξήλθαν από το τραπεζικό σύστημα. Δεν λαμβάνει υπόψη τις λεγόμενες OTC (over-the-counter) πληρωμές, δηλαδή τις πληρωμές με μετρητά, χέρι με χέρι, χρησιμοποιώντας ρευστό που δεν πέρασε από ΑΤΜ, POS ή τραπεζικό σύστημα. Αυτό το ποσό στην Ελλάδα υπολογίζεται γύρω στα 20 δισ. ευρώ αυξάνει, σύμφωνα, με την τελευταία έκθεση (SPACE) της ΕΚΤ το ποσοστό των μετρητών στις συναλλαγές στο 80% (σε αριθμό συναλλαγών) και στο 62% (σε αξία) το 2020. Άλλοι αναλυτές και τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το ποσοστό του μετρητού στην Ελλάδα στο σύνολο των συναλλαγών (σε αξία) πρέπει να κινείται στο 80% εάν λάβουμε το σύνολο των μεθόδων πληρωμών και υπολογίσουμε το χρήμα που δεν έχει καταγραφεί. Εξάλλου, όπως σημειώνουν, τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα σε κυκλοφορία από την ΕΚΤ και την ΤτΕ υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση. Το μόνο που γνωρίζει η ΕΚΤ είναι πόσα χρήματα έχει τυπώσει και έχει δώσει στις τράπεζες. Από εκεί και πέρα, πόσα χρήματα εκτός τραπεζών έμειναν στις τσέπες καταναλωτών εντός Ευρωζώνης και πόσα έφυγαν με το πορτοφόλι στο εξωτερικό είναι κάτι που υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση.
Πόσο μετρητό κυκλοφορεί έξω από τις τράπεζες
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και για τον υπολογισμό της νομισματικής κυκλοφορίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το νόμισμα σε κυκλοφορία Mo (περιλαμβάνει καταθέσεις τραπεζών μιας ημέρας) υπολογίζεται σε 33,5 δισ. ευρώ έναντι 28,4 δισ. στην αρχή της πανδημίας. Το ποσό αυτό προσεγγίζει εκείνο των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία στη συνοπτική κατάσταση της ΤτΕ τον Νοέμβριο 2021. Το ποσό αυτό ήταν 34,6 δισ. ευρώ.
Όμως, το ποσό των 34,6 δισ. ευρώ προκύπτει από την κλείδα, δηλαδή τη συμμετοχή της Ελλάδος στο Ευρωσύστημα. Στην πραγματικότητα τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία είναι λιγότερα. Η διαφορά αυτή διορθώνεται με την αφαίρεση του στοιχείο 9.3 του ενεργητικού (καθαρές απαιτήσεις που απορρέουν από την κατανομή, εντός του Ευρωσυστήματος, των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων ευρώ), δηλαδή του ποσού των 14,8 δισ. Επομένως, το εκτιμώμενο ποσό τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία υπολογίζεται τώρα σε 19,8 δισ. ευρώ. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί το πραγματικό ποσό του 1 δισ. ευρώ (απαιτήσεις από τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ). Έτσι, προκύπτει η εκτίμηση για συνολική κυκλοφορία τραπεζογραμματίων στην Ελλάδα ύψους 20,8 δισ. ευρώ.
Ο λόγος που δεν επεστράφησαν τραπεζογραμμάτια στις τράπεζες, σύμφωνα με την ΤτΕ, ήταν ο χαμηλός τζίρος των επιχειρήσεων, λόγω της πανδημίας. Έτσι, προτίμησαν να κρατήσουν το ρευστό στο ταμείο. Ειδικότερα, η ΤτΕ αναφέρει: "Η υποχώρηση των επιστρεφόμενων τραπεζογραμματίων συνέβη γιατί στη διάρκεια της πανδημίας διακόπηκε ο κύκλος που ακολουθούν τα μετρητά στην οικονομία (cash cycle). Οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου ή άλλοι πάροχοι υπηρεσιών δεν συγκέντρωσαν πλεονάζοντα μετρητά ώστε να επιστραφούν μέσω των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική τράπεζα. Πολλά φυσικά καταστήματα μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών στα οποία καταγράφεται υψηλή χρήση μετρητών, όπως επιχειρήσεις υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης, ψυχαγωγίας κ.ά., υπολειτουργούσαν στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ η κατάθεση χρημάτων στα καταστήματα των τραπεζών παρουσίαζε επίσης δυσχέρειες λόγω της περιορισμένης κινητικότητας. Κατά συνέπεια τα μετρητά πιθανώς κυκλοφορούσαν λιγότερο ενεργά σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, παραμένοντας περισσότερο στα επιμέρους τμήματα-συμμετέχοντες του κύκλου, χωρίς να ολοκληρώνεται ο κύκλος των μετρητών. Επιπρόσθετα όμως, καθώς η εγχώρια νομισματική κυκλοφορία στην Ελλάδα είναι πιθανόν να επηρεάζεται και από την εισροή χρήματος από το εξωτερικό, η σημαντική συρρίκνωση στις ροές των τουριστών και στις ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά 80% περίπου το 2020 εκτιμάται ότι επηρέασε επίσης πτωτικά τον όγκο των τραπεζογραμματίων που επέστρεφαν στο πιστωτικό σύστημα.
Τότε, σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα μετρητά που κυκλοφορούσαν στην αγορά πριν από την πανδημική κρίση, δηλαδή άλλα περίπου 20 δισ. ευρώ που δεν επέστρεψαν στις τράπεζες, ενώ δεν περιλαμβάνονται μέτρα στήριξης συνολικού ύψους 40 δισ. που συνέβαλαν στην αύξηση των καταθέσεων κατά 36 δισ. ευρώ στο διετία (καθώς αναφερόμαστε μόνο για μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος).
Φοροδιαφυγή και παραοικονομία
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θιχθεί το ζήτημα της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνο στον ΦΠΑ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χάνονται έσοδα 12 δισ. το χρόνο. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται μικρά ή μεγάλα ποσά από επαγγελματίες ή σημεία πώλησης που αρνούνται τη συναλλαγή με POS, αλλά και ενδείξεις ότι η απόκρυψη εσόδων αυξήθηκε στην πανδημία προκειμένου ορισμένοι κλάδοι που λειτουργούσαν να παρουσιάσουν μεγαλύτερη πτώση τζίρου για τις επιστρεπτέες προκαταβολές και άλλα μέτρα στήριξης.
Παρ’ όλα αυτά, η σύγκριση της τάσης του Μο (νόμισμα σε κυκλοφορία και καταθέσεις μίας ημέρας), Μ1 (νόμισμα σε κυκλοφορία, καταθέσεις μίας ημέρας, όψεως και τρεχούμενοι λογαριασμοί και απλού ταμιευτηρίου) και του Μ3 (τα προηγούμενα συν Καταθέσεις προθεσμίας, ρέπος, αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς και ομόλογα έως 2 έτη) δεν δείχνει αύξηση της παραοικονομίας κατά τη διάρκεια των δύο ετών της πανδημίας καθώς κινούνται με το ίδιο momentum. Ή τουλάχιστον δεν καταγράφεται κάποια μεταβολή που να είναι στατιστικά ανιχνεύσιμη και σημαντική.
Στην Ευρωζώνη
Σε ό,τι αφορά στην Ευρωζώνη, η πιο πρόσφατη μελέτη της ΕΚΤ με τίτλο "Το Παράδοξο των Τραπεζογραμματίων” επισημαίνει το φαινόμενο της ταυτόχρονης αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της ζήτησης για τραπεζογραμμάτια. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε επίπεδο Ευρωζώνη, σημαντικό ποσοστό της ζήτησης προέρχεται από χώρες εκτός της ζώνης του Ευρώ, όπου σε καιρό κρίσης, ένα ισχυρό νόμισμα έχει ιδιαίτερη αξία. Άρα αποδίδει περίπου τη μισή αύξηση της ζήτησης σε εκροή ευρώ προς τρίτες χώρες. Το υπόλοιπο 50% μοιράζεται σχεδόν σε αποταμίευση ανάγκης (εκτός τράπεζας) και για τις ανάγκες καθημερινών συναλλαγών.