Στην αυγή του 2022, το ζήτημα της ελληνικής άμυνας απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό προβάλει ως μια από τις κυριότερες προκλήσεις που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Η χώρα έχει εισέλθει σε τροχιά επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά το πρόβλημα παραμένει για μερικά ακόμα χρόνια.
Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Το πολιτικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί σε όλες του τις διαστάσεις το πρόβλημα. Το ελληνικό κράτος, στερούμενο θεσμικά των μηχανισμών, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την τουρκική απειλή στο περίπου, όπως αποκαλύπτεται από τις πράξεις, όχι από τις διακηρύξεις του.
Το κεφαλαιώδες ζήτημα της αξιόπιστης αποτροπής δεν μπορεί να συζητιέται σοβαρά στα τηλεοπτικά παράθυρα. Ακόμα και στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή απαιτείται η παρουσία ειδικών που θα εξηγούσαν αναλυτικά την πραγματική εικόνα της τουρκικής απειλής και πως αυτή αντιμετωπίζεται. Διότι η Άγκυρα ήδη χρησιμοποιεί το στρατιωτικό εργαλείο για την επίτευξη πολιτικών στόχων.
Όσον αφορά τους προαναφερθέντες “θεσμικούς μηχανισμούς”, θα ήταν αποτελεσματικοί υπό τον όρο ότι θα λειτουργούσαν ελεύθερα από τον νοσηρό κομματισμό και την επιβολή επιλογών από “πεφωτισμένες” ομάδες συμφερόντων, όχι πάντα ελληνικών. Η ορθότητα των επιλογών αυτών δοκιμάζεται σκληρά σε περιόδους αστάθειας και τελικά επηρεάζει καθοριστικά το μέλλον της χώρας.
Τον όρο “groupthink” χρησιμοποίησε το 1972 ο ψυχολόγος Ίρβινγκ Τζάνις (Irving L. Janis). Απλουστευτικά, αφορά το αποτέλεσμα της επιδίωξης μιας ομάδας (εν προκειμένω οι ελληνικές ελίτ) να λειτουργεί με συνοχή, όπου οι ισχυρότεροι της ομάδας (που επιδιώκουν ή/και εκπροσωπούν συμφέροντα) διαμορφώνουν το πλαίσιο των απόψεων, πεποιθήσεων και πολιτικών, με το οποίο συμμορφώνεται η ομάδα. Κι αυτό, καθώς η επίδειξη ομοιογένειας, ασχέτως επιμέρους διαφωνιών, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα αυτής της ομάδας.
Τούτων λεχθέντων, η σοβαρότερη παράμετρος του προβλήματος είναι η ακόλουθη: Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κατανοήσει επαρκώς ότι η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση γεωπολιτικής μετάβασης. Συνεπώς, δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι μια περίοδος με πεπερασμένη χρονική διάρκεια, αν και το πόσο θα διαρκέσει είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Η Ελλάδα εισήλθε σε αυτή την περίοδο βγαίνοντας από μια 15ετή περίοδο παραμέλησης των Ενόπλων Δυνάμεων, κάτι που αποκαλύπτει και το μέγεθος της ανευθυνότητας. Άρα, η φιλότιμη προσπάθεια επανεξοπλισμού που γίνεται τώρα, όπως γίνεται, δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόπειρα περιορισμού της ζημιάς που έχει γίνει (damage limitation).
Η Τουρκία είχε κατανοήσει πολύ καλύτερα σε κεντρικό επίπεδο τη σημασία της περιόδου, με αποτέλεσμα να αποδυθεί σε εξοπλιστική φρενίτιδα με ταυτόχρονη προσπάθεια κοστοβόρας, αλλά θεαματικής αύξησης της αμυντικής της αυτάρκειας. Στόχος ήταν να περιορίσει την εξάρτηση από τις επιλογές της Δύσης. Οι Τούρκοι γνώριζαν ότι ξεπερνούσαν τις δυνατότητές τους. Κατανοούσαν, όμως, ότι η μεταβατική περίοδος θα γεννήσει μια νέα αρχιτεκτονική, στο πλαίσιο της οποίας η Τουρκία πρέπει να μπει όσο το δυνατόν πιο ενισχυμένη.
Στη συνέχεια θα λάμβανε τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα. Η εσωτερική πολιτική δυναμική όμως και η διαρκής ανάγκη εξισορρόπησης ανάμεσα στον ισλαμισμό και τον κεμαλισμό, ευτυχώς για τον Ελληνισμό, την οδήγησε σε επικίνδυνο αδιέξοδο την πιο κρίσιμη στιγμή. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της έχουν πληγεί σκληρά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Αυτό είναι όμως καλό και ταυτόχρονα επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Καλό διότι περιόρισε εκ των πραγμάτων το επικίνδυνο χάσμα που είχε ανοίξει στο ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος και επιδείνωσε δραματικά την εξωτερική νομιμοποίηση της πολιτικής του καθεστώτος Ερντογάν. Κακό διότι υπό τον φόβο κατάρρευσης του σχεδιασμού, αυξάνεται λογικά η πιθανότητα στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού με ό,τι διαθέτει. Αυτός είναι ένας από τους λόγους συνεχούς ενασχόλησης της Άγκυρας με τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Ερντογάν είναι διατεθειμένος να τα παίξει όλα για όλα.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα, παρά την αισθητή βελτίωση και στην κατανόηση του προβλήματος και στα μέτρα εξοπλισμού, δεν δείχνει να κατανοεί το πόσο επείγουσα είναι η κατάσταση. Πως υπάρχει ενδεχόμενο όταν τα πανάκριβα οπλικά συστήματα που έχουν παραγγελθεί ενταχθούν επιχειρησιακά στο ελληνικό οπλοστάσιο, η κατάσταση να έχει κριθεί. Στο μεταξύ, η εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάδα, παρά τις πολύ σημαντικές διπλωματικές κινήσεις και τη σύμπηξη συμμαχικών σχέσεων με χώρες-κλειδιά, δεν είναι αυτή που θα μπορούσε να καθορίσει το αποτέλεσμα μία θερμής κρίσης.
Αποτελεί επικίνδυνη αφέλεια την τρέχουσα περίοδο να θεωρεί κανείς ότι η Άγκυρα μπορεί να αλλάξει στάση απέναντι στον Ελληνισμό με οτιδήποτε άλλο πέραν του φόβου ότι ένας τουρκικός τυχοδιωκτισμός μπορεί να της κοστίσει πολύ ακριβά. Εάν η Ελλάδα έπειθε και την Άγκυρα και τους τρίτους ότι εάν δεχθεί επίθεση θα προκύψει το “γαία πυρί μειχθήτω”, όλοι θα κοιτούσαν την κατάσταση διαφορετικά. Σήμερα, το στίγμα που εκπέμπει η χώρα, εξακολουθεί να είναι φοβικό, παρά τις αισθητές βελτιώσεις.
Καλή είναι η πολιτική ορθότητα και οι εκκλήσεις στην Τουρκία να ακολουθήσει την οδό της νομιμότητας και των έντιμων συμβιβασμών. Η Ελλάδα, όμως, έπρεπε να είναι πολύ πιο συγκεκριμένη απέναντι στους συμμάχους της (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα) για το στρατιωτικό σκέλος αυτής της συμμαχικής σχέσης. Η κοινότητα των ζωτικών συμφερόντων είναι τέτοια που οι προϋποθέσεις για τη μετεξέλιξη της συνεργασίας σε συμμαχία υπάρχουν.
Ένα ερώτημα αφορά το αν κατάφερε να βρει νέες ορθολογικές ισορροπίες το προαναφερθέν “group think” της ελληνικής ελίτ. Αυτό αφορά τόσο το “παιχνίδι” των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και τη λογική αντιμετώπισης της Τουρκίας, την οποία πολλοί δεν αντιμετωπίζουν πρωτίστως ως εθνική απειλή, αλλά ως εταίρο χρυσοφόρων συμφωνιών.
Με τον τρόπο αυτό όμως μετατρέπονται σε εργαλεία της υψηλής στρατηγικής της Άγκυρας, ενώ η Ελλάδα δεν έχει τους μηχανισμούς και την ορθολογική ιεραρχία ελέγχου της κατάστασης με τον τρόπο που συμβαίνει στα ζητήματα εθνικής ασφαλείας σε χώρες που σέβονται τον εαυτό τους, δημοκρατικές ή μη.
Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αντιληφθεί ότι απόλυτη εθνική προτεραιότητα είναι ο ταχύτατος εξοπλισμός της χώρας με ξεκάθαρες επιθετικές δυνατότητες. Η άμεση ενίσχυση του οπλοστασίου των Ενόπλων Δυνάμεων με όπλα που μπορούν να “ματώσουν” σοβαρά την Τουρκία και από μεγάλες αποστάσεις. Και επιτέλους, ας ξεπεραστούν σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία αναστολές που αφορούν το να μη δυσαρεστήσουμε φίλους και συμμάχους.
Δεν μπορεί να βυσσοδομεί ο κάθε Ακάρ αμφισβητώντας την κυριαρχία των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, επειδή δεν τα αφήνει η Ελλάδα έρμαια στις ορέξεις της Τουρκίας. Η απάντηση έπρεπε να είναι η άμεση μετατροπή τους σε αβύθιστες πλατφόρμες εκτόξευσης πυραύλων σε περίπτωση που εκδηλωθεί τουρκική επιθετική ενέργεια.
Υπάρχουν “φιλικές”, αλλά και αυστηρές συστάσεις από συμμαχικές χώρες να μην μεταφέρει η Ελλάδα ισχυρά συστήματα πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας με το πρόσχημα της μη κλιμάκωσης. Η απάντηση που πρέπει να δίνεται είναι οι Δυτικοί να στρέψουν τις πιέσεις τους προς την Τουρκία, η οποία διαρκώς απειλεί έχοντας αγοράσει βαλλιστικά συστήματα από το Πακιστάν και την Κίνα.
Θα είχε μεγαλύτερη συμβολική και επιχειρησιακή αξία ακόμα και από πλατφόρμες όπως τα αναβαθμισμένα F-16, τα Rafale και οι φρεγάτες Belh@rra να ζητηθούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος πυραυλικά συστήματα από χώρες, όπως το Ισραήλ, τα Εμιράτα και η Σερβία. Να επενδύσουμε εκεί τα εκατοντάδες εκατομμύρια που μας ζητούνται για την αναβάθμιση των αμερικανικών MLRS και μάλιστα όταν υπάρχουν οχλήσεις για το που θα τα τοποθετήσουμε και πως θα τα χρησιμοποιήσουμε;
Τα Εμιράτα απάντησαν στη δυστοκία των Αμερικανών να τους αποδεσμεύσουν τα μαχητικά F-35, όπως τα ήθελαν, αγοράζοντας 80 γαλλικά Rafale. Διαμήνυσαν στην Ουάσιγκτον ότι οι ΗΠΑ θέλουν περισσότερο να πουλήσουν τα μαχητικά τους από όσο τα Εμιράτα χρειάζονται να τα αγοράσουν. Προφανώς εξακολουθούν να τα θέλουν, αλλά σημαντικό μέρος της ανάγκης καλύφθηκε αλλιώς.
Έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα τη βούληση να κινηθεί δραστικά, χωρίς πολλές κουβέντες, επενδύοντας έξυπνα τα διαθέσιμα χρήματα στην αμυντική βιομηχανία της χώρας που μπορεί να λύσει πολύ συγκεκριμένα προβλήματα ει δυνατόν και άμεσα; Μόνο τότε θα έχει περάσει το μήνυμα σε φίλους και αντιπάλους ότι κατανοεί την κατάσταση και ξέρει πως να την αντιμετωπίσει. Ναι μεν πρέπει να εξαντλεί τα περιθώρια ειρηνικών διευθετήσεων, αλλά χωρίς να μετατρέπεται σε παρακολούθημα των γεωστρατηγικών προτεραιοτήτων άλλων.
Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Το πολιτικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί σε όλες του τις διαστάσεις το πρόβλημα. Το ελληνικό κράτος, στερούμενο θεσμικά των μηχανισμών, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την τουρκική απειλή στο περίπου, όπως αποκαλύπτεται από τις πράξεις, όχι από τις διακηρύξεις του.
Το κεφαλαιώδες ζήτημα της αξιόπιστης αποτροπής δεν μπορεί να συζητιέται σοβαρά στα τηλεοπτικά παράθυρα. Ακόμα και στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή απαιτείται η παρουσία ειδικών που θα εξηγούσαν αναλυτικά την πραγματική εικόνα της τουρκικής απειλής και πως αυτή αντιμετωπίζεται. Διότι η Άγκυρα ήδη χρησιμοποιεί το στρατιωτικό εργαλείο για την επίτευξη πολιτικών στόχων.
Όσον αφορά τους προαναφερθέντες “θεσμικούς μηχανισμούς”, θα ήταν αποτελεσματικοί υπό τον όρο ότι θα λειτουργούσαν ελεύθερα από τον νοσηρό κομματισμό και την επιβολή επιλογών από “πεφωτισμένες” ομάδες συμφερόντων, όχι πάντα ελληνικών. Η ορθότητα των επιλογών αυτών δοκιμάζεται σκληρά σε περιόδους αστάθειας και τελικά επηρεάζει καθοριστικά το μέλλον της χώρας.
Τον όρο “groupthink” χρησιμοποίησε το 1972 ο ψυχολόγος Ίρβινγκ Τζάνις (Irving L. Janis). Απλουστευτικά, αφορά το αποτέλεσμα της επιδίωξης μιας ομάδας (εν προκειμένω οι ελληνικές ελίτ) να λειτουργεί με συνοχή, όπου οι ισχυρότεροι της ομάδας (που επιδιώκουν ή/και εκπροσωπούν συμφέροντα) διαμορφώνουν το πλαίσιο των απόψεων, πεποιθήσεων και πολιτικών, με το οποίο συμμορφώνεται η ομάδα. Κι αυτό, καθώς η επίδειξη ομοιογένειας, ασχέτως επιμέρους διαφωνιών, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα αυτής της ομάδας.
Τούτων λεχθέντων, η σοβαρότερη παράμετρος του προβλήματος είναι η ακόλουθη: Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει κατανοήσει επαρκώς ότι η ευρύτερη περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση γεωπολιτικής μετάβασης. Συνεπώς, δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι μια περίοδος με πεπερασμένη χρονική διάρκεια, αν και το πόσο θα διαρκέσει είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Η Ελλάδα εισήλθε σε αυτή την περίοδο βγαίνοντας από μια 15ετή περίοδο παραμέλησης των Ενόπλων Δυνάμεων, κάτι που αποκαλύπτει και το μέγεθος της ανευθυνότητας. Άρα, η φιλότιμη προσπάθεια επανεξοπλισμού που γίνεται τώρα, όπως γίνεται, δεν είναι τίποτε άλλο από μια απόπειρα περιορισμού της ζημιάς που έχει γίνει (damage limitation).
Η Τουρκία είχε κατανοήσει πολύ καλύτερα σε κεντρικό επίπεδο τη σημασία της περιόδου, με αποτέλεσμα να αποδυθεί σε εξοπλιστική φρενίτιδα με ταυτόχρονη προσπάθεια κοστοβόρας, αλλά θεαματικής αύξησης της αμυντικής της αυτάρκειας. Στόχος ήταν να περιορίσει την εξάρτηση από τις επιλογές της Δύσης. Οι Τούρκοι γνώριζαν ότι ξεπερνούσαν τις δυνατότητές τους. Κατανοούσαν, όμως, ότι η μεταβατική περίοδος θα γεννήσει μια νέα αρχιτεκτονική, στο πλαίσιο της οποίας η Τουρκία πρέπει να μπει όσο το δυνατόν πιο ενισχυμένη.
Στη συνέχεια θα λάμβανε τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα. Η εσωτερική πολιτική δυναμική όμως και η διαρκής ανάγκη εξισορρόπησης ανάμεσα στον ισλαμισμό και τον κεμαλισμό, ευτυχώς για τον Ελληνισμό, την οδήγησε σε επικίνδυνο αδιέξοδο την πιο κρίσιμη στιγμή. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της έχουν πληγεί σκληρά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Αυτό είναι όμως καλό και ταυτόχρονα επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Καλό διότι περιόρισε εκ των πραγμάτων το επικίνδυνο χάσμα που είχε ανοίξει στο ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος και επιδείνωσε δραματικά την εξωτερική νομιμοποίηση της πολιτικής του καθεστώτος Ερντογάν. Κακό διότι υπό τον φόβο κατάρρευσης του σχεδιασμού, αυξάνεται λογικά η πιθανότητα στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού με ό,τι διαθέτει. Αυτός είναι ένας από τους λόγους συνεχούς ενασχόλησης της Άγκυρας με τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Ερντογάν είναι διατεθειμένος να τα παίξει όλα για όλα.
Την ίδια στιγμή η Ελλάδα, παρά την αισθητή βελτίωση και στην κατανόηση του προβλήματος και στα μέτρα εξοπλισμού, δεν δείχνει να κατανοεί το πόσο επείγουσα είναι η κατάσταση. Πως υπάρχει ενδεχόμενο όταν τα πανάκριβα οπλικά συστήματα που έχουν παραγγελθεί ενταχθούν επιχειρησιακά στο ελληνικό οπλοστάσιο, η κατάσταση να έχει κριθεί. Στο μεταξύ, η εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάδα, παρά τις πολύ σημαντικές διπλωματικές κινήσεις και τη σύμπηξη συμμαχικών σχέσεων με χώρες-κλειδιά, δεν είναι αυτή που θα μπορούσε να καθορίσει το αποτέλεσμα μία θερμής κρίσης.
Αποτελεί επικίνδυνη αφέλεια την τρέχουσα περίοδο να θεωρεί κανείς ότι η Άγκυρα μπορεί να αλλάξει στάση απέναντι στον Ελληνισμό με οτιδήποτε άλλο πέραν του φόβου ότι ένας τουρκικός τυχοδιωκτισμός μπορεί να της κοστίσει πολύ ακριβά. Εάν η Ελλάδα έπειθε και την Άγκυρα και τους τρίτους ότι εάν δεχθεί επίθεση θα προκύψει το “γαία πυρί μειχθήτω”, όλοι θα κοιτούσαν την κατάσταση διαφορετικά. Σήμερα, το στίγμα που εκπέμπει η χώρα, εξακολουθεί να είναι φοβικό, παρά τις αισθητές βελτιώσεις.
Καλή είναι η πολιτική ορθότητα και οι εκκλήσεις στην Τουρκία να ακολουθήσει την οδό της νομιμότητας και των έντιμων συμβιβασμών. Η Ελλάδα, όμως, έπρεπε να είναι πολύ πιο συγκεκριμένη απέναντι στους συμμάχους της (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα) για το στρατιωτικό σκέλος αυτής της συμμαχικής σχέσης. Η κοινότητα των ζωτικών συμφερόντων είναι τέτοια που οι προϋποθέσεις για τη μετεξέλιξη της συνεργασίας σε συμμαχία υπάρχουν.
Ένα ερώτημα αφορά το αν κατάφερε να βρει νέες ορθολογικές ισορροπίες το προαναφερθέν “group think” της ελληνικής ελίτ. Αυτό αφορά τόσο το “παιχνίδι” των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, όσο και τη λογική αντιμετώπισης της Τουρκίας, την οποία πολλοί δεν αντιμετωπίζουν πρωτίστως ως εθνική απειλή, αλλά ως εταίρο χρυσοφόρων συμφωνιών.
Με τον τρόπο αυτό όμως μετατρέπονται σε εργαλεία της υψηλής στρατηγικής της Άγκυρας, ενώ η Ελλάδα δεν έχει τους μηχανισμούς και την ορθολογική ιεραρχία ελέγχου της κατάστασης με τον τρόπο που συμβαίνει στα ζητήματα εθνικής ασφαλείας σε χώρες που σέβονται τον εαυτό τους, δημοκρατικές ή μη.
Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αντιληφθεί ότι απόλυτη εθνική προτεραιότητα είναι ο ταχύτατος εξοπλισμός της χώρας με ξεκάθαρες επιθετικές δυνατότητες. Η άμεση ενίσχυση του οπλοστασίου των Ενόπλων Δυνάμεων με όπλα που μπορούν να “ματώσουν” σοβαρά την Τουρκία και από μεγάλες αποστάσεις. Και επιτέλους, ας ξεπεραστούν σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία αναστολές που αφορούν το να μη δυσαρεστήσουμε φίλους και συμμάχους.
Δεν μπορεί να βυσσοδομεί ο κάθε Ακάρ αμφισβητώντας την κυριαρχία των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, επειδή δεν τα αφήνει η Ελλάδα έρμαια στις ορέξεις της Τουρκίας. Η απάντηση έπρεπε να είναι η άμεση μετατροπή τους σε αβύθιστες πλατφόρμες εκτόξευσης πυραύλων σε περίπτωση που εκδηλωθεί τουρκική επιθετική ενέργεια.
Υπάρχουν “φιλικές”, αλλά και αυστηρές συστάσεις από συμμαχικές χώρες να μην μεταφέρει η Ελλάδα ισχυρά συστήματα πυροβολικού μεγάλης εμβέλειας με το πρόσχημα της μη κλιμάκωσης. Η απάντηση που πρέπει να δίνεται είναι οι Δυτικοί να στρέψουν τις πιέσεις τους προς την Τουρκία, η οποία διαρκώς απειλεί έχοντας αγοράσει βαλλιστικά συστήματα από το Πακιστάν και την Κίνα.
Θα είχε μεγαλύτερη συμβολική και επιχειρησιακή αξία ακόμα και από πλατφόρμες όπως τα αναβαθμισμένα F-16, τα Rafale και οι φρεγάτες Belh@rra να ζητηθούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος πυραυλικά συστήματα από χώρες, όπως το Ισραήλ, τα Εμιράτα και η Σερβία. Να επενδύσουμε εκεί τα εκατοντάδες εκατομμύρια που μας ζητούνται για την αναβάθμιση των αμερικανικών MLRS και μάλιστα όταν υπάρχουν οχλήσεις για το που θα τα τοποθετήσουμε και πως θα τα χρησιμοποιήσουμε;
Τα Εμιράτα απάντησαν στη δυστοκία των Αμερικανών να τους αποδεσμεύσουν τα μαχητικά F-35, όπως τα ήθελαν, αγοράζοντας 80 γαλλικά Rafale. Διαμήνυσαν στην Ουάσιγκτον ότι οι ΗΠΑ θέλουν περισσότερο να πουλήσουν τα μαχητικά τους από όσο τα Εμιράτα χρειάζονται να τα αγοράσουν. Προφανώς εξακολουθούν να τα θέλουν, αλλά σημαντικό μέρος της ανάγκης καλύφθηκε αλλιώς.
Έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα τη βούληση να κινηθεί δραστικά, χωρίς πολλές κουβέντες, επενδύοντας έξυπνα τα διαθέσιμα χρήματα στην αμυντική βιομηχανία της χώρας που μπορεί να λύσει πολύ συγκεκριμένα προβλήματα ει δυνατόν και άμεσα; Μόνο τότε θα έχει περάσει το μήνυμα σε φίλους και αντιπάλους ότι κατανοεί την κατάσταση και ξέρει πως να την αντιμετωπίσει. Ναι μεν πρέπει να εξαντλεί τα περιθώρια ειρηνικών διευθετήσεων, αλλά χωρίς να μετατρέπεται σε παρακολούθημα των γεωστρατηγικών προτεραιοτήτων άλλων.