Η είδηση ότι οι κεντρικές τράπεζες της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων προχώρησαν σε συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων ύψους 5 δισ. δολαρίων, ήρθε να ταράξει την ελληνική επικαιρότητα, σπέρνοντας αμφιβολίες για τη δέσμευση της πλούσιας χώρας του Κόλπου στη στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα. Η ίδια ανησυχία διατυπώνεται από πολλές πλευρές για τη συνολικότερη προσπάθεια του καθεστώτος Ερντογάν να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, αλλά και την ευδιάκριτη κινητικότητα των τελευταίων ετών στις σχέσεις Τουρκίας-Σερβίας. Έχει λόγους η Ελλάδα για να ανησυχεί;
Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Η απάντηση είναι η ίδια με αυτή της εποχής που όσοι σήμερα ανησυχούν κόμπαζαν για τις στρατηγικές σχέσεις που είχε δημιουργήσει η Ελλάδα με τις ίδιες χώρες: Και ναι και όχι! Διότι στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν στρατηγικές συνεργασίες που αναπτύσσονται εξαιτίας αγάπης και εκτίμησης. Αυτές είναι αιτίες δημιουργίας δεσμών σε διαπροσωπικό επίπεδο. Αυτό που καθορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στα σύγχρονα κράτη, όπως συμβαίνει από την εποχή της Συνθήκης της Βεσταφαλίας (1648), είναι τα συμφέροντα.
Αυτά είναι, που σε συνδυασμό με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ενός λαού και τις παραστάσεις της εκάστοτε ηγεσίας, καθορίζουν το ύφος και το βάθος της προσέγγισης ανάμεσα στις χώρες. Όσο “στρατηγικού χαρακτήρα” και να είναι οι διακρατικές σχέσεις, υπόκεινται σε διαρκείς μεταλλάξεις με βάση την αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο καθορίζει τις τακτικές κινήσεις στο γεωστρατηγικό καμβά. Στη μεγάλη εικόνα δηλαδή που περιγράφει για κάθε κράτος τα εθνικά συμφέροντα.
Ελληνική επιτυχία
Τούτων λεχθέντων εισαγωγικά ας υπεισέλθουμε στην ουσία με μια θεμελιακή παρατήρηση: Προτού απογοητευθούμε και μας καταλάβει ο πανικός, καλό θα ήταν να κατανοήσουμε ότι οι κινήσεις Ερντογάν προς χώρες που διάκεινται φιλικά προς την Ελλάδα, επιβεβαιώνει την ορθότητα του γενικού πλαισίου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία πενταετία τουλάχιστον. Η προσέγγιση με τις χώρες αυτές έδειξε ότι η Αθήνα κατανόησε την κομβική σημασία τους για την ελληνική ασφάλεια. Εξ ου και η σταθερότητα και συνέπεια με την οποία επιδιώχθηκε η ανάπτυξη σχέσεων.
Με τη διεθνή συμπεριφορά της, η Ελλάδα κατόρθωσε να επηρεάσει τη συμπεριφορά και την πολιτική της Τουρκίας. Ο Ερντογάναν αναγκάστηκε από την πραγματικότητα να “ρίξει τα μούτρα του” και να αλλάξει ρότα. Αυτό συνιστά επιτυχία και δείχνει ότι η ελληνική διπλωματία πρέπει να συνεχίσει στο ίδιο πνεύμα.
Ο Ερντογάν αναφέρθηκε πολλές φορές στις συμμαχίες που δημιούργησε η Ελλάδα, ως αντίδραση στην παρόξυνση του τουρκικού αναθεωρητισμού που είχε και στρατιωτικό περιεχόμενο. Η απρόσμενη –με βάση την παρελθούσα εμπειρία– ελληνική στάση αιφνιδίασε την Τουρκία και υποχρέωσε τον ηγέτη της να προσαρμόσει τη στρατηγική του. Πλέον, προσπαθεί εμφανώς να σπάσει τα διπλωματικά ερείσματα που οικοδόμησε ο Ελληνισμός. Μόνο με τη Γαλλία δεν έχει καταφέρει να βρει προς το παρόν πρόσχημα επαναπροσέγγισης. Για την ακρίβεια το επιχείρησε κάποια στιγμή, αλλά η σύγκρουση συμφερόντων κυρίως στη Λιβύη, αλλά και στη Συρία, οδήγησε την προσπάθεια σε ναυάγιο.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που ο Ερντογάν απευθυνόταν με βαρύτατες εκφράσεις εναντίον των ηγεσιών της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων. Δεν σταμάτησε να υποστηρίζει τη Μουσουλμανική Αδελφότητα όταν επιχειρεί επαναπροσέγγιση με την Αίγυπτο. Δεν έπαψε να είναι φορέας αντισημιτικών θέσεων ή να υποστηρίζει τη Χαμάς στη Γάζα και ενίοτε την Χεζμπολάχ στον Λίβανο, όταν επιχειρεί να σπάσει τον πάγο με το Ισραήλ.
Απλά, ο ίδιος και ο κύκλος των συμβούλων του κατανόησαν ότι η Ελλάδα χρησιμοποίησε την αμετροεπή τουρκική πολιτική για να οικοδομήσει την απαντητική δική της. Όλες οι χώρες αυτά τα γνωρίζουν. Πιο κραυγαλέο παράδειγμα η Αίγυπτος, που επιμένει στη στάση της και θέτει όρους για την επαναπροσέγγιση, παρότι η Τουρκία της υπόσχεται διαμοιρασμό της Ανατολικής Μεσογείου και των πλουτοπαραγωγικών της πόρων! Κατά συνέπεια, το φαινόμενο που καταγράφεται δεν συνιστά εγκατάλειψη της Ελλάδας.
Η ελληνική πλευρά που ανέπτυξε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες, άλλωστε, δεν έχει πάψει να καλεί την Τουρκία να λογικευθεί και να συναινέσει στην από κοινού αναζήτηση διεξόδου εντός του γενικού πλαισίου που ορίζει το διεθνές δίκαιο. Θα έπρεπε δηλαδή, όλοι όσοι είχαν σοβαρά προβλήματα με το καθεστώς Ερντογάν να συμπεράνουν ότι η απόπειρα προσέγγισης της Αθήνας με την Άγκυρα συνιστά υπαναχώρηση από τις δικές τους σχέσεις με την Αθήνα;
Προσαρμογή στις νέες συνθήκες
Άρα, το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει την ίδια στρατηγική και να προσαρμόσει την τακτική της στη νέα πραγματικότητα. Η Τουρκία προσπαθεί να μειώσει τον αρνητικό αντίκτυπο των ελληνικών κινήσεων στα συμφέροντά της. Με την ίδια ακριβώς λογική, οι χώρες τις οποίες προσεγγίζει ο Ερντογάν, εξακολουθούν να γνωρίζουν ότι δεν εξέλειπαν αιφνιδίως οι συνθήκες που υπαγόρευσαν την προσέγγισή τους με την Αθήνα.
Απλώς, επιχειρούν να αξιοποιήσουν την τουρκική στροφή για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Επί της ουσίας επιχειρούν να ελέγξουν τη διεθνή συμπεριφορά της Τουρκίας, ώστε να μην λαμβάνει τουλάχιστον προδήλως εχθρικά χαρακτηριστικά, κρατώντας χαμηλά τη θερμοκρασία στις μεταξύ τους σχέσεις. Υπάρχει, όμως, ένα κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στις χώρες-στόχους του Ερντογάν. Υιοθετούν μια στάση όσο το δυνατόν ανεξάρτητη, διατηρώντας περιθώρια κινήσεων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Άρα αποφεύγουν τη μονοσήμαντη εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία ή την Κίνα.
Οι μοναρχίες του Κόλπου, παρότι έχουν διαφορές μεταξύ τους, παρότι η ασφάλειά τους έχει ιστορικά στηριχθεί στην αμερικανική στρατιωτική ισχύ, την οποία έχουν χρυσοπληρώσει, παίρνουν αποστάσεις από τις ΗΠΑ και δεν αποδέχονται χωρίς ενστάσεις την αμερικανική “κηδεμονία”. Τα Εμιράτα δεν δίστασαν να προβούν σε κολοσσιαία προμήθεια μαχητικών Rafale όταν οι ΗΠΑ έθεσαν πλήθος ζητημάτων (αφορούσαν και τις σχέσεις των Εμιράτων με Ρωσία και Κίνα) για να αποδεσμεύσουν τα F-35 Lightning II.
Η Σαουδική Αραβία προσπαθεί να ευθυγραμμίσει την ενεργειακή της πολιτική με τη Ρωσία, ενώ όταν υπάρχει ψύχρανση των σχέσεων με την Ουάσινγκτον, εμφανίζονται δημοσιεύματα περί διαβουλεύσεων με τη Μόσχα για την απόκτηση του γνωστού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf.
Η Αίγυπτος του προέδρου Σίσι, είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος χώρας που αρνείται να ταυτιστεί με την πολιτική των ΗΠΑ ή της Ρωσίας. Έχει προχωρήσει σε προμήθειες μαχητικών και άλλων οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία, διαθέτει κύρια οπλικά συστήματα αμερικανικής προέλευσης (μαχητικά F-16, άρματα μάχης M1 Abrams) και δημιουργεί ένα πανίσχυρο Ναυτικό, στηριζόμενο σε γαλλικές και γερμανικές σχεδιάσεις.
Στην ιστορία θα μείνει η ρήση του Σίσι στον τότε Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Τζον Κέρι, ο οποίος επιχειρώντας να τον πιέσει, τον απείλησε με διακοπή της ετήσιας δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας ύψους περίπου δύο δισ. δολαρίων, για να εισπράξει την απάντηση: «Εσείς θέλετε περισσότερο να μας δώσετε αυτά τα χρήματα από όσο θέλουμε εμείς». Ο ορισμός του ελληνικού “υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές“…
Το βαλκανικό “σκάκι”
Στο ίδιο μήκος κύματος και η ορθόδοξη Σερβία, που δεν δίστασε να επιχειρήσει να βρει σημείο ισορροπίας με το ισλαμικό καθεστώς Ερντογάν. Κι αυτό, επειδή η Τουρκία είναι χώρα που ασκεί επιρροή στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια, συνιστώντας σημαντική δυνητική απειλή. Η Σερβία, ενώ διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία, συζητά παράλληλα σε προωθημένο επίπεδο με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, βασικούς σπόνσορες του αλβανικού αναθεωρητισμού, ο οποίος δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του.
Με τις ανακατατάξεις στα Βαλκάνια να μην έχουν τελειώσει, το Βελιγράδι επιχειρεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των βασικών πρωταγωνιστών, ώστε την κρίσιμη στιγμή να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα, επηρεάζοντας τη σκέψη πάλαι ποτέ εχθρών του και δημιουργώντας προσδοκίες για ένα διαφορετικό μέλλον. Κι αυτό, χωρίς να εγκαταλείπει τη Μόσχα και τη σλαβική πολιτισμική κοιτίδα.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τα Εμιράτα που συμφώνησαν για επενδύσεις στην Τουρκία ύψους 10 δισ. δολαρίων. Έτσι, μεταξύ άλλων, παρεμβάλλονται και στην προνομιακή σχέση της Τουρκίας με το Κατάρ, σε ένα πολύπλοκο διεθνοπολιτικό “τρίγωνο” που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης. Το ίδιο θα έκαναν και οι Σαουδάραβες εάν τα προβλήματα ήταν λιγότερα.
Υπενθυμίζουμε πως το ίδιο ποσό έχουν οι Εμιρατινοί δεσμεύσει και για επενδύσεις στην Ελλάδα. Δίνουν δε προφορικές διαβεβαιώσεις στην Αθήνα ότι η διμερής σχέση όχι μόνο δεν θα επηρεαστεί, αλλά θα αναπτυχθεί περαιτέρω. Η Τουρκία, εξάλλου, αποτελεί πλέον επενδυτική ευκαιρία. Και η καθοριστική οικονομική παρουσία δημιουργεί προϋποθέσεις ελέγχου της τουρκικής συμπεριφοράς στη διεθνή σκηνή.
Αυτό θα μπορούσε δυνητικά να είναι ενδιαφέρον για την ελληνική εξωτερική πολιτική, στο μέτρο που διακηρυγμένα είναι φιλειρηνική και δεν επιχειρεί τον αποκλεισμό οποιουδήποτε. Την ίδια ή παρεμφερή ευκαιρία οφείλει να αναζητήσει η ελληνική διπλωματία στην πολιτική των άλλων χωρών.
Προϋπόθεση επιτυχούς έκβασης του εγχειρήματος, το να μην δίνει η Αθήνα την εντύπωση ότι η πολιτική της αποτελεί παρακολούθημα των γεωπολιτικών επιλογών του οποιουδήποτε. Τέτοιες ταυτίσεις δεν επιτρέπουν την προάσπιση και προώθηση των εθνικών συμφερόντων. Ο αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει ατύπως το μήνυμα ότι η σχέση του με την Ελλάδα ρυθμίζεται αυτόματα διά της δικής του σχέσης με το “αφεντικό” της.