Από: defence-point.gr - Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Εξάλλου, ο ίδιος ο Ερντογάν, πριν από λίγο καιρό είχε δηλώσει με αφορμή την προμήθεια F-16 Block 70/72 (και την προοπτική άλλων στην ίδια διαμόρφωση), ότι οι ΗΠΑ «προσκάλεσαν την Άγκυρα να αγοράσει» τα εν λόγω μαχητικά. Για να διαψευσθεί διακριτικά λίγο αργότερα από Αμερικανούς αξιωματούχους. Οι εξελίξεις έκτοτε επιτρέπουν την έκφραση αμφιβολιών, λόγω των αυξανόμενων ενδείξεων ότι υπάρχει πλούσιο παρασκήνιο στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Η ολική επαναφορά της Τουρκίας, εκτός από γεωπολιτικά, θα βόλευε και την αμερικανική Πολεμική Βιομηχανία. Η Άγκυρα είχε επενδύσει στο F-35 από την έναρξη του προγράμματος και είχε δεσμευθεί να προμηθευτεί περισσότερα από 100 αεροσκάφη για την κάλυψη των μελλοντικών αναγκών της. Γι’ αυτό είχε αποσπάσει ιδιαίτερα γενναιόδωρο βιομηχανικό έργο και πολλές τουρκικές εταιρίες είχαν ενταχθεί στην εφοδιαστική αλυσίδα της κατασκευάστριας Lockheed Martin. Ας μην παραληφθεί και η φιλοδοξία των Τούρκων να εξοπλίσουν το ελαφρύ αεροπλανοφόρο TCG Anadolu με F-35.
Τί είπε, όμως, ο Ακάρ; (όπως το κατέγραψε το τουρκικό πρακτορείο Anadolu) «Οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για τα F-35 συνεχίζονται. Τις επόμενες ημέρες θα διεξαχθεί συνάντηση στις ΗΠΑ για να συζητηθεί το θέμα. Οι προετοιμασίες βρίσκονται σε εξέλιξη». Φροντίζει μάλιστα να αποκαλέσει την προμήθεια των ρωσικών S-400 “αναγκαιότητα”, όχι “επιλογή”. Αυτό ερμηνευτικά μπορεί να σημαίνει ότι εάν αρθούν οι λόγοι που υπαγόρευσαν την “αναγκαιότητα” προμήθειας των S-400, μπορεί να αρθεί και η αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα του F-35.
Σε δημοσίευμα του ρωσικού Sputnik αναφέρεται ότι η Άγκυρα είχε προσλάβει διά του υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) τη δικηγορική εταιρία “Arnold & Porter” στις αρχές του 2021 σε ρόλο συμβούλου (λόμπινγκ) με εξάμηνο συμβόλαιο ύψους 750.000 δολαρίων. Αν αυτή η είδηση αποδεικνύει κάτι, είναι ότι οι Τούρκοι ουδέποτε κατέθεσαν τα όπλα και εξακολουθούν να προσπαθούν ενεργά για να αναστρέψουν την κατάσταση. Και μπορεί το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ να έχει σημειώσει σημαντικές νίκες, αλλά ο πόλεμος δεν έχει κερδηθεί, τουλάχιστον ακόμα. Ίσως, η επιθετική ρητορική των Τούρκων μπορεί να ερμηνευθεί και υπό τη συγκεκριμένη οπτική.
Το σημαντικό είναι με ποιον τρόπο οφείλει η Ελλάδα να αντιδράσει σ’ αυτές τις εξελίξεις. Ο εφησυχασμός και η υπεροπτική αντιμετώπιση θα αποτελούσαν την πιο επικίνδυνη παγίδα για την ελληνική κυβέρνηση. Η σοβαρότητα υπαγορεύει επαγρύπνηση και ορθολογική προετοιμασία για κάθε σενάριο εξελίξεων και στο διπλωματικό και στο στρατιωτικό πεδίο. Διότι το τοπίο μπορεί να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή δραματικά. Όσα εμπόδια κι αν αντιμετωπίσουν οι Τούρκοι στην Ουάσιγκτον.
Η υπόθεση του μαχητικού F-35 πρέπει να προβληματίσει σοβαρά την Ελλάδα. Η κυβέρνηση οφείλει να ζητήσει από το Επιτελείο να παραδώσει έκθεση με τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας σε βάθος χρόνου σε καινούργια και αναβαθμισμένα μαχητικά. Βάσει αυτής της έκθεσης πρέπει να ληφθούν οι αποφάσεις. Διότι οι αποσπασματικές αγορές δεν αποτελούν λύση, καθώς αυξάνουν τα κόστη και εκμηδενίζουν τις βιομηχανικές επιστροφές, πλήττοντας στην οικονομία.
Οι πρωτοβουλίες πρέπει να αφορούν δύο σκέλη: Πρέπει να εξασφαλιστεί μία πολιτική συναίνεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τουλάχιστον στα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, στη βάση των εισηγήσεων του Επιτελείου. Να αντιληφθεί το πολιτικό σύστημα ότι η χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα τώρα με ορίζοντα την επόμενη 20ετία. Πολιτική συναίνεση σημαίνει δέσμευση όλων να υπηρετήσουν τον ίδιο σκοπό. Το αποτρεπτικό μήνυμα που θα έστελνε τέτοια αντιμετώπιση προς κάθε κατεύθυνση θα ήταν ανεκτίμητης αξίας.
Η κυβέρνηση οφείλει να έχει καθαρή εικόνα για τις ανάγκες που αφορούν τους δυο τύπου μαχητικών που περιμένουμε να κάνουν τη διαφορά στο ελληνοτουρκικό μέτωπο: Τα γαλλικά Rafale και τα αμερικανικά F-35 Lightning II. Όσο και να κοστίζει η διπλή επιλογή, η εξάρτηση από έναν μόνο προμηθευτή μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα. Κατά συνέπεια, το ερώτημα είναι πόσα Rafale και πόσα F-35 χρειάζεται η χώρα σε βάθος δυο δεκαετιών; Αυτό θα καθορίσει και τον ρυθμό απόσυρσης παλαιότερων μαχητικών, αλλά και τον αριθμό όσων πρέπει να αναβαθμιστούν για να παραμείνουν αξιόμαχα στον αεροπορικό στόλο για τα επόμενα 20 χρόνια. Οπότε ας ενθαρρύνουν τη στρατιωτική ηγεσία να πει την απόλυτη αλήθεια, χωρίς δισταγμό και χωρίς πολιτικούς υπολογισμούς. Τα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται είναι δύο:
Πρώτον, όσον αφορά τα Rafale, ο αριθμός των 24 μαχητικών (μία μοίρα) δεν είναι επαρκής. Απαιτείται η συμπλήρωσή της με τουλάχιστον μία ακόμη (αυτό είναι το ελάχιστο αποδεκτό). Διότι εάν οι διαθεσιμότητες της ίδιας της γαλλικής Αεροπορίας δεν απέχουν πολύ από το 50%, αλήθεια πιστεύουμε ότι θα αντεπεξέλθουμε σε μια δυνητική πολεμική σύγκρουση, κάνοντας τη διαφορά με λιγότερα από 15 Rafale;
Δεύτερον, παρόμοια διαδικασία πρέπει να γίνει και με τα F-35 Lightning II. Η τακτική της “σαλαμοποίησης” με την προμήθεια λίγων αεροσκαφών με σκοπό να ικανοποιήσουμε κάποιον σύμμαχο δεν έχει “γεωπολιτικό νόημα” όπως πιστεύουν κάποιοι. Πολλώ δε μάλλον δεν έχει στρατιωτικό-επιχειρησιακό νόημα. Συνιστά κατασπατάληση κονδυλίων, μη φέρνοντας τα αποτελέσματα επί του πεδίου που θα έπρεπε να φέρει μια τέτοια επένδυση.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν βγάζει νόημα η καθυστέρηση αποστολής της Επιστολής διατύπωσης του Αιτήματος προς τις ΗΠΑ (LoR: Letter of Request). Κι αυτό όχι μόνο διότι εξασφαλίζεις προτεραιότητα χωρίς την άμεση ανάληψη οποιασδήποτε οικονομικής υποχρέωσης. Εάν οι παρασκηνιακές αμερικανοτουρκικές συνομιλίες καταλήξουν, η Άγκυρα θα ενεργοποιήσει υφιστάμενες συμφωνίες και θα προηγηθεί, η δε Ελλάδα θα τρέχει και δεν θα προλαβαίνει. Ενώ και οι όροι υπό τους οποίους θα εξασφαλίσει ό,τι χρειάζεται θα είναι ιδιαιτέρως επαχθείς. Δυστυχώς, το αυτονόητο έχει καταστεί ζητούμενο.
Άρα, σημασία έχει το πολιτικό σύστημα να επιδείξει τη δέουσα σοβαρότητα και να καταλήξει με βάση την εισήγηση του Επιτελείου. Αμέσως μετά να σταλεί η LoR, συμπεριλαμβάνοντας “αριθμητικά σενάρια” ώστε να υπάρχει εικόνα του οικονομικού κόστους. Πρωτοβουλίες μπορούν να αναληφθούν για την εξασφάλιση πραγματικά χαμηλότοκου δανεισμού από τις ΗΠΑ, εφόσον η υλοποίηση της όποιας προμήθειας θα γίνει μέσω των “προγραμμάτων FMS” (Foreign Military Sales – διακρατική προμήθεια), ζητώντας και τη συνδρομή του Κογκρέσου.
Είναι ώρα οι ΗΠΑ να προβούν σε μια εμβληματικού χαρακτήρα ενέργεια προς την Ελλάδα, η οποία θα αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει αντιταχθεί σε αμερικανικό αίτημα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αλλά και στο γεγονός ότι και σε διμερές επίπεδο, η Ελλάδα ανταποκρίθηκε θετικά σε ό,τι ζήτησαν οι Αμερικανοί σε βάσεις και διευκολύνσεις. Όσα λέγονται για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία με το Ισραήλ (3,8 δισ. δολ. δωρεάν ετήσια στρατιωτική βοήθεια για 10 χρόνια) και την Αίγυπτο (σχεδόν 2 δισ. δολ. ετήσια δωρεάν στρατιωτική βοήθεια), δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική.