Η απάντηση στην ερώτηση του τίτλου δεν είναι προφανής, ούτε εύκολη. Σε προηγούμενο σημείωμα είχα παραθέσει μια σκέψη του Κοστάντζο Πρέβε (1943-2013) από το κείμενό του με τίτλο «Επιτέλους! Η αναμενόμενη επιστροφή του κύριου εχθρού. Πολιτικά και φιλοσοφικά συμπεράσματα». Σε αυτό όριζε ως εξής τον «κύριο εχθρό»:
Από: Δρόμος της Αριστεράς - Ρούντι Ρινάλντι
«Ο κύριος εχθρός είναι πάντα αυτός που είναι ο πιο επιβλαβής και ο πιο ισχυρός. Σήμερα είναι ο καπιταλισμός και η κοινωνία της αγοράς στο οικονομικό επίπεδο, ο φιλελευθερισμός στο πολιτικό επίπεδο, ο ατομικισμός στο φιλοσοφικό επίπεδο, η αστική τάξη στο κοινωνικό επίπεδο και οι ΗΠΑ στο γεωπολιτικό επίπεδο».
Ισχύει αυτή η διατύπωση για τις μέρες μας; Ποιος είναι ο κύριος εχθρός για την Ελλάδα και τον λαό της; Ας σκεφθούμε γι’ αυτό, επειδή έχει ιδιαίτερη σημασία για τον προσανατολισμό μας. Από την απάντηση που θα δώσουμε στα ερωτήματα αυτά θα πλησιάσουμε τον προσδιορισμό του «κεντρικού πολιτικού προβλήματος της Ελλάδας του 2022».
Ας ακολουθήσουμε τα αχνάρια της συλλογιστικής του Πρέβε, προσπαθώντας να τα προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα. Πάμε λοιπόν:
Μετάβαση, κοινωνική αποδιάρθρωση, γεωπολιτικές πιέσεις, εθνικοί κίνδυνοι
Η φόρμουλα του Πρέβε είναι γενική. Δεν αντιμετωπίζουμε απλά τον καπιταλισμό και την οικονομία της αγοράς σε οικονομικό επίπεδο. Περνάμε σε ένα ιδιαίτερα οξυμένο στάδιο της πολυοργανικής κρίσης και μιας απόπειρας να προωθηθεί μια αναδιάρθρωση («μετάβαση») προς τον «ψηφιακό καπιταλισμό», με ένα κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο που να του προσιδιάζει. Η πανδημία ορίζει μια πιο ιδιαίτερη φάση, σχεδόν για ολόκληρο τον πλανήτη, που δημιουργεί ένα νέο τοπίο σε όλες τις μορφές κοινωνικών σχέσεων. Ιδίως η εργαλειοποίησή της επιταχύνει τη «μετάβαση». Σε πολιτικό επίπεδο δεν κυριαρχεί μια γενική μορφή φιλελευθερισμού: έχουμε ένα γενναίο άδειασμα κάθε στοιχείου δημοκρατίας και συμμετοχής, καταργείται ο δημόσιος χώρος (με πρόσχημα την πανδημία) και δοκιμάζονται ανοικτά ολοκληρωτικές και δικτατορικές μορφές. Μονιμοποιείται ένα καθεστώς διαρκούς έκτακτης ανάγκης. Σε φιλοσοφικό επίπεδο έχουμε όχι απλά τον ατομικισμό, αλλά και την εκρίζωση της ελπίδας, το στραπατσάρισμα του μέλλοντος – ορθότερα, την κατάργησή του. Επιβάλλεται μια δυστοπική, χωρίς προοπτική επιβίωση πλήρως απομονωμένων ατόμων, στερούμενων ελευθερίας και δικαιωμάτων, εξαρτημένων από δόσεις. Επίσης έχουμε μια νέα έκδοση «σωτηρίας» μέσω δώρων που θα κάνει η «επιστήμη». Σε κοινωνικό επίπεδο η παγκοσμιοποίηση (το 1% μαζί με όλα τα στρώματα της αστικής τάξης που συγχωνεύονται με αυτό και το υπηρετούν, συν το άμεσα εξαρτημένο από αυτήν πολιτικό προσωπικό) σε μια αντεπίθεσή της –ώστε να κερδηθούν θέσεις που είχαν χαθεί τα προηγούμενα χρόνια– οδηγεί σε γενική αποδιάρθρωση των κοινωνιών, αλλά και στην αλλαγή-διάλυση χωρών, πόλεων, οικονομικών κέντρων. Δεν έχουμε απλά τον νομαδισμό του κεφαλαίου με την εμφύτευση μονάδων στην περιφέρεια του κόσμου, αλλά και μια μεταφορά και ανακάτωμα πληθυσμών στον ανεπτυγμένο κόσμο (στην Ευρώπη των 550 εκατομμυρίων υπάρχουν 85 εκατομμύρια μετανάστες-πρόσφυγες). Σε γεωπολιτικό επίπεδο έχουμε την σε αποδρομή Δύση, με επικεφαλής τις ΗΠΑ. Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτός ο προσδιορισμός, επειδή έχουμε αντιπαρατιθέμενα μπλοκ και κέντρα που πασχίζουν για την παγκόσμια ηγεμονία και ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ και τη Δύση στα ίδια πεδία που ορίζουν η «μετάβαση», ο ψηφιακός καπιταλισμός, τα μεγάλα οπλοστάσια. Αυτή η ανάγνωση του γεωπολιτικού πεδίου είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα.
Και πάλι, χρειάζονται και άλλοι προσδιορισμοί μιλώντας για την Ελλάδα: Χώρα πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά εξαρτημένη από τη Δύση (Ε.Ε. και ΗΠΑ), αλλά σε μια περιοχή στην οποία παρεμβαίνουν και άλλες μεγάλες δυνάμεις (Ρωσία και Κίνα). Πεδίο ανταγωνισμού και διασταύρωσης γεωπολιτικών τόξων (Βαλκάνια, Ν.Α. Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Τουρκία, Εύξεινος Πόντος, Β. Αφρική), και κοντά σε επίκεντρα συγκρούσεων. Χώρα που είναι μπλοκαρισμένη ανάμεσα στις ασφυκτικές πιέσεις της Δύσης (μνημόνια, στρατιωτικές βάσεις, πράσινη μετάβαση κ.λπ.) και τις διαρκείς απειλές της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει (έμπρακτα) αλλαγή συνόρων και κατάληψη θάλασσας και στεριάς σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Επομένως η έννοια «κύριος εχθρός» για την Ελλάδα είναι πιο σύνθετη κατάσταση, και απαιτεί αρκετούς προσδιορισμούς. Άλλωστε «το συγκεκριμένο είναι η πολλαπλότητα των προσδιορισμών», κι όχι η αναγωγή όλων σε ένα και μόνο.
Ο «κύριος εχθρός» και το «εμείς»
Η έννοια «κύριος εχθρός» ορίζει έστω θεωρητικά ένα «εμείς». Δηλαδή ποιοι αντιμετωπίζουν τον «κύριο εχθρό» και από ποια σκοπιά. Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Η δυσκολία δεν έγκειται στο να ορίσουμε το «εμείς», δηλαδή ποιους πλήττει ο «κύριος εχθρός», αλλά συνίσταται στο σε τι κατάσταση βρίσκεται το εν δυνάμει «εμείς». Σε τι κατάσταση βρίσκεται η κοινωνία, ο λαός, τα μεγάλα «ακροατήρια», οι απλοί άνθρωποι, οι «από κάτω». Τι βαθμό συνείδησης έχουν, τι βαθμό οργάνωσης και επίγνωσης των συνθηκών και των συσχετισμών. Τι προσδοκούν, αν προσδοκούν κάτι. Σε τι επίπεδο βρίσκεται το φρόνημά τους, η διάθεσή τους, η ελπίδα τους. Ποια τα κίνητρά τους, ποια η φιλοσοφία τους, ποια η ψυχική και πνευματική τους κατάσταση. Χωρίς συγκρότηση του «εμείς» δεν μπορεί να γίνει λόγος για αντιμετώπιση του «κύριου εχθρού», πόσο μάλλον για «κεντρικό πολιτικό πρόβλημα».
Χωρίς ταχυδακτυλουργίες και με λογικό τρόπο μπορεί να εξαχθεί πως το «κεντρικό πολιτικό πρόβλημα κατ’ αρχάς» είναι ακριβώς η στοιχειώδης συγκρότηση του «εμείς» για την αντιμετώπιση του «κύριου εχθρού». Δώδεκα χρόνια αγώνων και προσπαθειών, από το 2010 μέχρι σήμερα, πιέζουν για να βγουν ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Άσκηση αναγκαία, όχι εύκολη, και ίσως οδυνηρή πολλές στιγμές. Ο λαϊκός παράγοντας κινήθηκε, άλλαξε συσχετισμούς, ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα, θορύβησε την ευρωκρατία. Στη συνέχεια χτυπήθηκε, τσακίστηκε, προδόθηκε, διαψεύστηκε στις αυταπάτες και προσδοκίες του, έδειξε αποθέματα σε στιγμές δύσκολες. Αλλά η σύγχυση, ο κατακερματισμός, η ρηχή πολιτικοποίηση, ο βομβαρδισμός (ιδιαίτερα τα χρόνια της πανδημίας) από τα ΜΜΕ, έχουν δημιουργήσει μια καταθλιπτική κατάσταση στη λαϊκή διαθεσιμότητα. Το «εμείς» δεν υπάρχει. Αλλά και ο «κύριος εχθρός» δεν έχει τις μάζες μαζί του.
Οπτική για την πολιτική
Πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Άλλοι θεωρούν την πολιτική γενικά βρώμικη υπόθεση και απομακρύνονται από αυτήν. Μπορούμε να ορίσουμε μια δική μας οπτική για την πολιτική; Χωρίς να ξεχνάμε στιγμή ότι η πολιτική αναφέρεται στο επίπεδο της κρατικής σφαίρας και των διαμεσολαβήσεων που είναι αναγκαίες σε μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, κι αν ακόμα πάρουμε υπόψη μας την κύρια σημερινή τάση, δηλαδή την κατάργηση του δημόσιου χώρου και τη μεταδημοκρατία με ολοκληρωτικές πινελιές, μπορούμε να ορίσουμε την πολιτική ως θετική υπόσταση – εάν και εφόσον δημιουργεί διαρκώς τις προϋποθέσεις ώστε να συγκροτηθεί το «εμείς» με τρόπο τέτοιο που να αντιμετωπίζει τον «κύριο εχθρό». Αν το δούμε με αυτόν τον τρόπο, υπάρχει ένα επόμενο επίπεδο: Η πολιτική ως αναγκαία διαμεσολάβηση για την προαγωγή του λαϊκού παράγοντα σε ενεργητική δύναμη εντός της χώρας, στο όνομα της ύπαρξής της υπό την εγγύηση και την ευημερία του λαού της.
Ολόκληρο το υπαρκτό πολιτικό σύστημα της χώρας αδιαφορεί και αντιστρατεύεται μια τέτοια προοπτική. Ενδιαφέρεται για την αναπαραγωγή του και μόνο. Ολόκληρη η κρατική μηχανή είναι ποτισμένη με τον στόχο της αναπαραγωγής της «προσαρμοστικότητας» του χώρου που λέγεται Ελλάδα στις ανάγκες και τις προδιαγραφές της «μετάβασης» και των σχεδιασμών των Μεγάλων Δυνάμεων, και της υποταγής σε περιφερειακούς επεκτατιστές. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας τρέφονται από αυτά.
Χρειάζονται αιχμές και προτεραιότητες σε μια θετική πολιτική; Βεβαίως. Στη σημερινή φάση, η κατάργηση του δημόσιου χώρου με πρόσχημα την πανδημία και οι διχαστικές πολιτικές στο όνομά της αποτελούν μια σοβαρή αιχμή (αλλά μια σοβαρή αιχμή δεν σημαίνει αναγωγή των πάντων σε αυτήν και μόνο).
Συμπερασματικά, υπάρχουν δύο στόχοι που πρέπει να ορίζουν την κεντρική πολιτική μας: Ο πρώτος, να μην κουρελιαστεί η χώρα. Ο δεύτερος, να μην διαλυθεί η κοινωνία και το φρόνημα του λαού. Στόχοι αλληλένδετοι, ουσιαστικοί, ενδιαφέροντες και γεμάτοι νόημα! Στην εκπλήρωσή τους προσεγγίζουμε το «κεντρικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας το 2022».