Από: simerini.sigmalive.com / Γιώργος Τάττης
Το αποτέλεσμα των παράνομων «βουλευτικών εκλογών» στα κατεχόμενα, εν πολλοίς αναμενόμενο, ανοίγει ουσιαστικά τον δρόμο για αναβάθμιση των εξαρτήσεων από την Τουρκία, καθώς και δρομολόγηση νέων τετελεσμένων. Κι αυτό γιατί εκτιμάται από το κυρίαρχο πλέον ΚΕΕ, κόμμα τόσο του κατοχικού ηγέτη Ερσίν Τατάρ όσο και του Φαΐζ Σουτζούογλου, πως επικύρωσε την υποστήριξη του κόσμου στη νέα στροφή που επέδειξε το κόμμα στο Κυπριακό. Συνοδευόμενο, σ’ αυτήν του την πολιτική στροφή, από τρία άλλα «κοινοβουλευτικά κόμματα».
Ενδεικτική η δήλωση του Ερσίν Τατάρ σε συνέδριο στην Καισάρεια για τον ρόλο του ψευδοκράτους στη Γαλάζια Πατρίδα, όπου εξέφρασε ικανοποίηση για το γεγονός ότι υποστηρίζει την πολιτική του το 65% των «βουλευτών» που εξελέγησαν. Στο ίδιο μήκος κύματος και η δήλωση του προέδρου του ΚΕΕ και δυνητικού «πρωθυπουργού», Φαΐζ Σουτζούογλου, πως το αποτέλεσμα δείχνει τη διάθεση των Τουρκοκυπρίων να στηρίξουν το κόμμα «Εθνικής Ενότητας», το οποίο εμφανίστηκε ως το κόμμα που μπορεί να διασφαλίσει μια λειτουργική σχέση με την Άγκυρα, άρα και τη συνέχιση της οικονομικής στήριξης. Πρόσθεσε ότι μετά τον σχηματισμό της «κυβέρνησης» θα μεταβούν εκ νέου στην Άγκυρα και θα εργάζονται έχοντας το ένα πόδι στη Λευκωσία και το άλλο στην Άγκυρα.
Οι επόμενες ημέρες θα είναι καθοριστικές για τον
σχηματισμό «κυβέρνησης συνεργασίας», καθώς το ΚΕΕ έχασε σχεδόν οριακά
(έλαβε 24/50 έδρες) τη δυνατότητα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ως εκ
τούτου, χρειάζεται «κυβέρνηση συνεργασίας», με τους κομματικούς
αξιωματούχους να διαμηνύουν πως επιδιώκουν τη σύνθεση. Οι συναντήσεις,
παρασκηνιακές και μη, μαίνονται εντατικά, με το ΚΕΕ να στρέφεται κυρίως
στα «όμορα» δεξιά/ακροδεξιά κόμματα, που βλέπουν επίσης την καθολική
εξάρτηση από την Τουρκία ως το πρωτεύον και ιδανικό διακύβευμα. Σε αυτό
το πλαίσιο νοηματοδοτείται και στροφή στη βάση λύσης και η επιδίωξη για
λύση «συνεργασίας δύο κρατών».
Λόγοι παγίωσης της «διχοτομικής πολιτικής»
Όπως εξάγεται από τα αποτελέσματα, η παγίωση της «διχοτομικής πολιτικής» στην πολιτική σκηνή των κατεχομένων, η οποία αγγίζει και την οικονομική πολιτική στον βαθμό που εξαρτά την όποια ευμάρεια από την Τουρκία, οφείλεται σε τρεις, κυρίως, λόγους: Προφανώς, εντοπίζεται μια αύξηση της επιρροής της Άγκυρας στη λήψη αποφάσεων και στις δομές του παράνομου μορφώματος, η οποία συνοδεύεται τόσο από μια πραγματική ιδεολογικοπολιτική στροφή των Τουρκοκυπρίων, όσο και υποστηριζόμενη από έμμεσες και άμεσες παρεμβάσεις. Παράλληλα, οφείλεται και στην οργανωτική αποτυχία συσπείρωσης των προοδευτικών «Κυπροκεντρικών» δυνάμεων, βασισμένη τόσο στον διαχρονικό πολυκερματισμό που διαπνέει τον χώρο αυτό στο τουρκοκυπριακό παράδειγμα, όσο και στο γενικευμένο αίσθημα ματαίωσης.
Όπως μεταδίδεται από τα κατεχόμενα, το ΚΕΕ λαμβάνει 39,61% και 24 έδρες, ενώ το κεντροαριστερό ΡΤΚ έλαβε 31,91% και 18 έδρες. Το ΔΚ αναβάθμισε τον ρυθμιστικό του ρόλο έναντι του ΚΛ του Κουντρέτ Οζερσάι, παίρνοντας 7,42% και 3 έδρες. Το ΚΛ, αντίστοιχα, μείωσε αισθητά τα ποσοστά του στο 6,69%, μειώνοντας αντίστοιχα την «κοινοβουλευτική» του εκπροσώπηση σε 3 έδρες. Το ΚΑ των εποίκων έλαβε 6,44% και 2 έδρες. Οριστικά εκτός «βουλής» μένει το κόμμα του τέως κατοχικού ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, ΚΚΔ, με το τελικό ποσοστό να φτάνει το 4,40% και όριο εισδοχής το 5%. Εκτός «βουλής» και τα άλλα δύο κόμματα με αριστερό πρόσημο, ο Δρόμος Ανεξαρτησίας (1,94%) και το κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης (1,56%).
Η αποχή αυξήθηκε κατά περίπου
9%. Για την αύξηση, όπως διαμηνύουν αναλυτές, έπαιξαν ρόλο οι κακές
καιρικές συνθήκες, όπως και η πανδημία. Παράλληλα, επηρέασε το
οργανωμένο αίτημα ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς για πολιτική
ανυπακοή και αποχή ως πολιτική πράξη, όχι όμως στον βαθμό που
αναμενόταν. Διαμόρφωσε, ωστόσο, την κατάσταση στον «αριστερό πολιτικό
χάρτη».
Δεξιός και αριστερός πολιτικός χάρτης
Η «αριστερή ψήφος» αξιολογήθηκε χρησιμότερη στο ΡΛΚ, καθώς θεωρήθηκα πως ήταν το μόνο που μπορούσε να ανακόψει την καθολική υπερίσχυση του ΚΕΕ, αντισταθμίζοντας κάπως την κοινοβουλευτική δράση της ευρύτερης δεξιάς. Η λογική της χαμένης ψήφου, ως εκ τούτου, έδωσε αύξηση στο κεντροαριστερό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ έπαιξε παράλληλα ρόλο στη μη είσοδο στο «Κοινοβούλιο», του κόμματος (ΚΚΔ) του τέως κατοχικού ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Εγκαινιάστηκε, έτσι, μια κρίση στο ΚΚΔ, καθώς μερίδα στελεχών θεώρησαν πως, πέραν της «χαμένης ψήφου» και του «κινήματος αποχής», επηρέασε και η μερική αποστασιοποίηση από την προεκλογική, του σημαίνοντος Μουσταφά Ακιντζί. Ο ηγέτης του κόμματος Κεμάλ Όζγιγιτ υπέβαλε την παραίτησή του. Στην κρίση που διαφαίνεται στον αριστερό και κινηματικό χώρο, παίζει ρόλο και η υποβάθμιση του Κυπριακού από την προεκλογική ατζέντα και η απουσία πρόταξης εναλλακτικών προτάσεων για το εθνικό και οικονομικό πρόβλημα.
Στον χώρο της δεξιάς, η σύνθεση
της «νέας κυβέρνησης» θα φανερώσει και τα άλλα κόμματα, πέραν του ΚΚΕ,
που αποτελούν τα επίλεκτα της Άγκυρας. Εξάλλου, μια «κυβέρνηση
συνεργασίας» φαίνεται να εξυπηρετεί καλύτερα τις εξαρτητικές σχέσεις,
καθώς ευνοεί τον εσωτερικό ανταγωνισμό «τοποτηρητών». Σύμφωνα με
αναλυτές, το πρώην κόμμα του Σερντάρ Ντεκτάς, ΔΚ, ίσως να παίρνει
προνομιακά αυτόν τον συμπληρωματικό ρυθμιστικό ρόλο, ενώ η μεγάλη πτώση
του Κουντρέτ Οζερσάι (ΚΛ), μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Στην
εξίσωση και το Κόμμα των Εποίκων (ΚΑ), το οποίο ωστόσο έχει πλέον αρκετά
υποβαθμισμένο ρόλο στα μάτια της Τουρκίας.
Νικητής ο δικομματισμός
Νικητής, πέραν του ΚΕΕ και της ευρύτερης δεξιάς, είναι ο δικομματισμός. Η ψήφος αντίδρασης περιορίστηκε στο συστημικό ΡΤΚ, το οποίο, ομολογουμένως και διά της εμπειρίας, δεν έδειξε ότι κομίζει κάτι πραγματικά διαφορετικό ως προς την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Σε κάθε περίπτωση, η αυξανόμενη παρέμβαση της Τουρκίας δημιουργεί δύο ρεύματα: Αυτό της περαιτέρω πρόσδεσης στο τουρκικό άρμα, αλλά κι αυτό της αντίδρασης. Μένει να διαφανούν οι δυναμικές τους.