Πρώτη είδηση στα δελτία “παίζει” και δικαίως, η αναφορά του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, περί ετοιμότητας να αναζητήσει διπλωματικές λύσεις στην κρίση της Ουκρανίας. Κεντρικό επιχείρημα της ανάλυσης που ακολουθεί, είναι ότι η στάση του Ρώσου προέδρου και της χώρας του δεν έχει αλλάξει καθόλου, καθώς οι στόχοι και τα μέσα προς επίτευξή τους από την πλευρά της Ρωσίας, παραμένουν τα ίδια.
Από: defence-point.gr - Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Ο Ρώσος ηγέτης έκανε λοιπόν λόγο ότι είναι διατεθειμένος να βρει “διπλωματικές λύσεις” με τις χώρες της Δύσης με στόχο την αποκλιμάκωση της κρίσης, προσθέτοντας όμως ότι η ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι αδιαπραγμάτευτη: “Η χώρα μας είναι πάντα ανοικτή στον άμεσο και ειλικρινή διάλογο για την εξεύρεση διπλωματικών λύσεων στα πιο περίπλοκα προβλήματα. Ωστόσο τα συμφέροντά μας και η ασφάλεια των πολιτών μας είναι για εμάς αδιαπραγμάτευτα”. Αυτό είναι το περιεχόμενο του τηλεοπτικού διαγγέλματος με αφορμή την ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, σύμφωνα με τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Ο Πούτιν προχώρησε επισημαίνοντας ότι η Ρωσία απειλείται από τη “χαλάρωση του συστήματος ελέγχου εξοπλισμών”, καθώς επίσης και “τις στρατιωτικές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ». Σύμφωνα με τον Ρώσο πρόεδρο, οι ανησυχίες της χώρας του παραμένουν χωρίς απάντηση από την πλευρά της Δύσης. Γι’ αυτό, όπως ανέφερε, θα συνεχιστεί η προσπάθεια ενίσχυσης των Κλάδων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του, με έμφαση στα “πολυηχητικά” (hypersonic) όπλα, την τεχνητή νοημοσύνη (AI: Artificial Intelligence), κι οτιδήποτε συμβαδίζει με την ψηφιακή επανάσταση.
Κι όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει…
Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν η ετοιμότητα να εμπλακεί η Ρωσία σε διαπραγματεύσεις για τη διπλωματική επίλυση της κρίσης, κομίζει κάποιο καινούργιο δεδομένο στην εξίσωση ασφαλείας της περιοχής. Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Δεν θα πρέπει να λησμονεί κανείς, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι ένα “εργαλείο” για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Σύμφωνα με τους κορυφαίους θεωρητικούς της στρατηγικής, ιδανικό είναι η επίτευξη των στόχων μόνο με την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος. Χωρίς δηλαδή να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί. Μόνο μέσω του μηνύματος που διαβιβάζει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη για τη δυνατότητα επιβολής της θέλησής της.
Στο μέτρο που η στρατιωτική ισχύς είναι το μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων, η κάθετη κλιμάκωση στην περιοχή είχε αυτόν ως βασικό στόχο. Η δικαιολογία που προβάλει η Μόσχα για την επιθετική στάση της και την αναγνώριση των “Λαϊκών Δημοκρατιών” Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ, είναι η αδιαφορία της Δύσης να εμπλακεί σε σοβαρή συζήτηση για τα θέματα ασφαλείας. Αυτά τα ζητήματα δεν θα αφορούν μόνο την Ουκρανία, αλλά επί της ουσίας θα αφορούν συνολικότερα την εξεύρεση κοινά αποδεκτών ρυθμίσεων και κανόνων που θα αφορούν το σύνολο της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Η ρωσική στρατιωτική μηχανή είναι το πιο πειστικό διαπραγματευτικό χαρτί της Ρωσίας. Διότι είναι αξιόπιστο. Διότι η οικονομική αδυναμία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αποδεικνύει την εξάρτηση της χώρας. Η συνεργασία με χώρες όπως η Κίνα δεν αρκεί και για οικονομικούς και για γεωπολιτικούς λόγους, για να υποκαταστήσει συνολικά τις σχέσεις με τη Δύση. Και η Μόσχα το γνωρίζει. Η χρήση του ενεργειακού όπλου έχει πεπερασμένη ισχύ, διότι και θα πλήξει την αξιοπιστία της Μόσχας ως προμηθευτή και θα οδηγήσει σε επιθετικές ενέργειες αναζήτησης εναλλακτικών επιλογών από την πλευρά της Δύσης. Που αργά ή γρήγορα θα βρει τη λύση, παρά την αναταραχή στο μεσοδιάστημα που ασφαλώς θα την πλήξει.
Μια χώρα με ΑΕΠ οριακά μικρότερο της Ιταλίας και τριπλάσιο πληθυσμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ρωσικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δεν μπορεί να αποκαλείται “υπερδύναμη”. Αυτό και μόνο αρκεί για να τεκμηριώσει -καθιστά αυταπόδεικτη- την προτίμησή της για διπλωματική διέξοδο από την κρίση. Η Ρωσία δεν είναι αυτάρκης σε τρόφιμα και οι ανάγκες της καλύπτονται κυρίως με εισαγωγές, οι οποίες πληρώνονται σε συνάλλαγμα. Εισάγει σχεδόν όλα τα καταναλωτικά προϊόντα που χρειάζεται (μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος είναι η ΕΕ). Έχει αμελητέα βιομηχανική παραγωγή τελικών προϊόντων και η οικονομία της στηρίζεται στις εξαγωγές πρώτων υλών και αμυντικού υλικού.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι αξιόπιστο να απειλεί με εμπορικό πόλεμο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Ρώσος πρωθυπουργός Μέντβεντεφ κάλεσε χθες την Ευρώπη να είναι έτοιμη για τον “νέο γενναίο κόσμο” όπου θα πρέπει να αγοράζει φυσικό αέριο έναντι 2.000 ευρώ ανά 1.000 κυβικά μέτρα. Η δήλωση αυτή έγινε σχολιάζοντας την είδηση ότι ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, έδωσε εντολή να παγώσει η πιστοποίηση του NordStream 2. Δεν είναι παράλογο αυτό που λέει. Μπορεί να συμβεί.
Όμως τα κέρδη για τη Ρωσία θα είναι βραχυπρόθεσμα, ενώ θα ακριβύνουν και οι εισαγωγές τις οποίες η Ρωσία θα πρέπει να πληρώνει σε ευρώ ή δολάρια. Διότι και το ρωσικό νόμισμα, το ρούβλι, υφίσταται ισχυρούς τριγμούς σε περιόδους γεωπολιτικών αναταραχών και πολύ μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πληθυσμού σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν θα μπορεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες.
Η Ρωσία θέλει να πείσει τις ΗΠΑ ότι στρατιωτικά υπάρχει αδιέξοδο…
Σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα ελέγχεται από τη Δύση, βέλτιστο σενάριο για τη ρωσική πλευρά, όσο και να εκπλήσσει ενδεχομένως, είναι η εξεύρεση ενός στρατηγικού modus vivendi Μόσχας-Ουάσιγκτον. Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο. Ο τρόπος επίτευξης αυτού του στόχου περνάει μέσα και από τον στρατιωτικό καταναγκασμό. Μέσω της προσπάθειας να πειστεί ο αντίπαλος για το αδιέξοδο της αντιπαράθεσης ώστε να θεωρήσει ότι έχει να ωφεληθεί περισσότερο από μια στρατηγική συνεννόηση.
Από την αρχή της κρίσης στην Ουκρανία, είχε επισημανθεί ότι αφορμή της ρωσικής στρατιωτικής κινητοποίησης ήταν το ότι στην περιοχή διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας για τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Μόσχα πάντα υποστήριζε την ανάγκη δημιουργίας στην Ουκρανία μιας ζώνης ασφαλείας που θα παρεμβάλλεται ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, καθησυχάζοντας τους φόβους της. Κυρίως όμως, θα διασφάλιζε τη μη ανάπτυξη δυνάμεων της Ατλαντικής Συμμαχίας στα ρωσικά σύνορα.
Στο τακτικό επίπεδο, η Ρωσία με τη στάση της “άδειασε” τη γαλλική μεσολαβητική πρωτοβουλία με στόχο την αποκλιμάκωση, προκαλώντας ένταση με μια χώρα η οποία ιστορικά έχει διαφοροποιηθεί από τη “Συμμαχική ορθοδοξία” και προσπαθούσε πάντα να διατηρεί ανεξάρτητες σχέσεις έντιμης συνεννόησης ανάμεσα στο Παρίσι και τη Μόσχα. Η Ρωσία προτιμά και δεν το κρύβει, να συναλλάσσεται διπλωματικά απευθείας με την Ουάσιγκτον. Η ακύρωση όμως της συνάντησης Μπλίνκεν-Λαβρόφ από αμερικανικής πλευράς, έθεσε προϋποθέσεις από την πλευρά των ΗΠΑ για ικανοποίηση της ρωσικής προτίμησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναφορές Πούτιν δεν συνιστούν διαφοροποίηση σε σχέση με όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αποτελούν μέρος της ρωσικής τακτικής. Η ηγεσία της Ρωσίας όμως παραμένει σταθερή στη γραμμή που χάραξε εξ αρχής. Στο πλαίσιο αυτό οι στόχοι παραμένουν πανομοιότυποι. Η Ρωσία κινητοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της για να πείσει τη Δύση να ασχοληθεί σοβαρά με τις ανησυχίες της. Το ίδιο πράττει και τώρα. Με τη διαφορά ότι σε αυτή τη συγκυρία, η όποια συζήτηση θα διεξαχθεί με τα στρατεύματα έξω από τους στρατώνες…
Από: defence-point.gr - Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Ο Ρώσος ηγέτης έκανε λοιπόν λόγο ότι είναι διατεθειμένος να βρει “διπλωματικές λύσεις” με τις χώρες της Δύσης με στόχο την αποκλιμάκωση της κρίσης, προσθέτοντας όμως ότι η ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι αδιαπραγμάτευτη: “Η χώρα μας είναι πάντα ανοικτή στον άμεσο και ειλικρινή διάλογο για την εξεύρεση διπλωματικών λύσεων στα πιο περίπλοκα προβλήματα. Ωστόσο τα συμφέροντά μας και η ασφάλεια των πολιτών μας είναι για εμάς αδιαπραγμάτευτα”. Αυτό είναι το περιεχόμενο του τηλεοπτικού διαγγέλματος με αφορμή την ημέρα του Υπερασπιστή της Πατρίδας, σύμφωνα με τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Ο Πούτιν προχώρησε επισημαίνοντας ότι η Ρωσία απειλείται από τη “χαλάρωση του συστήματος ελέγχου εξοπλισμών”, καθώς επίσης και “τις στρατιωτικές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ». Σύμφωνα με τον Ρώσο πρόεδρο, οι ανησυχίες της χώρας του παραμένουν χωρίς απάντηση από την πλευρά της Δύσης. Γι’ αυτό, όπως ανέφερε, θα συνεχιστεί η προσπάθεια ενίσχυσης των Κλάδων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του, με έμφαση στα “πολυηχητικά” (hypersonic) όπλα, την τεχνητή νοημοσύνη (AI: Artificial Intelligence), κι οτιδήποτε συμβαδίζει με την ψηφιακή επανάσταση.
Κι όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει…
Το κεντρικό ερώτημα είναι εάν η ετοιμότητα να εμπλακεί η Ρωσία σε διαπραγματεύσεις για τη διπλωματική επίλυση της κρίσης, κομίζει κάποιο καινούργιο δεδομένο στην εξίσωση ασφαλείας της περιοχής. Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Δεν θα πρέπει να λησμονεί κανείς, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι ένα “εργαλείο” για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Σύμφωνα με τους κορυφαίους θεωρητικούς της στρατηγικής, ιδανικό είναι η επίτευξη των στόχων μόνο με την επίδειξη της στρατιωτικής ισχύος. Χωρίς δηλαδή να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί. Μόνο μέσω του μηνύματος που διαβιβάζει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη για τη δυνατότητα επιβολής της θέλησής της.
Στο μέτρο που η στρατιωτική ισχύς είναι το μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων, η κάθετη κλιμάκωση στην περιοχή είχε αυτόν ως βασικό στόχο. Η δικαιολογία που προβάλει η Μόσχα για την επιθετική στάση της και την αναγνώριση των “Λαϊκών Δημοκρατιών” Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ, είναι η αδιαφορία της Δύσης να εμπλακεί σε σοβαρή συζήτηση για τα θέματα ασφαλείας. Αυτά τα ζητήματα δεν θα αφορούν μόνο την Ουκρανία, αλλά επί της ουσίας θα αφορούν συνολικότερα την εξεύρεση κοινά αποδεκτών ρυθμίσεων και κανόνων που θα αφορούν το σύνολο της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Η ρωσική στρατιωτική μηχανή είναι το πιο πειστικό διαπραγματευτικό χαρτί της Ρωσίας. Διότι είναι αξιόπιστο. Διότι η οικονομική αδυναμία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αποδεικνύει την εξάρτηση της χώρας. Η συνεργασία με χώρες όπως η Κίνα δεν αρκεί και για οικονομικούς και για γεωπολιτικούς λόγους, για να υποκαταστήσει συνολικά τις σχέσεις με τη Δύση. Και η Μόσχα το γνωρίζει. Η χρήση του ενεργειακού όπλου έχει πεπερασμένη ισχύ, διότι και θα πλήξει την αξιοπιστία της Μόσχας ως προμηθευτή και θα οδηγήσει σε επιθετικές ενέργειες αναζήτησης εναλλακτικών επιλογών από την πλευρά της Δύσης. Που αργά ή γρήγορα θα βρει τη λύση, παρά την αναταραχή στο μεσοδιάστημα που ασφαλώς θα την πλήξει.
Μια χώρα με ΑΕΠ οριακά μικρότερο της Ιταλίας και τριπλάσιο πληθυσμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ρωσικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δεν μπορεί να αποκαλείται “υπερδύναμη”. Αυτό και μόνο αρκεί για να τεκμηριώσει -καθιστά αυταπόδεικτη- την προτίμησή της για διπλωματική διέξοδο από την κρίση. Η Ρωσία δεν είναι αυτάρκης σε τρόφιμα και οι ανάγκες της καλύπτονται κυρίως με εισαγωγές, οι οποίες πληρώνονται σε συνάλλαγμα. Εισάγει σχεδόν όλα τα καταναλωτικά προϊόντα που χρειάζεται (μεγαλύτερος εμπορικός της εταίρος είναι η ΕΕ). Έχει αμελητέα βιομηχανική παραγωγή τελικών προϊόντων και η οικονομία της στηρίζεται στις εξαγωγές πρώτων υλών και αμυντικού υλικού.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι αξιόπιστο να απειλεί με εμπορικό πόλεμο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Ρώσος πρωθυπουργός Μέντβεντεφ κάλεσε χθες την Ευρώπη να είναι έτοιμη για τον “νέο γενναίο κόσμο” όπου θα πρέπει να αγοράζει φυσικό αέριο έναντι 2.000 ευρώ ανά 1.000 κυβικά μέτρα. Η δήλωση αυτή έγινε σχολιάζοντας την είδηση ότι ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, έδωσε εντολή να παγώσει η πιστοποίηση του NordStream 2. Δεν είναι παράλογο αυτό που λέει. Μπορεί να συμβεί.
Όμως τα κέρδη για τη Ρωσία θα είναι βραχυπρόθεσμα, ενώ θα ακριβύνουν και οι εισαγωγές τις οποίες η Ρωσία θα πρέπει να πληρώνει σε ευρώ ή δολάρια. Διότι και το ρωσικό νόμισμα, το ρούβλι, υφίσταται ισχυρούς τριγμούς σε περιόδους γεωπολιτικών αναταραχών και πολύ μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πληθυσμού σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν θα μπορεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες.
Η Ρωσία θέλει να πείσει τις ΗΠΑ ότι στρατιωτικά υπάρχει αδιέξοδο…
Σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα ελέγχεται από τη Δύση, βέλτιστο σενάριο για τη ρωσική πλευρά, όσο και να εκπλήσσει ενδεχομένως, είναι η εξεύρεση ενός στρατηγικού modus vivendi Μόσχας-Ουάσιγκτον. Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο. Ο τρόπος επίτευξης αυτού του στόχου περνάει μέσα και από τον στρατιωτικό καταναγκασμό. Μέσω της προσπάθειας να πειστεί ο αντίπαλος για το αδιέξοδο της αντιπαράθεσης ώστε να θεωρήσει ότι έχει να ωφεληθεί περισσότερο από μια στρατηγική συνεννόηση.
Από την αρχή της κρίσης στην Ουκρανία, είχε επισημανθεί ότι αφορμή της ρωσικής στρατιωτικής κινητοποίησης ήταν το ότι στην περιοχή διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας για τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Μόσχα πάντα υποστήριζε την ανάγκη δημιουργίας στην Ουκρανία μιας ζώνης ασφαλείας που θα παρεμβάλλεται ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, καθησυχάζοντας τους φόβους της. Κυρίως όμως, θα διασφάλιζε τη μη ανάπτυξη δυνάμεων της Ατλαντικής Συμμαχίας στα ρωσικά σύνορα.
Στο τακτικό επίπεδο, η Ρωσία με τη στάση της “άδειασε” τη γαλλική μεσολαβητική πρωτοβουλία με στόχο την αποκλιμάκωση, προκαλώντας ένταση με μια χώρα η οποία ιστορικά έχει διαφοροποιηθεί από τη “Συμμαχική ορθοδοξία” και προσπαθούσε πάντα να διατηρεί ανεξάρτητες σχέσεις έντιμης συνεννόησης ανάμεσα στο Παρίσι και τη Μόσχα. Η Ρωσία προτιμά και δεν το κρύβει, να συναλλάσσεται διπλωματικά απευθείας με την Ουάσιγκτον. Η ακύρωση όμως της συνάντησης Μπλίνκεν-Λαβρόφ από αμερικανικής πλευράς, έθεσε προϋποθέσεις από την πλευρά των ΗΠΑ για ικανοποίηση της ρωσικής προτίμησης.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναφορές Πούτιν δεν συνιστούν διαφοροποίηση σε σχέση με όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αποτελούν μέρος της ρωσικής τακτικής. Η ηγεσία της Ρωσίας όμως παραμένει σταθερή στη γραμμή που χάραξε εξ αρχής. Στο πλαίσιο αυτό οι στόχοι παραμένουν πανομοιότυποι. Η Ρωσία κινητοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της για να πείσει τη Δύση να ασχοληθεί σοβαρά με τις ανησυχίες της. Το ίδιο πράττει και τώρα. Με τη διαφορά ότι σε αυτή τη συγκυρία, η όποια συζήτηση θα διεξαχθεί με τα στρατεύματα έξω από τους στρατώνες…