Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σε συνέντευξη του στη γερμανική FAZ, είπε πως το δημόσιο χρέος μας θα μειώνεται κατά 3,5 μονάδες ετησίως – χωρίς να συμπεριλαμβάνει την σχεδιαζόμενη επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, ούτε τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Εν προκειμένω ταιριάζουν οι προβλέψεις του με αυτές της Fitch, για μείωση του χρέους στο 155% του ΑΕΠ το 2031 – αν και ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε μειωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος μας, με εξαίρεση τη διαγραφή των 51,3 δις € με το PSI που όμως μας κόστισε την υποθήκευση και την οικονομική υποδούλωση της χώρας μας.
Ο διοικητής δήλωσε επίσης πως είναι αδιάφορη για τη χώρα μας η άνοδος των επιτοκίων, αφού τα ¾ του δημοσίου χρέους μας αφορούν δημόσιους πιστωτές (γράφημα), με μέσο χρόνο αποπληρωμής τα 20,5 χρόνια – κάτι που σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη μετά την επιμήκυνση των 95 δις € που έληγαν το 2018, με αντάλλαγμα την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.
Με το επιτόκιο του δεκαετούς μας ομολόγου βέβαια στο 2,57% και με το spread (=διαφορά με το γερμανικό) στο +2,36 θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός – αφού η Ελλάδα θα χρειαστεί τουλάχιστον 12 δις € νέα δανεικά το 2022, εκ των οποίων πρόλαβε να πάρει 3 δις € τον Ιανουάριο, με επιτόκιο 1,83%.
Εάν δε πληρώσει πραγματικά τα τελευταία δάνεια του ΔΝΤ ύψους 1,9 δις € που λήγουν το 2024 (28 δις € λάβαμε συνολικά από το ΔΝΤ στο παρελθόν), καθώς επίσης τα 5,3 δις € των GLS των ευρωπαϊκών χωρών (ανάλυση), θα χρειαστεί ακόμη περισσότερα – εκτός εάν της επιτραπεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του ESM (15,8 δις €) που είναι το μοναδικό μαξιλάρι που διαθέτει, όπως έχουμε τεκμηριώσει πολλές φορές.
Συνεχίζοντας, θα θέλαμε προφανώς να συμμερισθούμε την αισιοδοξία του διοικητή και της κυβέρνησης, αλλά προτιμούμε να παραμένουμε στα πραγματικά γεγονότα – σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα ήταν η πρωταθλήτρια δημοσίου χρέους της ΕΕ το τρίτο τρίμηνο του 2021, με το χρέος της στα 388,34 δις € (γράφημα). Με δεδομένο δε το ότι, την 31η Δεκεμβρίου του 2019 ήταν στα 356 δις €, αυξήθηκε μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια (21 μήνες) κατά 32,34 δις € – σημειώνοντας πως δεν γνωρίζουμε καμία άλλη χώρα που να παρουσίασε βιώσιμη ανάπτυξη, με χρέος στο 200% του ΑΕΠ της.
Φυσικά θα πρέπει εδώ να προσθέσει κανείς το ιδιωτικό χρέος, μόνο το κόκκινο (=μη εξυπηρετούμενο) του οποίου έχει υπερβεί τα 250 δις € – σημειώνοντας πως το κόκκινο χρέος απέναντι στο δημόσιο αυξήθηκε κατά 5,8 δις € σε πάνω από 110 δις €, στα ασφαλιστικά ταμεία κατά 2,3 δις € στα 41 δις € (πηγή) κοκ. Επίσης το εξωτερικό που εκτοξεύθηκε στα 538 δις € στο τρίτο τρίμηνο του 2021, από 400 δις € περίπου στο ξεκίνημα του 2019 (γράφημα) – κατά σχεδόν 140 δις € δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια.
Την ίδια στιγμή μαίνεται ο πληθωρισμός στη χώρα που μπορεί μεν ως μέσος όρος να υπολογίζεται στο 6,2% αλλά στην πραγματικότητα, με κριτήριο την ενέργεια και τα βασικά αγαθά, υπερβαίνει το 15% – κάτι που ασφαλώς δεν συμβάλει στην ανάπτυξη. Σε μία ανάπτυξη ή ανάκαμψη καλύτερα που επετεύχθη με τη στήριξη της κατανάλωσης κυρίως με 43,3 δις € δανεικά – γεγονός που σημαίνει πως για να επανέλθει το ΑΕΠ μας το 2021 στα επίπεδα του 2019, δαπανήθηκε το παραπάνω τεράστιο ποσόν, αυξάνοντας το χρέος μας. Προφανώς δε, είναι αδύνατον να συνεχισθεί η στήριξη εκ μέρους του κράτους – οπότε πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, όσον αφορά το ρυθμό ανάπτυξης των επομένων ετών.
Σε κάθε περίπτωση, μετά από δώδεκα χρόνια μνημονίων, παρά τη διαγραφή του PSI, παρά την εκτόξευση του κόκκινου ιδιωτικού χρέους πάνω από το 150% του ΑΕΠ από αμελητέο προηγουμένως, παρά τη φτωχοποίηση των Ελλήνων, καθώς επίσης παρά το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και τους πλειστηριασμούς της ιδιωτικής, το δημόσιο χρέος μας συνεχίζει να αυξάνεται – από τα 300 δις € στα τέλη του 2009, στα 388,34 δις € την 31.12.21 (πηγή), οπότε κατά 88,34 δις €, εκ των οποίων τα 32 δις € τους τελευταίους 21 μήνες!
Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου συν τα χρήματα που κατατίθενται στον ειδικό λογαριασμό εξυπηρέτησης του χρέους, μειώθηκαν στα 17,2 δις € τέλη Δεκεμβρίου, από 20,1 δις € στα τέλη του Σεπτεμβρίου – τεκμηριώνοντας πως η παρούσα κυβέρνηση, με κριτήριο τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα θητείας της, είναι ίσως η χειρότερη που είχε ποτέ η Ελλάδα, από οικονομικής πλευράς.
Οι επενδύσεις
Περαιτέρω, η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως όλα τα προβλήματα της χώρας θα επιλυθούν μέσω των επενδύσεων – όπου όμως συνεχίζεται η μείωση του παγίου κεφαλαίου της χώρας (ακίνητα, μηχανήματα κλπ.), με στοιχεία από τα τέλη του 2020, αφού οι καθαρές επενδύσεις, αυτές δηλαδή που απομένουν εάν από τις ακαθάριστες επενδύσεις αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, παραμένουν αρνητικές.
Ειδικότερα, οι νέες ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που προστέθηκαν στο ήδη υφιστάμενο απόθεμα το 2020, ήταν ύψους 19,3 δις € ή 11,7% του ΑΕΠ – οπότε χαμηλότερες από τις αντίστοιχες που αναλώθηκαν το ίδιο έτος, ύψους 26,3 δις € ή 15,9% του ΑΕΠ. Η ίδια εικόνα διαπιστώθηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2021 – όπου οι καθαρές επενδύσεις παρέμειναν αρνητικές.
Επομένως, τα περί αλλαγής του οικονομικού μοντέλου και ανόδου των επενδύσεων είναι ένα ακόμη μεγάλο ψέμα – με τη συνολική μείωση των καθαρών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου την περίοδο 2010 έως 2020 να υπολογίζεται στα 93 δις €.
Σύμφωνα τώρα με τον προϋπολογισμό του 2022, η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στις επενδύσεις – με την αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου να τοποθετείται στο 23,4%. Στην ουσία λοιπόν στηρίζεται στα 4,5 δις € που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισπράξει από το Ταμείο Ανάκαμψης – κάτι που μένει να αποδειχθεί, σημειώνοντας πως υπήρξε ήδη σημαντική υστέρηση απορρόφησης το 2021.
Οι εξαγωγές
Συνεχίζοντας, το μόνο ίσως θετικό στοιχείο είναι η άνοδος των εξαγωγών αγαθών – αν και «εξουδετερώνεται» όσον αφορά το εμπορικό ισοζύγιο και το ΑΕΠ, από την ακόμη μεγαλύτερη άνοδο των εισαγωγών λόγω του ανύπαρκτου παραγωγικού μας ιστού, με αποτέλεσμα την εκτόξευση του εμπορικού μας ελλείμματος (γράφημα). Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα παραμένει μη βιώσιμη – θυμίζοντας πως για αυτόν ακριβώς το λόγο επέβαλε το ΔΝΤ τη μείωση του ΑΕΠ μας με τα μνημόνια, λόγω των αντίστοιχων ελλειμμάτων δηλαδή του 2009.
Γενικότερα τώρα, παρά την άνοδο των εξαγωγών αγαθών, οι αντίστοιχες επενδύσεις δεν παρουσίασαν ανάλογη αύξηση – επειδή η πτώση των εγχωρίων εισοδημάτων ανάγκασε μεν τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις πωλήσεις τους στο εξωτερικό για να αντισταθμίσουν το χαμένο εσωτερικό τζίρο τους, χωρίς όμως να αυξήσουν την παραγωγή, οπότε τις επενδύσεις τους. Με απλά λόγια, δεν αυξήθηκε ο τζίρος τους – οπότε δεν είχαν κανένα λόγο να επενδύσουν για να παράγουν περισσότερα.
Με δεδομένη δε την άνοδο των τιμών της ενέργειας, η κατάσταση θα επιδεινωθεί, επίσης στον πρωτογενή μας τομέα που υποφέρει επί πλέον από την αύξηση των τιμών των λιπασμάτων, των ζωοτροφών κοκ. – ενώ χωρίς φθηνή ενέργεια, κυρίως ως αποτέλεσμα του εγκλήματος της πρόωρης και χωρίς σχέδιο απολιγνιτοποίησης (γράφημα πτώσης της συμμετοχής του λιγνίτη στο μίγμα ενέργειας) είναι αδύνατη η ανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, το ύψος των εξαγωγών έχει μικρή συμμετοχή στο ΑΕΠ – ενώ όπως είπαμε μειώνεται από τις εισαγωγές, ως ο τελευταίος συντελεστής του ΑΕΠ (ΑΕΠ = κατανάλωση +επενδύσεις+ δημόσιες δαπάνες + εμπορικό ισοζύγιο). Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί τη λύση που χρειάζεται επειγόντως η ελληνική οικονομία – οπότε παραμένει ως μοναδική ελπίδα το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, οι Έλληνες θα κληθούν να πληρώσουν από πολλές διαφορετικές πλευρές, όπως με την ακρίβεια που στην ουσία είναι συνώνυμη με νέους φόρους, ειδικά για τις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες της κοινωνίας, τα λάθη μίας ακόμη κυβέρνησης της συμφοράς: τη σπατάλη δηλαδή 43,3 δις € με δανεικά για καταναλωτικούς στην ουσία σκοπούς, αντί για επενδύσεις στην παραγωγή, με στόχο την αλλαγή του χρεοκοπημένου οικονομικού μοντέλου της χώρας.
Όλα όσα ευχάριστα ακούγονται δε, από το διοικητή της ΤτΕ, από την κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο, είναι στην ουσία ευχολόγια, με εξαίρεση ίσως το Ταμείο Ανάκαμψης – αρκεί φυσικά να μην το απομυζήσει η εγχώρια παρασιτική και κρατικοδίαιτη ελίτ, όπως συμβαίνει τόσα χρόνια με τα ΕΣΠΑ και με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κεφάλαια.