Οι νοσταλγοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου –και από τις δύο πλευρές- πιθανόν παρακολουθούν με ικανοποίηση όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην Ουκρανία. Μια χώρα 50 εκατομμυρίων κατοίκων περίπου, που δύσκολα την ξεχωρίζει ο μη γνώστης της ιστορίας της χώρας από τη Ρωσία και τον λαό της.
Από: Το Παρόν - Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Οι διεθνείς παρατηρητές, στη μεγίστη πλειοψηφία τους, συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι η ουκρανική κρίση οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον ανταγωνισμό μεταξύ Ανατολής (Ρωσίας) και Δύσης (ΗΠΑ, χώρες ΝΑΤΟ και ΕΕ), με μήλο της έριδος την Ουκρανία. Σίγουρα –θα προσθέταμε– και στην απερισκεψία των πολιτικών της ηγεσιών, καθώς το προηγούμενο της Κύπρου φαίνεται να μην τους δίδαξε τίποτα. Για να γίνει κατανοητή η ουκρανική κρίση, είναι αναγκαία μια γρήγορη ματιά στη σύγχρονη ιστορία της χώρας και του λαού της.
Η απόκτηση συνείδησης χωριστής εθνικής ταυτότητας των Ουκρανών χρονολογείται τουλάχιστον δύο αιώνες πριν από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917, όταν η Ουκρανία εντάσσεται στο Σοβιετικό Μπλοκ και καθίσταται αναπόσπαστο μέλος της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ). Συνείδηση χωριστής οντότητας έναντι της όμορης Πολωνίας, Ρωσίας και Λιθουανίας εκφραζόταν μόνο μέσω μιας διοικητικής αυτονομίας, χωρίς όμως κρατική υπόσταση. Στο δυτικό τμήμα αισθητή ήταν η παρουσία των Καθολικών, Ουνιτών και Πολωνών, ενώ στα ανατολικά η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν ρωσοορθόδοξοι και ρωσόφωνοι.
Στα μέσα του 19ου αιώνα η ουκρανική διανόηση προσπαθεί να συμβάλει στην ανάπτυξη χωριστής ουκρανικής εθνικής συνείδησης με μελέτες του λαϊκού πολιτισμού, της γλώσσας και της ιστορίας του ουκρανικού λαού. Όμως το τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας παρεμβαίνει δυναμικά και το 1876 με σχετικό διάταγμα απαγορεύει τη χρήση της ονομασίας «Ουκρανία», που την αποκαλεί Μικρή Ρωσία. Τον Νοέμβρη του 1917, έναν μήνα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ένα ουκρανικό κεντρικό συμβούλιο (Ράντα), ανακηρύσσει στο Κίεβο τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας», η οποία όμως καταλύεται από τους Μπολσεβίκους, που τη μετονομάζουν σε Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας, ενώ σταδιακά εφαρμόζεται μια πολιτική απο-ουκρανισμού.
Με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, που επακολούθησε, η Ουκρανία ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της (Ιούνιος 1990) ως κυρίαρχο κράτος. Συγχρόνως, φανερή καθίσταται η προσπάθεια των πολιτικών ηγεσιών της, με την παρότρυνση των Δυτικών Ουκρανών και άλλων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, για αποστασιοποίηση και απαλλαγή από την επιρροή της Μόσχας. Εντός της ουκρανικής επικράτειας συμπεριλαμβάνεται και η χερσόνησος της Κριμαίας, ο πληθυσμός της οποίας στη μεγίστη πλειοψηφία του είναι ρωσοορθόδοξοι και ρωσόφωνοι.
Τα γνωστά γεγονότα τοπικών συγκρούσεων με τις Ουκρανικές Αρχές οδηγούν σε πρόκληση διενέργειας δημοψηφίσματος από τους γηγενείς, υπέρ της αυτονομίας, που στη συνέχεια μετατρέπεται σε ένταξη και ενσωμάτωση με τη Ρωσία. Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία (Μάρτιος 2014) σηματοδοτεί και την αρχή της έντασης μεταξύ των δύο χωρών και κατ’ επέκταση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Έκτοτε οι σχέσεις μεταξύ Ουκρανίας – Ρωσίας αγγίζουν τα όρια της ένοπλης σύγκρουσης, με την Ουκρανία να εκφράζει φόβους για ρωσική εισβολή, με κατάληψη της ανατολικής περιοχής, στο όνομα δήθεν της προστασίας της ρωσικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, που υπολογίζεται σε πάνω από 5 εκατομμύρια.
Ουκρανικές κυβερνήσεις και άλλοι εξωγενείς παράγοντες έκριναν ότι η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ θα ήταν η καλύτερη συνταγή και όπλο προστασίας από τη ρωσική απειλή, κατά το προηγούμενο και των Βαλτικών και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης-πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αναμενόμενες και όχι απρόσμενες είναι οι αντιδράσεις της Μόσχας στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την περαιτέρω επέκτασή του στα ανατολικά, την οποία μεταφράζει σε απομόνωση και στρατηγικό – οικονομικό στραγγαλισμό της Ρωσίας. Προειδοποιητικά, η Μόσχα αντιδρά με συγκέντρωση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία, εκτέλεση μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων και επίδειξη στρατιωτικής ισχύος.
Αμερικανοί και άλλοι δυτικοί αναλυτές, όπως και πολιτικοί παράγοντες, αποδίδουν τις αντιδράσεις της Μόσχας στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ σε ρωσικούς σχεδιασμούς περί δημιουργίας ζώνης ρωσικής επιρροής που θα έχει ρόλο αναχώματος (buffer zone) στην ευρύτερη περιοχή με την Ουκρανία. Επικρίνουν τη Ρωσία ότι επιχειρεί εκβιαστικά και με απειλές να αφαιρέσει από μια χώρα (την Ουκρανία) το δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα τον συνασπισμό στον οποίο επιθυμεί να ενταχθεί.
Όσον αφορά εκείνους που προβάλλουν αυτήν τη θέση –κατά βάση σωστή–, καλό θα ήταν να ασκούσαν την ίδια κριτική και προς την Τουρκία, η οποία απειλεί την Ελλάδα με casus belli αν επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, δικαίωμα που απορρέει από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Προ ημερών, ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισαν να απομακρύνουν τις οικογένειες των διπλωματικών αντιπροσωπειών τους από το Κίεβο, ενέργεια που στη διπλωματική γλώσσα δηλώνει επερχόμενο κίνδυνο. Το μέτρο εφαρμόζεται σε εύφλεκτες περιοχές, όπου επικρατούν μεγάλες πολιτικοκοινωνικές αναταραχές και φόβοι για πολεμικές συρράξεις. Η ΕΕ, που συνήθως συντάσσεται με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αποστασιοποιήθηκε, με τον Ύπατο Εκπρόσωπο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις Ζοζέπ Μπορέλ να είναι σαφής. «Δεν προτιθέμεθα», τόνισε, «να προβούμε σε ανάλογα μέτρα», για να προσθέσει ότι «διαφορετικά θα δινόταν λάθος μήνυμα».
Οι μαξιμαλιστικές θέσεις των ΗΠΑ και άλλων νατοϊκών χωρών επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Προφανώς εξυπηρετούν και γεωπολιτικές σκοπιμότητες, όπως και οικονομικά συμφέροντα, κυρίως των ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, την αποτροπή προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου, που θα καθιστούσε την Ευρώπη εξαρτώμενη ενεργειακά από τη Ρωσία και θα την αναδείκνυε στρατηγικό παράγοντα της περιοχής. Εξάλλου μια παρατεταμένη ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας – Δύσης με την επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Μόσχας θα παρέπεμπε ad calendas graecas τον διάλογο που έχει δρομολογήσει ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με απόκτηση κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, μη εξαρτώμενης της τελευταίας από το ΝΑΤΟ. Μια επιστροφή στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου θα απομάκρυνε την Ευρώπη από το όνειρο του Ντε Γκολ για μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό στα Ουράλια, όπως και του Γκορμπατσόφ για το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι. Η επιστροφή στην ψυχροπολεμική περίοδο δεν θα ωφελούσε κανέναν και οπωσδήποτε την Ελλάδα και τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Οι διαφορές μπορούν να λυθούν με διάλογο. Ο δρόμος της διπλωματίας είναι ο μόνος σωστός δρόμος.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: Russian tanks hold drills in Rostov region, Russia. The Moscow-Kyiv standoff has sent ripples through broader markets/PHOTO: SERGEY PIVOVAROV/REUTERS