Η πολιτική του τσάρου Αλέξανδρου Α’ απέναντι στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία
Ένα από τα πολλά ζητήματα που συζητούνται στο περιθώριο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, είναι οι ελληνορωσικές σχέσεις. Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί πάρα πολλά γι’ αυτό. Είναι φυσικά αδύνατο να αναφερθεί κάποιος στο συγκεκριμένο θέμα σε λίγες γραμμές ή σε μερικά λεπτά, καθώς αφορά εκατοντάδες χρόνια.
Από: protothema.gr / Μιχάλης Στούκας
Έτσι στο σημερινό μας άρθρο, σκεφτήκαμε να αναφερθούμε ειδικά στην πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Επανάσταση του 1821. Όπως θα δούμε η στάση της Ρωσίας είχε πολλές διακυμάνσεις και αλλαγές. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά και του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκανόφ, η δράση του οποίου δεν είναι ευρέως γνωστή.
Το Συνέδριο του Λάιμπαχ
Όταν άρχισε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, βρισκόταν μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Λάιμπαχ (σήμερα Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας). Εκεί είχαν συγκεντρωθεί από τον Ιανουάριο του 1821 οι αυτοκράτορες της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, οι αρμόδιοι υπουργοί τους και αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στο Λάιμπαχ μεταφέρθηκε η Διάσκεψη των ηγετών της Πενταπλής Συμμαχίας που είχε αρχίσει τις εργασίες της στο Τροπάου (Troppau) της Μοραβίας τον Οκτώβριο του 1820, με θέμα την αντιμετώπιση της επανάστασης της Νεάπολης της Ιταλίας και γενικότερα την καταπολέμηση των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Η Διάσκεψη, που επηρεαζόταν κυρίως από τον Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών Μέτερνιχ, είχε προηγουμένως αποφασίσει την καταστολή της επανάστασης στη Νεάπολη από τον αυστριακό στρατό. Η ισχυρή όμως αντίσταση που συνάντησε ο αυστριακός στρατός, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στο Λάιμπαχ. Τότε έφτασε και η είδηση για την Επανάσταση του Πεδεμόντιου της Ιταλίας. Είχαν προηγηθεί η επανάσταση στην Ισπανία και η στάση του Συντάγματος Σιμενόφσκι στην Πετρούπολη, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Αλέξανδρο Α’.
Ο Αλέξανδρος Α’ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Στις 24 ή 25 Φεβρουαρίου 1821, ο απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη ξεκίνησε από το Ιάσιο με επιστολές προς τον Αλέξανδρο Α’ και τον Καποδίστρια. Έφτασε στο Λάιμπαχ και τις παρέδωσε λίγο πριν τις 14 Μαρτίου. Ο Υψηλάντης στόχευε στο συναίσθημα του τσάρου, παρουσιάζοντας την εξέγερση εκτεταμένη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική και τον καλούσε να εφαρμόσει άμεσα την ανατολική πολιτική της Ρωσίας:
«Η Πελοπόννησος και το Αιγαίον κινούνται, η Κρήτη ανίσταται, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, και η Μακεδονία σπεύδουσιν εις τα όπλα, η Βλαχία και η Μολδαυϊα αποτινάσσουσι τον ζυγόν, και περίτρομοι οι Τούρκοι ίστανται εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει επί ηφαιστείου, όπερ, είναι έτοιμον να τους καταπίη…»
Η Πρώτη αντίδραση του Ρώσου αυτοκράτορα ήταν θετική για τον Υψηλάντη: «Πάντοτε έλεγον, ότι ο καλός ούτος νέος έχει γενναία φρονήματα».
Όμως η επιστολή έφτασε σε χώρο και σε χρόνο που δεν ήταν ιδανικοί… Ο Μέτερνιχ επέβαλε εύκολα την άποψή του, ότι δηλαδή το κίνημα του Υψηλάντη ήταν μέρος ενός καλά οργανωμένου και συντονισμένου επαναστατικού σχεδίου που έθετε σε κίνδυνο την ηρεμία και την τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι η Ρωσία δεν είχε περιθώρια να εφαρμόσει την ανατολική πολιτική της όπως πίστευαν οι Φιλικοί και ο Υψηλάντης.
Η ρωσική αντιπροσωπεία στο Λάιμπαχ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ο Υψηλάντης ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γνωστός στον τσάρο, είχε ξεκινήσει από ρωσικό έδαφος και είχε υπαινιχθεί με προκήρυξή του ενίσχυση του κινήματός του από τη Ρωσία.
Έτσι ο Αλέξανδρος Α’ έσπευσε να συναντήσει τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. Στη συνάντηση τους ήταν παρόντες μόνο ο Μέτερνιχ και ο Υπουργός Εξωτερικών της Πρωσίας Βέρνστροφ. Ο τσάρος διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υποσχέθηκε ότι θα τον αποδοκίμαζε και επίσης τόνισε ότι ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη.
Παρών στο Λάιμπαχ ήταν και ο Καποδίστριας ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, που βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως να επηρεάσει τον τσάρο, έτσι ώστε οι αποφάσεις του Συνεδρίου να μην είναι οι χειρότερες για την Ελληνική Επανάσταση και να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ευνοϊκές εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο στο μέλλον.
Το διάταγμα του τσάρου, παρατίθεται ολόκληρο από τον Ιωάννη Φιλήμονα. Σύμφωνα με αυτό:
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαγράφεται οριστικά από τη στρατιωτική υπηρεσία της Ρωσίας. Ο τσάρος αποδοκίμαζε έντονα το κίνημά του και τόνιζε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα ρωσικής βοήθειας. Διατασσόταν ο κόμης Βιτγενστέιν, γενικός αρχηγός των ρωσικών στρατευμάτων στον Προύθο και τη Βεσαραβία, να δείξει αυστηρότατη ουδετερότητα και αμεροληψία στις ταραχές που ξέσπασαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι αποφάσεις του τσάρου κοινοποιούνταν στον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ, ο οποίος διατασσόταν να τις γνωστοποιήσει και στην Υψηλή Πύλη, επαναλαμβάνοντας τις καθαρές διαβεβαιώσεις που είχε δώσει για την αποστασία του Βλαδιμιρέσκου.
Τόνιζε τέλος : «… ότι η πολιτική Αυτοκράτορος έστι και έσεται αλλοτρία των ραδιουργιών, δε’ ων επαπειλείται η ησυχία οποιοδήποτε τόπου…».
Ο Φιλήμων χαρακτηρίζει «σωτήριαν» τη ρήτρα της ουδετερότητας που υπήρχε στο διάταγμα. Πραγματικά η ουδετερότητα της Ρωσίας ήταν σωτήρια για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς την ίδια ώρα η Πενταπλή Συμμαχία αποφάσιζε την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ακολούθησε η επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην οποία, ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας τον επικρίνει και τον επιπλήττει, ενώ καταδικάζει τη «μυστική» εταιρεία και τα άλλα κινήματα. Ωστόσο μέσα στην επιστολή υπήρχαν κολακευτικές αναφορές για τον Υψηλάντη και προσεκτικά διατυπωμένες θετικές απόψεις για την επανάσταση: «… πολλαί περιστάσεις δικαιολογούσι την ευχή των Ελλήνων του να μην μείνωσιν εσαεί αδιάφοροι προς την βελτίωσιν της ίδιας αυτών τύχης», ενώ στη συνέχεια τονίζει ότι θα μπορούσε ο τσάρος να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο:
«… εάν υποδείξετε ημίν τα μέσα δι’ ων δύνανται να παύσωσιν αι ταραχαί, μην παραβιαζομένων των μεταξύ Ρωσίας και Πύλης συνθηκών, ο αυτοκράτωρ δεν θέλει διστάσει να παρεμβεί επί τούτω παρά τη οσμανική (οθωμανική) κυβερνήσει».
Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε από πολλούς γι’ αυτή την επιστολή.
Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στο Λάιμπαχ δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για την Ελλάδα και ήταν αναγκαίος ένας διπλωματικός ελιγμός.
Ο Καποδίστριας είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να διεξάγει σκληρό διπλωματικό αγώνα απέναντι στη συντηρητική Ευρώπη για την προστασία της Ελληνικής Επανάστασης. Έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσει οπωσδήποτε την υψηλή θέση του στη ρωσική κυβέρνηση και την εμπιστοσύνη του τσάρου.
Όπως εύστοχα γράφει ο αείμνηστος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος:
«Πραγματικά, διαφορετική στάση του θα ήταν βαρύ πολιτικό σφάλμα και τυχόν παραίτησή του τότε, θα ισοδυναμούσε με λιποταξία του από το καθήκον προς το Ελληνικό Έθνος, που εισερχόταν σε μεγάλη δοκιμασία».
Η επιστολή εκτός από την Υψηλή Πύλη, έφτασε και στον Υψηλάντη λίγο πριν το τέλος Μαρτίου 1821, ο οποίος προτίμησε να δει τα θετικά σημεία της και από την πλευρά του έστειλε επιστολές στον τσάρο και τους αξιωματικούς του. Στη δεύτερη επιστολή τόνιζε ότι ο Ρώσος αυτοκράτορας βρέθηκε στην ανάγκη να τον αποδοκιμάσει, αλλά όσα έγραφε ο Καποδίστριας ήταν ενθαρρυντικά και έπρεπε να αναμένουν τυχόν μεσολάβηση της Ρωσίας.
Η στάση της Ρωσίας μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης
Όμως και η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, βρήκε συγκεντρωμένους στο Λάιμπαχ τους εκπροσώπους της Ιεράς Συμμαχίας. Στο Συνέδριο επικράτησε μεγάλη αναστάτωση και ακολούθησαν έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις. Οι συζητήσεις του Συνεδρίου στράφηκαν γύρω από την προσβολή του «νόμιμου καθεστώτος» στην Ευρώπη από την Ελληνική Επανάσταση. Ο Μέτερνιχ ήταν ο βασικός εκφραστής των θέσεων εκείνων που θεωρούσαν ότι η Ιερά Συμμαχία έπρεπε να παρέμβει για να καταπνίξει την Επανάσταση, πολεμώντας στο πλευρό του σουλτάνου.
Στις 7 Μαΐου 1821 έγραφε ο Αυστριακός Υπουργός Εξωτερικών σε υπόμνημά του: «Ηνωμένοι αι μονάρχαι προς υποστήριξιν της διατηρήσεως πάσης νομίμου υπαρχούσης εξουσίας, δεν δύνανται να διστάσουν όπως εφαρμόσουν αμέσως την αρχήν ταύτην εις τας λίαν δυσαρέστους περιπλοκάς, αίτινες έλαβον τελευταίως χώραν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…».
Όμως ο τσάρος είχε διαφορετική άποψη. Ναι μεν ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, όμως δεν μπορούσε να συμπράξει σε δράση υπέρ του σουλτάνου και εναντίον των ομόθρησκων Ελλήνων. Η τελική διακήρυξη του Συνεδρίου του Λάιμπαχ στις 30 Απριλίου/12 Μαΐου 1821 ήταν συμβιβαστική, καθώς στην καταδίκη των επαναστάσεων περιλήφθηκε και η ελληνική, με έμμεση μόνο μνεία.
Η μεν Αυστρία κέρδισε στο Λάιμπαχ την καταδίκη της Ελληνικής Επανάστασης, η Ρωσία όμως και ο Καποδίστριας πέτυχαν την ουδετερότητα της Ιεράς Συμμαχίας και την μη επέμβασή της εναντίον των Ελλήνων αγωνιστών.
Η ουσιαστική αυτή επιτυχία του Ιωάννη Καποδίστρια υπέρ των Ελλήνων στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, ήταν σημαντική αλλά είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα. Ήταν απαραίτητη όμως και η ενεργή ανάμειξη της Ρωσίας. Ο Καποδίστριας προσπαθούσε να επηρεάσει τον τσάρο έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πολύτιμος αρωγός του Καποδίστρια, αποδείχτηκε ο πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη Γρηγόριος Στρογκάνοφ, ο οποίος με τη θαρραλέα υποστήριξή του προς τους διωκόμενους Έλληνες στην Πόλη, τα οξύτατα διαβήματά του προς την Υψηλή Πύλη και τις εκθέσεις του προς την κυβέρνησή του, όπου περιέγραφε τις βαρβαρότητες και τις ωμότητες των Τούρκων και την προσβλητική τους συμπεριφορά προς τη ρωσική πρεσβεία, έδινε επιχειρήματα στον Καποδίστρια για να υποστηρίξει την ανάγκη στιβαρής πολιτικής της Ρωσίας απέναντι στους Οθωμανούς. Μεγάλη βοήθεια στον Καποδίστρια πρόσφερε και ο τρίτος Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (ο δεύτερος ήταν ο σαξονικής καταγωγής Νέσελροντ, που τηρούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στους Τούυρκους) Πότζο ντι Μπόργκο, Κορσικανός στην καταγωγή, ο οποίος μάλιστα εισηγούνταν προς τον τσάρο να ακολουθήσει φιλοπόλεμη πολιτική απέναντι στους Οθωμανούς. Ο ντι Μπόργκο άλλωστε δεν κινδύνευε να παρεξηγηθεί, όπως ο Καποδίστριας, για μεροληψία υπέρ των ομοεθνών του. Πάντως είναι εντυπωσιακό ότι κανένας από τους τρεις Υπουργούς Εξωτερικών του τσάρου το 1821, δεν ήταν Ρώσος!
Η μεταστροφή του, από τη φύση του ευμετάβλητου χαρακτήρα, Αλέξανδρου Α’ προς τις απόψεις του Καποδίστρια έγινε στη Βαρσοβία, όταν κατά την επιστροφή τους από το Λάιμπαχ προς την Πετρούπολη ,ένας διπλωματικός ταχυδρόμος μετέφερε την είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από τους Τούρκους. Ο Τσάρος συγκλονίστηκε και ο Καποδίστριας βρήκε την ευκαιρία να τον πείσει ώστε να μην στείλει οδηγίες προς τον Στρογκάνοφ πριν φτάσουν στην Πετρούπολη.
Εκεί ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός υπολόγιζε να πετύχει με τη στήριξη του στρατού και της κοινής γνώμης, την έγκριση δυναμικής πολιτικής απέναντι στους Τούρκους.
Η Πύλη στο μεταξύ απέρριψε περιφρονητικά τα διαβήματα του Στρογκάνοφ υπέρ των Ελλήνων, αλλά και την πρόταση του για ρωσική μεσολάβηση, υπό τον όρο η Πύλη να σταματήσει τις σφαγές των Ελλήνων και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους. Η ρωσική κοινή γνώμη είχε εξεγερθεί εναντίον των Τούρκων και ο τσάρος έδωσε εντολή να γίνει διακοίνωση προς την οθωμανική κυβέρνηση, αλλά να διατηρηθεί και η συνεργασία με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις στις ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Η σύνταξη του διαβήματος ανατέθηκε στον Καποδίστρια, ο οποίος χρησιμοποίησε ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ σε παρόμοια έγγραφα ούτε επί Μεγάλης Αικατερίνης. Μάλιστα σε ορισμένα σημεία η Ρωσία εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος ολόκληρος της χριστιανικής Ευρώπης.
Επίσης, δινόταν προθεσμία οκτώ ημερών στην Πύλη για να απαντήσει. Η διακοίνωση, γνωστή ως «τελεσίγραφο Στρογκάνοφ», παραδόθηκε από τον Ρώσο πρέσβη στους Οθωμανούς στις 6 Ιουλίου 1821. Ο Στρογκάνοφ που είχε διακόψει κάθε επαφή με την Πύλη από τα μέσα Ιουνίου, τόνισε και προφορικά ότι ούτε η Ρωσία ούτε οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να μείνουν θεατές απέναντι στις τουρκικές ωμότητες.
Ο σουλτάνος θορυβήθηκε, αλλά με την ενθάρρυνση των δυτικών δυνάμεων αποφάσισε να καθυστερήσει την απάντηση στη διακοίνωση.
Στις 14 Ιουλίου οπότε έληγε η ρωσική διακοίνωση, ο Στρογκάνοφ έστειλε τον διερμηνέα της πρεσβείας Φραγκίνη στον ρεΐζ εφέντη(ανώτατο Οθωμανό αξιωματούχο) Χαμίτ μπέη και ζήτησε να απαντήσει εγγράφως στα κυριότερα σημεία της διακοίνωσης. Ο ρεΐζ εφέντης δεν έδωσε γραπτή απάντηση. Ωστόσο, είπε στον Στρογκάνοφ ότι «οι ραγιάδες ήταν υπαίτιοι οι ίδιοι επειδή αποστάτησαν» και πρόσθεσε ότι οι ναοί που καταστράφηκαν θα ανοικοδομηθούν όταν αποκατασταθεί η τάξη και ότι οι ηγεμόνες στη Μολδαβία και τη Βλαχία θα αντικατασταθούν «εν καιρώ». Ο Στρογκάνοφ θεώρησε ότι η απάντηση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, ζήτησε την ίδια μέρα με νέα διακοίνωση τα διαβατήριά του και την άδεια για ελεύθερη έξοδο έξι πλοίων, που απαιτούνταν για τη μεταφορά του προσωπικού της πρεσβείας και των πραγμάτων του. Στις 19 Ιουλίου, η Πύλη αποφάσισε να απαντήσει στο «τελεσίγραφο Στρογκάνοφ», όμως ο Ρώσος πρέσβης δεν δέχτηκε την απάντηση, λέγοντας «είναι αργά». Ο Στρογκάνοφ ναύλωσε τρία αυστριακά πλοία, που μαζί με τρία ρωσικά που βρίσκονταν στον Βόσπορο απέπλευσαν για την Οδησσό. Στα πλοία αυτά, τα οποία δεν ελέγχθηκαν, κρύβονταν 122 Έλληνες που φυγάδευσε ο Στρογκάνοφ. Ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει για τον Ρώσο διπλωμάτη, ότι ήταν «πραγματικός εκείνος δι’ ανυπολογίστων θυσιών φιλέλλην, την μνήμην του οποίου οφείλει να διατηρεί όχι μόνον η ελληνική ευγνωμοσύνη, αλλά και η ιστορία του ανθρωπισμού».
Η αναχώρηση του Στρογκάνοφ και η διακοίνωση της Ρωσίας προς τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, προκάλεσαν αίσθηση. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος. 180.000 Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Προύθου έτοιμοι να εισβάλλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος τελικά δεν έγινε τότε. Όμως ο Καποδίστριας πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υπήρχαν πλέον για την Ευρώπη στην Ελλάδα «αποστάτες υπήκοοι του σουλτάνου», αλλά έθνος που επαναστάτησε εναντίον σκληρού και βάρβαρου κατακτητή, του οποίου την «αυτοδιοίκηση» ζητούσε η Ρωσία. Η Ελληνική Επανάσταση γραφόταν πλέον στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής διπλωματίας, σαν φλέγον ζήτημα που απαιτούσε άμεση λύση.
Η εισήγηση του Καποδίστρια για δυναμική αντιμετώπιση των Οθωμανών
Στο μεταξύ έφτασε στην Πετρούπολη η απάντηση στο τελεσίγραφο της 6ης Ιουλίου που ο Στρογκάνοφ αρνήθηκε να παραλάβει. Τον Ιούνιο, ο αγώνας στη Μολδοβλαχία ύστερα από τις μάχες του Δραγατσανίου και του Σκουλενίου, είχε σχεδόν τελειώσει. Ο σουλτάνος όμως, φοβούμενος ρωσική επίθεση, δεν αποδέσμευε στρατεύματα για την Ελλάδα. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει για τη ρωσική στάση και τις εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο: «… το διπλωματικόν τούτο βήμα της Ρωσίας έβαλε τον δεύτερον μετά την ουδετερότητα ακρογωνιαίον λίθον της αναγνωρίσεως του πολέμου των Ελλήνων ως ιερού νομίμου». Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης ο Αλέξανδρος Α’ ζήτησε από τον Καποδίστρια να μένει στο Τσάρκοε Σελό, όπου διέμενε ο ίδιος. Τον Αύγουστο του 1821 οι δύο άνδρες συζήτησαν για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η Ρωσία απέναντι στους Τούρκους αλλά και την Ελληνική Επανάσταση.
Ο τσάρος δεν ήθελε ένοπλη σύρραξη με τους Τούρκους.
«Πρέπει πάση θυσία να ευρεθεί τρόπος να αποφύγωμεν τον πόλεμον με την Τουρκίαν. Σας συνιστώ να σκεφτείτε επί τούτο και να μοι υποβάλητε εμπεριστατωμένην έκθεσιν επί του ακανθώδους τούτου ζητήματος», είπε στον Καποδίστρια.
Από την πλευρά του ο Έλληνας πολιτικός προσπάθησε να τον πείσει για την ανάγκη επίθεσης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά ο τσάρος επέμεινε στις απόψεις του και ζήτησε από τον Καποδίστρια να υποβάλλει σχετικό υπόμνημα.
Από: protothema.gr / Μιχάλης Στούκας
Έτσι στο σημερινό μας άρθρο, σκεφτήκαμε να αναφερθούμε ειδικά στην πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Επανάσταση του 1821. Όπως θα δούμε η στάση της Ρωσίας είχε πολλές διακυμάνσεις και αλλαγές. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά και του Ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Στρογκανόφ, η δράση του οποίου δεν είναι ευρέως γνωστή.
Το Συνέδριο του Λάιμπαχ
Όταν άρχισε το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, βρισκόταν μαζί με τον Ιωάννη Καποδίστρια στο Λάιμπαχ (σήμερα Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας). Εκεί είχαν συγκεντρωθεί από τον Ιανουάριο του 1821 οι αυτοκράτορες της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, οι αρμόδιοι υπουργοί τους και αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στο Λάιμπαχ μεταφέρθηκε η Διάσκεψη των ηγετών της Πενταπλής Συμμαχίας που είχε αρχίσει τις εργασίες της στο Τροπάου (Troppau) της Μοραβίας τον Οκτώβριο του 1820, με θέμα την αντιμετώπιση της επανάστασης της Νεάπολης της Ιταλίας και γενικότερα την καταπολέμηση των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη. Η Διάσκεψη, που επηρεαζόταν κυρίως από τον Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών Μέτερνιχ, είχε προηγουμένως αποφασίσει την καταστολή της επανάστασης στη Νεάπολη από τον αυστριακό στρατό. Η ισχυρή όμως αντίσταση που συνάντησε ο αυστριακός στρατός, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στο Λάιμπαχ. Τότε έφτασε και η είδηση για την Επανάσταση του Πεδεμόντιου της Ιταλίας. Είχαν προηγηθεί η επανάσταση στην Ισπανία και η στάση του Συντάγματος Σιμενόφσκι στην Πετρούπολη, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Αλέξανδρο Α’.
Ο Αλέξανδρος Α’ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Στις 24 ή 25 Φεβρουαρίου 1821, ο απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη ξεκίνησε από το Ιάσιο με επιστολές προς τον Αλέξανδρο Α’ και τον Καποδίστρια. Έφτασε στο Λάιμπαχ και τις παρέδωσε λίγο πριν τις 14 Μαρτίου. Ο Υψηλάντης στόχευε στο συναίσθημα του τσάρου, παρουσιάζοντας την εξέγερση εκτεταμένη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική και τον καλούσε να εφαρμόσει άμεσα την ανατολική πολιτική της Ρωσίας:
«Η Πελοπόννησος και το Αιγαίον κινούνται, η Κρήτη ανίσταται, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, και η Μακεδονία σπεύδουσιν εις τα όπλα, η Βλαχία και η Μολδαυϊα αποτινάσσουσι τον ζυγόν, και περίτρομοι οι Τούρκοι ίστανται εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει επί ηφαιστείου, όπερ, είναι έτοιμον να τους καταπίη…»
Η Πρώτη αντίδραση του Ρώσου αυτοκράτορα ήταν θετική για τον Υψηλάντη: «Πάντοτε έλεγον, ότι ο καλός ούτος νέος έχει γενναία φρονήματα».
Όμως η επιστολή έφτασε σε χώρο και σε χρόνο που δεν ήταν ιδανικοί… Ο Μέτερνιχ επέβαλε εύκολα την άποψή του, ότι δηλαδή το κίνημα του Υψηλάντη ήταν μέρος ενός καλά οργανωμένου και συντονισμένου επαναστατικού σχεδίου που έθετε σε κίνδυνο την ηρεμία και την τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι η Ρωσία δεν είχε περιθώρια να εφαρμόσει την ανατολική πολιτική της όπως πίστευαν οι Φιλικοί και ο Υψηλάντης.
Η ρωσική αντιπροσωπεία στο Λάιμπαχ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ο Υψηλάντης ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γνωστός στον τσάρο, είχε ξεκινήσει από ρωσικό έδαφος και είχε υπαινιχθεί με προκήρυξή του ενίσχυση του κινήματός του από τη Ρωσία.
Έτσι ο Αλέξανδρος Α’ έσπευσε να συναντήσει τον αυτοκράτορα της Αυστρίας. Στη συνάντηση τους ήταν παρόντες μόνο ο Μέτερνιχ και ο Υπουργός Εξωτερικών της Πρωσίας Βέρνστροφ. Ο τσάρος διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υποσχέθηκε ότι θα τον αποδοκίμαζε και επίσης τόνισε ότι ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη.
Παρών στο Λάιμπαχ ήταν και ο Καποδίστριας ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, που βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως να επηρεάσει τον τσάρο, έτσι ώστε οι αποφάσεις του Συνεδρίου να μην είναι οι χειρότερες για την Ελληνική Επανάσταση και να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ευνοϊκές εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο στο μέλλον.
Το διάταγμα του τσάρου, παρατίθεται ολόκληρο από τον Ιωάννη Φιλήμονα. Σύμφωνα με αυτό:
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαγράφεται οριστικά από τη στρατιωτική υπηρεσία της Ρωσίας. Ο τσάρος αποδοκίμαζε έντονα το κίνημά του και τόνιζε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα ρωσικής βοήθειας. Διατασσόταν ο κόμης Βιτγενστέιν, γενικός αρχηγός των ρωσικών στρατευμάτων στον Προύθο και τη Βεσαραβία, να δείξει αυστηρότατη ουδετερότητα και αμεροληψία στις ταραχές που ξέσπασαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι αποφάσεις του τσάρου κοινοποιούνταν στον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ, ο οποίος διατασσόταν να τις γνωστοποιήσει και στην Υψηλή Πύλη, επαναλαμβάνοντας τις καθαρές διαβεβαιώσεις που είχε δώσει για την αποστασία του Βλαδιμιρέσκου.
Τόνιζε τέλος : «… ότι η πολιτική Αυτοκράτορος έστι και έσεται αλλοτρία των ραδιουργιών, δε’ ων επαπειλείται η ησυχία οποιοδήποτε τόπου…».
Ο Φιλήμων χαρακτηρίζει «σωτήριαν» τη ρήτρα της ουδετερότητας που υπήρχε στο διάταγμα. Πραγματικά η ουδετερότητα της Ρωσίας ήταν σωτήρια για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς την ίδια ώρα η Πενταπλή Συμμαχία αποφάσιζε την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ακολούθησε η επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην οποία, ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας τον επικρίνει και τον επιπλήττει, ενώ καταδικάζει τη «μυστική» εταιρεία και τα άλλα κινήματα. Ωστόσο μέσα στην επιστολή υπήρχαν κολακευτικές αναφορές για τον Υψηλάντη και προσεκτικά διατυπωμένες θετικές απόψεις για την επανάσταση: «… πολλαί περιστάσεις δικαιολογούσι την ευχή των Ελλήνων του να μην μείνωσιν εσαεί αδιάφοροι προς την βελτίωσιν της ίδιας αυτών τύχης», ενώ στη συνέχεια τονίζει ότι θα μπορούσε ο τσάρος να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο:
«… εάν υποδείξετε ημίν τα μέσα δι’ ων δύνανται να παύσωσιν αι ταραχαί, μην παραβιαζομένων των μεταξύ Ρωσίας και Πύλης συνθηκών, ο αυτοκράτωρ δεν θέλει διστάσει να παρεμβεί επί τούτω παρά τη οσμανική (οθωμανική) κυβερνήσει».
Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε από πολλούς γι’ αυτή την επιστολή.
Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στο Λάιμπαχ δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για την Ελλάδα και ήταν αναγκαίος ένας διπλωματικός ελιγμός.
Ο Καποδίστριας είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να διεξάγει σκληρό διπλωματικό αγώνα απέναντι στη συντηρητική Ευρώπη για την προστασία της Ελληνικής Επανάστασης. Έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσει οπωσδήποτε την υψηλή θέση του στη ρωσική κυβέρνηση και την εμπιστοσύνη του τσάρου.
Όπως εύστοχα γράφει ο αείμνηστος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος:
«Πραγματικά, διαφορετική στάση του θα ήταν βαρύ πολιτικό σφάλμα και τυχόν παραίτησή του τότε, θα ισοδυναμούσε με λιποταξία του από το καθήκον προς το Ελληνικό Έθνος, που εισερχόταν σε μεγάλη δοκιμασία».
Η επιστολή εκτός από την Υψηλή Πύλη, έφτασε και στον Υψηλάντη λίγο πριν το τέλος Μαρτίου 1821, ο οποίος προτίμησε να δει τα θετικά σημεία της και από την πλευρά του έστειλε επιστολές στον τσάρο και τους αξιωματικούς του. Στη δεύτερη επιστολή τόνιζε ότι ο Ρώσος αυτοκράτορας βρέθηκε στην ανάγκη να τον αποδοκιμάσει, αλλά όσα έγραφε ο Καποδίστριας ήταν ενθαρρυντικά και έπρεπε να αναμένουν τυχόν μεσολάβηση της Ρωσίας.
Η στάση της Ρωσίας μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης
Όμως και η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, βρήκε συγκεντρωμένους στο Λάιμπαχ τους εκπροσώπους της Ιεράς Συμμαχίας. Στο Συνέδριο επικράτησε μεγάλη αναστάτωση και ακολούθησαν έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις. Οι συζητήσεις του Συνεδρίου στράφηκαν γύρω από την προσβολή του «νόμιμου καθεστώτος» στην Ευρώπη από την Ελληνική Επανάσταση. Ο Μέτερνιχ ήταν ο βασικός εκφραστής των θέσεων εκείνων που θεωρούσαν ότι η Ιερά Συμμαχία έπρεπε να παρέμβει για να καταπνίξει την Επανάσταση, πολεμώντας στο πλευρό του σουλτάνου.
Στις 7 Μαΐου 1821 έγραφε ο Αυστριακός Υπουργός Εξωτερικών σε υπόμνημά του: «Ηνωμένοι αι μονάρχαι προς υποστήριξιν της διατηρήσεως πάσης νομίμου υπαρχούσης εξουσίας, δεν δύνανται να διστάσουν όπως εφαρμόσουν αμέσως την αρχήν ταύτην εις τας λίαν δυσαρέστους περιπλοκάς, αίτινες έλαβον τελευταίως χώραν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…».
Όμως ο τσάρος είχε διαφορετική άποψη. Ναι μεν ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη, όμως δεν μπορούσε να συμπράξει σε δράση υπέρ του σουλτάνου και εναντίον των ομόθρησκων Ελλήνων. Η τελική διακήρυξη του Συνεδρίου του Λάιμπαχ στις 30 Απριλίου/12 Μαΐου 1821 ήταν συμβιβαστική, καθώς στην καταδίκη των επαναστάσεων περιλήφθηκε και η ελληνική, με έμμεση μόνο μνεία.
Η μεν Αυστρία κέρδισε στο Λάιμπαχ την καταδίκη της Ελληνικής Επανάστασης, η Ρωσία όμως και ο Καποδίστριας πέτυχαν την ουδετερότητα της Ιεράς Συμμαχίας και την μη επέμβασή της εναντίον των Ελλήνων αγωνιστών.
Η ουσιαστική αυτή επιτυχία του Ιωάννη Καποδίστρια υπέρ των Ελλήνων στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, ήταν σημαντική αλλά είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα. Ήταν απαραίτητη όμως και η ενεργή ανάμειξη της Ρωσίας. Ο Καποδίστριας προσπαθούσε να επηρεάσει τον τσάρο έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένταση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πολύτιμος αρωγός του Καποδίστρια, αποδείχτηκε ο πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη Γρηγόριος Στρογκάνοφ, ο οποίος με τη θαρραλέα υποστήριξή του προς τους διωκόμενους Έλληνες στην Πόλη, τα οξύτατα διαβήματά του προς την Υψηλή Πύλη και τις εκθέσεις του προς την κυβέρνησή του, όπου περιέγραφε τις βαρβαρότητες και τις ωμότητες των Τούρκων και την προσβλητική τους συμπεριφορά προς τη ρωσική πρεσβεία, έδινε επιχειρήματα στον Καποδίστρια για να υποστηρίξει την ανάγκη στιβαρής πολιτικής της Ρωσίας απέναντι στους Οθωμανούς. Μεγάλη βοήθεια στον Καποδίστρια πρόσφερε και ο τρίτος Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (ο δεύτερος ήταν ο σαξονικής καταγωγής Νέσελροντ, που τηρούσε επιφυλακτική στάση απέναντι στους Τούυρκους) Πότζο ντι Μπόργκο, Κορσικανός στην καταγωγή, ο οποίος μάλιστα εισηγούνταν προς τον τσάρο να ακολουθήσει φιλοπόλεμη πολιτική απέναντι στους Οθωμανούς. Ο ντι Μπόργκο άλλωστε δεν κινδύνευε να παρεξηγηθεί, όπως ο Καποδίστριας, για μεροληψία υπέρ των ομοεθνών του. Πάντως είναι εντυπωσιακό ότι κανένας από τους τρεις Υπουργούς Εξωτερικών του τσάρου το 1821, δεν ήταν Ρώσος!
Η μεταστροφή του, από τη φύση του ευμετάβλητου χαρακτήρα, Αλέξανδρου Α’ προς τις απόψεις του Καποδίστρια έγινε στη Βαρσοβία, όταν κατά την επιστροφή τους από το Λάιμπαχ προς την Πετρούπολη ,ένας διπλωματικός ταχυδρόμος μετέφερε την είδηση για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από τους Τούρκους. Ο Τσάρος συγκλονίστηκε και ο Καποδίστριας βρήκε την ευκαιρία να τον πείσει ώστε να μην στείλει οδηγίες προς τον Στρογκάνοφ πριν φτάσουν στην Πετρούπολη.
Εκεί ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός υπολόγιζε να πετύχει με τη στήριξη του στρατού και της κοινής γνώμης, την έγκριση δυναμικής πολιτικής απέναντι στους Τούρκους.
Η Πύλη στο μεταξύ απέρριψε περιφρονητικά τα διαβήματα του Στρογκάνοφ υπέρ των Ελλήνων, αλλά και την πρόταση του για ρωσική μεσολάβηση, υπό τον όρο η Πύλη να σταματήσει τις σφαγές των Ελλήνων και να εγγυηθεί την ασφάλειά τους. Η ρωσική κοινή γνώμη είχε εξεγερθεί εναντίον των Τούρκων και ο τσάρος έδωσε εντολή να γίνει διακοίνωση προς την οθωμανική κυβέρνηση, αλλά να διατηρηθεί και η συνεργασία με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις που ενημερώθηκαν για τις εξελίξεις στις ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Η σύνταξη του διαβήματος ανατέθηκε στον Καποδίστρια, ο οποίος χρησιμοποίησε ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ σε παρόμοια έγγραφα ούτε επί Μεγάλης Αικατερίνης. Μάλιστα σε ορισμένα σημεία η Ρωσία εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος ολόκληρος της χριστιανικής Ευρώπης.
Επίσης, δινόταν προθεσμία οκτώ ημερών στην Πύλη για να απαντήσει. Η διακοίνωση, γνωστή ως «τελεσίγραφο Στρογκάνοφ», παραδόθηκε από τον Ρώσο πρέσβη στους Οθωμανούς στις 6 Ιουλίου 1821. Ο Στρογκάνοφ που είχε διακόψει κάθε επαφή με την Πύλη από τα μέσα Ιουνίου, τόνισε και προφορικά ότι ούτε η Ρωσία ούτε οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να μείνουν θεατές απέναντι στις τουρκικές ωμότητες.
Ο σουλτάνος θορυβήθηκε, αλλά με την ενθάρρυνση των δυτικών δυνάμεων αποφάσισε να καθυστερήσει την απάντηση στη διακοίνωση.
Στις 14 Ιουλίου οπότε έληγε η ρωσική διακοίνωση, ο Στρογκάνοφ έστειλε τον διερμηνέα της πρεσβείας Φραγκίνη στον ρεΐζ εφέντη(ανώτατο Οθωμανό αξιωματούχο) Χαμίτ μπέη και ζήτησε να απαντήσει εγγράφως στα κυριότερα σημεία της διακοίνωσης. Ο ρεΐζ εφέντης δεν έδωσε γραπτή απάντηση. Ωστόσο, είπε στον Στρογκάνοφ ότι «οι ραγιάδες ήταν υπαίτιοι οι ίδιοι επειδή αποστάτησαν» και πρόσθεσε ότι οι ναοί που καταστράφηκαν θα ανοικοδομηθούν όταν αποκατασταθεί η τάξη και ότι οι ηγεμόνες στη Μολδαβία και τη Βλαχία θα αντικατασταθούν «εν καιρώ». Ο Στρογκάνοφ θεώρησε ότι η απάντηση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική, ζήτησε την ίδια μέρα με νέα διακοίνωση τα διαβατήριά του και την άδεια για ελεύθερη έξοδο έξι πλοίων, που απαιτούνταν για τη μεταφορά του προσωπικού της πρεσβείας και των πραγμάτων του. Στις 19 Ιουλίου, η Πύλη αποφάσισε να απαντήσει στο «τελεσίγραφο Στρογκάνοφ», όμως ο Ρώσος πρέσβης δεν δέχτηκε την απάντηση, λέγοντας «είναι αργά». Ο Στρογκάνοφ ναύλωσε τρία αυστριακά πλοία, που μαζί με τρία ρωσικά που βρίσκονταν στον Βόσπορο απέπλευσαν για την Οδησσό. Στα πλοία αυτά, τα οποία δεν ελέγχθηκαν, κρύβονταν 122 Έλληνες που φυγάδευσε ο Στρογκάνοφ. Ο Διονύσιος Κόκκινος γράφει για τον Ρώσο διπλωμάτη, ότι ήταν «πραγματικός εκείνος δι’ ανυπολογίστων θυσιών φιλέλλην, την μνήμην του οποίου οφείλει να διατηρεί όχι μόνον η ελληνική ευγνωμοσύνη, αλλά και η ιστορία του ανθρωπισμού».
Η αναχώρηση του Στρογκάνοφ και η διακοίνωση της Ρωσίας προς τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, προκάλεσαν αίσθηση. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος. 180.000 Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Προύθου έτοιμοι να εισβάλλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος τελικά δεν έγινε τότε. Όμως ο Καποδίστριας πέτυχε κάτι πολύ σημαντικό. Δεν υπήρχαν πλέον για την Ευρώπη στην Ελλάδα «αποστάτες υπήκοοι του σουλτάνου», αλλά έθνος που επαναστάτησε εναντίον σκληρού και βάρβαρου κατακτητή, του οποίου την «αυτοδιοίκηση» ζητούσε η Ρωσία. Η Ελληνική Επανάσταση γραφόταν πλέον στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής διπλωματίας, σαν φλέγον ζήτημα που απαιτούσε άμεση λύση.
Η εισήγηση του Καποδίστρια για δυναμική αντιμετώπιση των Οθωμανών
Στο μεταξύ έφτασε στην Πετρούπολη η απάντηση στο τελεσίγραφο της 6ης Ιουλίου που ο Στρογκάνοφ αρνήθηκε να παραλάβει. Τον Ιούνιο, ο αγώνας στη Μολδοβλαχία ύστερα από τις μάχες του Δραγατσανίου και του Σκουλενίου, είχε σχεδόν τελειώσει. Ο σουλτάνος όμως, φοβούμενος ρωσική επίθεση, δεν αποδέσμευε στρατεύματα για την Ελλάδα. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει για τη ρωσική στάση και τις εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο: «… το διπλωματικόν τούτο βήμα της Ρωσίας έβαλε τον δεύτερον μετά την ουδετερότητα ακρογωνιαίον λίθον της αναγνωρίσεως του πολέμου των Ελλήνων ως ιερού νομίμου». Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης ο Αλέξανδρος Α’ ζήτησε από τον Καποδίστρια να μένει στο Τσάρκοε Σελό, όπου διέμενε ο ίδιος. Τον Αύγουστο του 1821 οι δύο άνδρες συζήτησαν για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η Ρωσία απέναντι στους Τούρκους αλλά και την Ελληνική Επανάσταση.
Ο τσάρος δεν ήθελε ένοπλη σύρραξη με τους Τούρκους.
«Πρέπει πάση θυσία να ευρεθεί τρόπος να αποφύγωμεν τον πόλεμον με την Τουρκίαν. Σας συνιστώ να σκεφτείτε επί τούτο και να μοι υποβάλητε εμπεριστατωμένην έκθεσιν επί του ακανθώδους τούτου ζητήματος», είπε στον Καποδίστρια.
Από την πλευρά του ο Έλληνας πολιτικός προσπάθησε να τον πείσει για την ανάγκη επίθεσης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά ο τσάρος επέμεινε στις απόψεις του και ζήτησε από τον Καποδίστρια να υποβάλλει σχετικό υπόμνημα.
Η στάση της Ρωσίας και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον Αύγουστο ως τον Δεκέμβριο του 1821
Την επόμενη μέρα της συζήτησής του με τον Καποδίστρια, ο Αλέξανδρος Α’ ζήτησε από τον Νέσελροντ, έναν ακόμα από τους Υπουργούς Εξωτερικών του όπως αναφέραμε, και τον Καποδίστρια να συντάξουν την απάντηση προς την Πύλη με τις ρωσικές απαιτήσεις και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τας «συμμάχους αυλάς», ώστε να συμπράξουν με τη Ρωσία, αν οι Οθωμανοί συνεχίσουν να απορρίπτουν τις ρωσικές προτάσεις.
Οι ενέργειες αυτές έγιναν, όμως μόνο η Πρωσία και η Γαλλία φάνηκαν πρόθυμες να στηρίξουν τη Ρωσία, την ίδια ώρα που η Πύλη δεν δεχόταν τις απαιτήσεις της Ρωσίας.
Ο Μέτερνιχ στο μεταξύ μετά από επίπονες προσπάθειες κατάφερε να επηρεάσει σε ένα βαθμό την Πρωσία, ενώ έκανε το παν για να υπομονεύσει τη θέση του Καποδίστρια στη ρωσική κυβέρνηση. Ο τσάρος όμως φαινόταν ότι είχε αποφασίσει να ακολουθήσει αυστηρή πολιτική προς τους Τούρκους. Στις 5/10, έγραφε ο Λεβτσέλνερ, πρέσβης της Αυστρίας στην Πετρούπολη:
«Τα πράγματα εδεινώθησαν και ο Καποδίστριας επικρατεί…».
Σε σύμπλευση με την Αυστρία βρισκόταν και η Αγγλία. Οι δύο χώρες απέκλειαν εντελώς τον πόλεμο και θεωρούσαν κάθε συζήτηση γι’ αυτόν πρόωρη. Η στάση τους προκάλεσε δυσαρέσκεια στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας βέβαια σε κάθε ευκαιρία τόνιζε στον τσάρο την ανάγκη για δράση, προβάλλοντας τα ρωσικά συμφέροντα που διακυβεύονταν με την αναβλητική πολιτική. Οι σύμμαχοι των Ρώσων συνιστούσαν μετριοπάθεια στον τσάρο. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Άγγλος υπουργός Londonderry: «Ίσως το αίσθημα ομιλεί υπέρ των απογόνων εκείνων, τους οποίους εδιδάχθησαν όλοι από της παιδικής των ηλικίας να σέβονται, αλλ’ ο νους, τον οποίον κάθε πολιτικός ανήρ οφείλει να τάσσει υπεράνω της καρδίας, επιβάλλει να αφεθούν οι Έλληνες εις την μοίραν των».
Οι διπλωματικές ενέργειες Αυστριακών και Άγγλων στην Κωνσταντινούπολη απέτυχαν. Τον Οκτώβριο του 1821 επικράτησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι φιλοπόλεμοι.
Ο ως τότε ρεΐζ εφέντης, Χαμίτ μπέης εξορίστηκε στη Σεβάστεια ως υποχωρητικός και αντικαταστάθηκε από τον Σαδίκ εφέντη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1821 η Πύλη ανακοίνωσε στους Ευρωπαίους μεσολαβητές ότι δέχεται να παραιτηθεί από την απαίτηση να της παραδοθούν από τη Ρωσία οι Χριστιανοί πρόσφυγες που κατέφυγαν σ’ αυτή, απέρριψε όμως όλες τις ρωσικές απαιτήσεις. Η Ρωσία δεν ικανοποιήθηκε από τη μικρή υποχώρηση των Οθωμανών και οι σχέσεις των δύο χωρών υπήρξαν κάκιστες ως το τέλος του 1821.
Grigori Alexandrovich Stroganov (1770-1857)
Νομίζουμε ότι αξίζει να κλείσουμε αυτό το άρθρο με ένα σύντομο βιογραφικό του Γκριγκόρι Στρογκάνοφ, Ρώσου διπλωμάτη και ένθερμου φιλέλληνα.
Καταγόταν πιθανότατα από την οικογένεια ευγενών Στρογκάνοφ, η πρώτη αναφορά στην οποία υπάρχει σε έγγραφα του 15ου αιώνα. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Αλέξανδρου Α’.
Ειδικός απεσταλμένος του τσάρου στην Ισπανία το 1805, πρέσβης στη Σουηδία το 1812 και στην Κωνσταντινούπολη από το 1816. Η υποστήριξή του προς τους Έλληνες, έκανε την Πύλη να τον θεωρεί ως «ευρισκόμενον εις ανταπόκρισιν μετά των ανταρτών». Ο Διονύσιος Κόκκινος, γράφει ότι «αυτός ήτο ο άνθρωπος που κατόρθωσε να μεταβάλλει δια την ευρωπαϊκήν διπλωματίαν την ελληνικήν εξέγερσιν από ‘’αποστασίας υπηκόων του σουλτάνου΄΄ εις ‘’επανάστασιν των Ελλήνων’’, δηλαδή εις ζήτημα άξιον της επεμβάσεως των Δυνάμεων». Το 1826 ο Στρογκάνοφ (ακολουθούμε τον τονισμό στην παραλήγουσα όπως η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΎ ΕΘΝΟΥΣ και ο Διονύσιος Κόκκινος), υπήρξε μέλος του ποινικού δικαστηρίου που έκρινε τους «Δεκεμβριστές», που ήταν αντίθετοι με το τσαρικό καθεστώς.
Επίλογος
Απ’ όλα όσα αναφέραμε, προκύπτει νομίζουμε ότι η «ευμενής ουδετερότητα» της Ρωσίας κατά το 1821 ήταν αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, της ευφυούς πολιτικής του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’, διακατεχόταν από φιλελληνικά αισθήματα, αλλά ήταν αναβλητικός. Οι ραδιουργίες του Μέτερνιχ οπωσδήποτε απέτρεψαν μια πιο ενεργή συμμετοχή της Ρωσίας στην Ελληνική Επανάσταση, έστω και έμμεσα.
Όμως η επιτυχία του Καποδίστρια να μετατραπεί ο Αγώνας του 1821 από αποστασία ταραξιών, σε εθνική επανάσταση των Ελλήνων, όχι μόνο έδωσε ώθηση στον Αγώνα αλλά και έβαλε τις βάσεις για την απελευθέρωση της χώρας μας.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τόμος 1, 6η Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ».