Από: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας
Αντίθετα σχεδόν άγνωστη και παραγνωρισμένη είναι η λεγόμενη «βαλκανική εκστρατεία» του Αλέξανδρου το 335 π.Χ. με την οποία εξασφάλισε τα νώτα του, πριν ξεκινήσει την εκστρατεία του στην Ασία.
Ο Αλέξανδρος στον θρόνο
Μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φίλιππου, ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας (φθινόπωρο του 336 π.Χ.). Στους Μακεδόνες είπε ότι μόνο το όνομα του βασιλιά άλλαξε στο κράτος και τίποτε άλλο. Ο Αλέξανδρος όταν ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τη συνέλευση, όπως συνηθιζόταν στη Μακεδονία, ήταν μόλις είκοσι ετών.
Ωστόσο είχε φροντίσει να δώσει δείγματα των μεγάλων ικανοτήτων του νωρίτερα. Η διπλωματικότητα με την οποία αντιμετώπισε ως δεκαεξάχρονος αντιβασιλέας την πρεσβεία των Περσών στην Πέλλα, η νίκη που πέτυχε μόνος του λίγο καιρό αργότερα εναντίον του θρακικού φύλου των Μαίδων που είχαν στασιάσει και, κυρίως, η τεράστια συμβολή του στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. είχαν εδραιώσει το κύρος του στον μακεδονικό στρατό.
Αφού σταθεροποίησε τη θέση του ως βασιλιάς της Μακεδονίας εξουδετερώνοντας εκείνους που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον θρόνο και εξασφάλισε τη σύμπραξη των ελληνικών πόλεων, εκτός από τη Σπάρτη, ανακηρύχθηκε από το Συνέδριο της Κορίνθου ταυτόχρονα «στρατηγός αυτοκράτωρ» στον πόλεμο που αναλάμβαναν οι Έλληνες εναντίον των Περσών. Ο Αλέξανδρος αποφάσισε να καταστείλει αρχικά τις εξεγέρσεις των βαρβάρων στα βόρεια και δυτικά σύνορα της Μακεδονίας.
Έτσι θα μπορούσε απερίσπαστος να προετοιμάσει την εκστρατεία του στην Ασία.
«Αυτόνομοι» Θράκες – Τριβαλλοί – Γέτες – Ο Αλέξανδρος περνά τον Δούναβη
Ο Αλέξανδρος άφησε την Πέλλα τον Αντίπατρο και εκστράτευσε πρώτα εναντίον των «αυτονόμων» Θρακών και των Τριβαλλών, οι οποίοι καθώς πιέζονταν από τους Γέτες που κατείχαν την περιοχή βόρεια του ποταμού Ίστρου (Δούναβη), αποτελούσαν κίνδυνο για το βασίλειό του.
Την άνοιξη του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με τον στρατό του από την Αμφίπολη, την οποία χρησιμοποιούσε ως στρατιωτική και ναυτική βάση, πέρασε ανάμεσα από τους Φιλίππους και το όρος Όρβηλος και μπήκε στη χώρα των «αυτόνομων» Θρακών, στους οποίους ο Φίλιππος είχε δώσει αυτονομία. Ωστόσο, τόσο αυτοί όσο και οι Τριβαλλοί όπως αναφέραμε, είχαν στασιάσει. Ο Αρριανός γράφει ότι ο Αλέξανδρος δεν θεωρούσε καλό να φύγει για πολύ μακρινή εκστρατεία αφήνοντας πίσω του εχθρικούς γείτονες, χωρίς να τους ταπεινώσει: «Και άμα ομόρους όντας ουκ εδόκει υπολείπεσθαι ότι μη πάντη ταπεινωθέντας ούτω μακράν από της οικείας στελλόμενον». Αφού πέρασε τον Νέστο έφτασε σε δέκα ημέρες στον Αίμο. Εκεί, στον αυχένα της Σίπκας οι Θράκες είχαν σχηματίσει φράγμα με άμαξες για να πολεμούν πίσω από αυτές, αλλά και για να τις κυλήσουν από ψηλά εναντίον των Μακεδόνων που θα ανέβαιναν ορμητικά στην κορυφή. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γ. Σφακιανός στο βιβλίο του «Πριν από την Ασία»:
«Ο αυχένας της Σίπκας στην οροσειρά του Αίμου, έχει υψόμετρο 1.300 μέτρα και δεξιά και αριστερά το βουνό έχει ύψος πάνω από 1.600 μέτρα, που ήταν γεμάτα χιόνι. Στο σημείο αυτό είχαν οχυρωθεί οι Θράκες. Ακριβώς στον αυχένα του περάσματος, είχαν τοποθετήσει δεκάδες κάρα και άμαξες γεμάτες πέτρες».
Ο Αλέξανδρος δεν είχε μαζί του κανέναν από τους έμπειρους στρατηγούς του Φίλιππου. Ωστόσο φρόντισε να δώσει απτά δείγματα της στρατιωτικής ευφυΐας του. Αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον των Θρακών με τη φάλαγγα. Αντιλήφθηκε όμως τα σχέδια των αντιπάλων και έδωσε την εξής εντολή στους άνδρες της φάλαγγας. Όσοι βρεθούν σε ευρύχωρο σημείο να παραμερίσουν προς τα άκρα και ν’ αφήσουν άνοιγμα ώστε να περάσουν από αυτό οι άμαξες, ενώ όσοι βρεθούν σε στενό χώρο, να πέσουν αμέσως στη γη και να σκεπαστούν με τις ασπίδες τους τοποθετώντας τη μία δίπλα στην άλλη, έτσι ώστε να περάσουν πάνω από αυτές οι άμαξες χωρίς να τους βλάψουν.
Παράλληλα, οι τοξότες προωθήθηκαν δεξιά από τους «αυτόνομους» Θράκες όπου το έδαφος ήταν ευνοϊκότερο, ενώ ο Αλέξανδρος με το άγημα, τους υπασπιστές και τους συμμάχους του Αγριάνες, θα χτυπούσαν από αριστερά.
Καθώς η φάλαγγα προχωρούσε, οι Θράκες κύλησαν τις άμαξες. Χάρη όμως στον ευφυή σχεδιασμό του Αλέξανδρου, δεν υπήρξαν νεκροί («απέθανε δε ουδείς υπό ταις αμάξαις») μεταξύ των ανδρών της φάλαγγας, παρά μόνο μικροτραυματισμοί. Μόλις πέρασε ο κίνδυνος από τις άμαξες, οι Μακεδόνες της φάλαγγας όρμησαν με φωνές εναντίον των Θρακών, ενώ οι τοξότες τους χτυπούσαν από δεξιά με βέλη. Οι, ελαφρά οπλισμένοι, Θράκες απωθήθηκαν από τους άνδρες της φάλαγγας.
Οι υπόλοιποι όταν πλησίασε ο Αλέξανδρος από τα αριστερά πέταξαν τα όπλα και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί, καθώς ήταν ταχύτατοι και γνώριζαν καλά την περιοχή ξέφυγαν, γλιτώνοντας την αιχμαλωσία. Συνολικά 1.500 «αυτόνομοι» Θράκες έπεσαν νεκροί. Λίγοι άνδρες αιχμαλωτίστηκαν, όμως τα γυναικόπαιδα που τους ακολουθούσαν και πολλά λάφυρα έπεσαν στα χέρια των Μακεδόνων. Η λεία, μετά από διαταγή του Αλέξανδρου, δόθηκε στον Λυσανία και τον Φιλώτα για να τη διανείμουν.
Ο Αλέξανδρος αφού πέρασε με τον στρατό του τον Αίμο, προχώρησε προς τη χώρα των Τριβαλλών που ήταν εγκατεστημένοι ανάμεσα στον Αίμο και τον Ίστρο (Δούναβη) και έφτασε στον ποταμό Λύγινο (απόσταση πορείας τριών ημερών από τον Ίστρο). Ο βασιλιάς των Τριβαλλών Σύρμος μόλις έμαθε την παρουσία των Μακεδόνων στην περιοχή, έστειλε τα γυναικόπαιδα στο νησί Πεύκη του Ίστρου. Εκεί είχαν καταφύγει και όσοι Θράκες δεν είχαν αιχμαλωτιστεί.
Στην Πεύκη έφτασε και ο Σύρμος με τη φρουρά του. Όμως η κύρια δύναμη των Τριβαλλών στρατοπέδευσε πίσω από τον Λύγινο, ενώ ο Αλέξανδρος κινήθηκε βορειότερα.
Όταν όμως πληροφορήθηκε τις κινήσεις τους, στράφηκε εναντίον τους και τους συνάντησε στρατοπεδευμένους σε δάσος κοντά στον Λύγινο. Ο Αλέξανδρος διάλεξε θέση που δεν ήταν ορατή από τους εχθρούς, παρέταξε τη φάλαγγα με διάταξη σε βάθος και τοποθέτησε τρεις ίλες ιππικού μπροστά της. Για να παρασύρει τους Τριβαλλούς, διέταξε τους τοξότες και τους σφενδονήτες (πεζοί άνδρες εξοπλισμένοι με σφενδόνη από την οποία εκτοξεύονταν πέτρινα ή πήλινα βλήματα), να τους χτυπήσουν. Οι Τριβαλλοί παρασύρθηκαν και ο Αλέξανδρος έστειλε δύο ίλες ιππικού από τα πλάγια εναντίον τους, ενώ ο ίδιος με τη φάλαγγα και η τρίτη ίλη του ιππικού, επιτέθηκαν κατά μέτωπον. Οι Τριβαλλοί αρχικά αντιστάθηκαν γενναία. Όμως με την επίθεση της φάλαγγας και των ιππέων, εγκατέλειψαν τη μάχη φεύγοντας μέσα από το δάσος προς το ποτάμι. Κατά τη φυγή τους σκοτώθηκαν 3.000.
Οι Μακεδόνες είχαν 11 ιππείς νεκρούς και περίπου 40 πεζούς. Λίγοι Τριβαλλοί αιχμαλωτίστηκαν καθώς το δάσος ήταν πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αλέξανδρος έφτασε στον Ίστρο.
Εκεί συνάντησε και τα πλοία που είχε δώσει εντολή να έρθουν από το Βυζάντιο. Είναι εντυπωσιακές οι γεωγραφικές γνώσεις του, μόλις 21 ετών Αλέξανδρου, χάρη στις οποίες συνάντησε τα πλοία του στην καθορισμένη θέση και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή! Αφού επιβίβασε όσους άνδρες μπορούσε στα πλοία, επιδίωξε να καταλάβει την Πεύκη.
Όμως δεν τα κατάφερε, λόγω της σθεναρής αντίστασης των βαρβάρων, των απότομων ακτών του νησιού, του ισχυρού ρεύματος του ποταμού και των ανεπαρκών στρατιωτικών δυνάμεων που διέθετε. Έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια, αποφάσισε όμως να χτυπήσει τους Γέτες που βρίσκονταν στην απέναντι, βόρεια όχθη του Ίστρου (4.000 ιππείς και 10.000 περίπου πεζοί). Οι Γέτες ως το 340 π.Χ. ήταν σύμμαχοι με τον Φίλιππο ο οποίος νίκησε τον βασιλιά των Σκυθών Ατέα που τους καταπίεζε.
Ο Αλέξανδρος έδειξε από τότε την επιθυμία του να κάνει δύσκολα πράγματα και να προχωρήσει σε άγνωστα μέρη: «πόθος έλαβεν αυτόν επ’ εκείνα του Ίστρου ελθείν». Έτσι, καθώς ο ίδιος θα οδηγούσε τα πλοία, έδωσε εντολή στα υπόλοιπα στρατεύματα να τον ακολουθήσουν, χρησιμοποιώντας ως πλωτά μέσα τα μονόξυλα των ντόπιων, καθώς και τα δερμάτινα αντίσκηνά τους που θα γέμιζαν με ξερόχορτα που αφθονούσαν στην περιοχή. Έτσι πέρασαν μέσα στη νύχτα στην άλλη όχθη του Δούναβη 4.000 πεζοί και 1.500 ιππείς, οι οποίοι το πρωί, κρυμμένοι μέσα στα ψηλά στάχυα, επιτέθηκαν στους εμβρόντητους Γέτες, που δεν περίμεναν οι Μακεδόνες να περάσουν τον Ίστρο μέσα στη νύχτα χωρίς να στήσουν γέφυρες.
Έτσι γρήγορα έτρεξαν να οχυρωθούν στην πόλη τους, τα τείχη της οποίας όμως δεν ήταν ανθεκτικά. Καθώς ο Αλέξανδρος με τον στρατό τον έφτασε κι εκεί, ανέβηκαν με τα γυναικόπαιδα πανικόβλητοι στα άλογά τους και χάθηκαν «στις ερημιές της ενδοχώρας τους» (J.G. Droysen).
Ο Αλέξανδρος κατέλαβε την πόλη και πήρε ό,τι άφησαν πίσω τους οι Γέτες. Τα λάφυρα, τα έστειλε στον Μελέαγρο και τον Φίλιππο για να τα μεταφέρουν στη Μακεδονία.
Στη συνέχεια, αφού κατέσκαψε την πόλη των Γετών, θυσίασε στην όχθη του Ίστρου, στον Δία Σωτήρα, τον Ηρακλή και τον Ίστρο, τον θεό του ποταμού, επειδή δεν τους εμπόδισε να τον διαπλεύσουν και επέστρεψε με όλους τους άνδρες σώους, στο στρατόπεδό τους.
Εκεί έφτασαν πρέσβεις του Σύρμου, βασιλιά των Τριβαλλών και των Κελτών, που κατοικούσαν στον «Ιόνιο Κόλπο», δηλαδή στον μυχό της Αδριατικής. Όλοι ζήτησαν τη φιλία του Μακεδόνα βασιλιά.
Ο Αλέξανδρος ρώτησε τους πρέσβεις των Κελτών «τι φοβούνται περισσότερο στον κόσμο», προσδοκώντας αυτάρεσκα να του απαντήσουν «εσένα». Εκείνοι του απάντησαν αγέρωχα: «Τίποτα! Εκτός κι αν μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι» («Έφασαν δεδιέναι μήποτε ο ουρανός αυτοίς εμπέσι» ,πρόκειται για τη γνωστή κι από τον «Αστερίξ» φράση).
Ο Αλέξανδρος τους γέμισε δώρα, κατευοδώνοντας Κέλτες και Τριβαλλούς σαν φίλους. Άλλωστε τους είχε απόλυτη ανάγκη εν όψει της εκστρατείας του στην Ασία.
Ιλλυριοί – Ταυλάντιοι – Αυταριάτες: οι σκληροί αντίπαλοι του Αλέξανδρου, υποτάσσονται στον Μακεδόνα στρατηλάτη
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τη χώρα των Αγριάνων, που πιστεύεται ότι καλύπτει τη σημερινή ΒΔ Θράκη και αντιστοιχεί στο δυτικό τμήμα της Βουλγαρίας και τμήμα του ελλαδικού χώρου. Από τους Αγριάνες κατά την επικρατέστερη εκδοχή, κατάγονταν οι Πομάκοι.
Στη συνέχεια κινήθηκε νοτιότερα προς τη χώρα των Παιόνων (στα σημερινά Σκόπια και τη Δυτική Βουλγαρία). Εκεί πληροφορήθηκε ότι είχε επαναστατήσει ο Κλείτος, γιος του ηγεμόνα των Ιλλυριών Βαρδύλη, τον οποίο είχε νικήσει ο Φίλιππος στην αρχή της βασιλείας του. Μαζί του συμμάχησε και ο βασιλιάς των Ταυλαντίων Γλαυκίας. Οι Ταυλάντιοι κατοικούσαν στα σημερινά αλβανικά εδάφη, βόρεια του ποταμού Γενούσου. Αλλά και μια άλλη βαρβαρική φυλή, οι Αυταριάτες που κατοικούσαν μεταξύ των ποταμών Βρόγγου (παραπόταμου του Δούναβη) και Άγγρου (σήμ. Μοράβα).
Οι Αυταριάτες που ζούσαν στην περιοχή του σημερινού Κοσσυφοπεδίου ήταν αρχαίο ιλλυρικό φύλο που εξαφανίστηκε λόγω των συγκρούσεων με τους Θράκες και τους υπόλοιπους Ιλλυριούς. Κυριότερο κέντρο τους ήταν η πόλη Σάλων. Σε αυτή την πολύ δύσκολη στιγμή, μεγάλη βοήθεια πρόσφερε στον Αλέξανδρο ο βασιλιάς των Αγριάνων Λάγγαρος, ο οποίος τον γνώριζε και τον εκτιμούσε πολύ, από την εποχή που ζούσε ο Φίλιππος. Ανέλαβε, αφού συνεννοήθηκε πρώτα με τον Αλέξανδρο ,να εξοντώσει τους Αυταριάτες, για να μην συμμαχήσουν με τους Ιλλυριούς και τους Ταυλάντιους.
Πραγματικά επέδραμε εναντίον των Αυταριατών και «ήγεν και έφερεν την χώραν αυτών» (Αρριανού, «Αλεξάνδρου Ανάβασις» Α’, 5). Δηλαδή τη λεηλάτησε και την έκανε άνω κάτω. Ο Αλέξανδρος πρόσφερε πλούσια δώρα στον Λάγγαρο και του υποσχέθηκε ότι μόλις γύριζε στην Πέλλα θα του έδινε ως σύζυγο την ετεροθαλή αδελφή του (κόρη του Φίλιππου και της Ιλλύριας πριγκίπισσας Αυδάτης), Κύνα ή Κυνάνη. Όμως ο Λάγγαρος όταν επέστρεψε στην πατρίδα του αρρώστησε και πέθανε.
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος κινήθηκε με τον στρατό του προς το σημείο όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Κλείτος.
Οι άριστα γυμνασμένοι Μακεδόνες στρατιώτες, μπορούσαν να βαδίσουν οπλισμένοι ως και πενήντα χιλιόμετρα την ημέρα. Ο Αλέξανδρος από το υψίπεδο του Πριλάπου (σήμ. Περλεπέ), έφτασε στην κοιλάδα του ποταμού Εριγώνος (σήμ. Τσέρνα) και βγήκε στην πεδιάδα της Πελαγονίας, ανάμεσα στο σημερινό Μοναστήρι (Μπίτολα) και τη Φλώρινα. Στη συνέχεια διέσχισε τον αυχένα του σημερινού Πισοδερίου και μέσω της Κρυσταλλοπηγής βγήκε στην κοιλάδα του Άνω Εορδαϊκού (πρόκειται για τον ποταμό της Αλβανίας Devol ή Δεβόλη). Στην έξοδο της κοιλάδας υπήρχε η οχυρή πόλη Πήλιο ή Πέλλιο. Όταν έφτασε εκεί ο Αλέξανδρος, υποχρέωσε τον Κλείτο με τους άνδρες του να κλειστούν μέσα στην οχυρή πόλη. Η θέση του Πηλίου εντοπίστηκε με αρκετή ακρίβεια από τον Barbie du Bocage,στα περίχωρα της σημερινής Κορυτσάς, εκεί που ο Εορδαϊκός(Δεβόλης) ανοίγει τον δρόμο του προς τα δυτικά.
Την επόμενη μέρα όμως έφτασε και ο Γλαυκίας με μεγάλη δύναμη Ταυλαντίων πολεμιστών. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε πλέον να καταλάβει το Πήλιο με έφοδο, γιατί θα τον χτυπούσαν τόσο οι αμυνόμενοι, όσοι και οι Ταυλάντιοι από τα νώτα του.
Ένα απόσπασμα με επικεφαλής τον Φιλώτα, που έστειλε να φέρει προμήθειες κινδύνευσε να εξοντωθεί από τους Ταυλάντιους και σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Αλέξανδρου με τους υπασπιστές του και τους τοξότες. Έτσι, ο Μακεδόνας βασιλιάς αποφάσισε να κάνει πόλεμο νεύρων στον εχθρό.
«Πραγματοποίησε μερικές ανακατατάξεις της φάλαγγας και τελικά, τάσσοντάς την σαν σφήνα, την έστρεψε στα κατεχόμενα από τους Ιλλυριούς υψώματα, μπροστά στα μάτια των κατάπληκτων «βαρβάρων» (Β. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ-Δ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ»).
Ο Συνταγματάρχης Dodge γράφει γι’ αυτό τον ελιγμό:
«Ουδέποτε ένα τόσο περίεργο, τόσο μεγαλειώδες τέχνασμα είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως στον πόλεμο, ούτε έκτοτε χρησιμοποιήθηκε».
Ο Αλέξανδρος όμως δεν ήταν ικανοποιημένος, καθώς οι εχθρικές δυνάμεις παρέμεναν ανέπαφες. Στρατοπέδευσε αρκετά νοτιότερα από τον Εορδαϊκό και παρακολουθούσε τις κινήσεις των Ιλλυριών και των Ταυλαντίων. Μετά από τρεις μέρες πληροφορήθηκε ότι ο Κλείτος και ο Γλαυκίας είχαν στρατοπεδεύσει άτακτα, χωρίς να έχουν λάβει κανένα μέτρο προστασίας.
Έτσι ο Αλέξανδρος πέρασε τη νύχτα κρυφά τον Εορδαϊκό με τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τις τάξεις της φάλαγγας του Περδίκκα και του Κοίνου. Τελικά, καθώς βρήκε ευκαιρία επιτέθηκε μόνο με τους Αγριάνες. Οι αντίπαλοί του στην κυριολεξία πιάστηκαν στον ύπνο. Άλλοι σκοτώθηκαν επί τόπου και άλλοι προσπαθώντας να διαφύγουν. Κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ άλλοι κατάφεραν να ξεφύγουν χωρίς τα όπλα τους. Ο Αλέξανδρος τους καταδίωξε ως τα βουνά των Ταυλαντίων. Ο Κλείτος αρχικά έφυγε από το Πήλιο, έπειτα όμως επέστρεψε και έκαψε την πόλη, για να καταφύγει τελικά κι αυτός στους Ταυλάντιους.
Έτσι τελείωσε με απόλυτη επιτυχία η «βαλκανική εκστρατεία» του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο είκοσι ενός ετών βασιλιάς, φρόντισε να δείξει από τότε (335 π.Χ.), ορισμένες από τις πτυχές της απαράμιλλης στρατιωτικής ιδιοφυΐας του που ξεδίπλωσε στις πολεμικές επιχειρήσεις του στην Ασία. Οι «βάρβαροι» γείτονες της Μακεδονίας, δεν κινήθηκαν πάλι εναντίον της. Και ο Αλέξανδρος πέτυχε τις θριαμβευτικές νίκες στην Ασία, που του έδωσαν τον «τίτλο» Μέγας και τον έκαναν θρύλο, όχι μόνο για τους συμπατριώτες του Έλληνες, αλλά και πολλούς ακόμα λαούς.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τόμος Δ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ J
JOHANN GUSTAV DROUZEN, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ»
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ».
J.F.C. FULLER, «Η ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑ, 12η ΕΚΔΟΣΗ, 2005
Β. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ – Δ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ, «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, 1992.
Πηγή χάρτη: « ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.