Στις 4 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ (Αντώνης Σρόιτερ) απάντησε σε ερώτηση για το αν επικρατεί προβληματισμός στην στρατιωτική ηγεσία για την μελλοντική υποστήριξη των ρωσικής προελεύσεως οπλικών συστημάτων σε ελληνική υπηρεσία: “Αποτελούν επιλογές άλλων δεκαετιών, περασμένων δεκαετιών. Η χώρα δεν προτίθεται να αγοράσει κανένα αμυντικό σύστημα από τη Ρωσία. Θα διαχειριστούμε την πραγματικότητα όσο καλύτερα μπορούμε. Δεν είναι όμως αμυντικά συστήματα τα οποία είναι κρίσιμα για την εθνική άμυνα”.
Από: doureios.com / Σάββας Δ. Βλάσσης
Το κατά πόσο είναι “κρίσιμα” για την εθνική άμυνα, δηλαδή για το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι σε κάθε περίπτωση σχετικό. Για πολιτικούς λόγους, ο πρωθυπουργός προτίμησε να υποβαθμίσει το ζήτημα, που όμως έχει μια αρκετά σημαντική διάσταση ως προς την επίδραση που μπορούν να έχουν στην ελληνική άμυνα τα μείζονα οπλικά συστήματα ρωσικής προελεύσεως.
Η επίδραση όμως κάθε οπλικού συστήματος, στηρίζεται πάντα σε δύο παράγοντες. Στον δείκτη επιχειρησιακής διαθεσιμότητος και στο τεχνολογικό επίπεδο – επιδόσεις. Πρόκειται για δύο μεταβλητούς παράγοντες. Όπως είναι αυτονόητο, εάν τα οπλικά συστήματα υποστηρίζονται κανονικά, τότε είναι μια μετρήσιμη κι όχι θεωρητική δύναμη στον συσχετισμό ισχύος. Εάν είναι παλαιάς τεχνολογίας, επίσης έχουν μια συμβολική παρουσία και η απόδοσή τους μπορεί να είναι περιορισμένη, στην περίπτωση όμως που έχουν υποβληθεί σε κάποιο πρόγραμμα αναβαθμίσεως, σίγουρα έχουν να προσφέρουν.
Τους δείκτες επιχειρησιακής διαθεσιμότητος μειζόνων οπλικών συστημάτων όπως τα αντιαεροπορικά S-300PMU1, TOR-M1 και OSA-AK, γνωρίζει η στρατιωτική ηγεσία. Επειδή αυτή η ενημέρωση είναι βέβαιο ότι έχει μεταβιβασθεί στον πρωθυπουργό, η παραπάνω τοποθέτησή του, παραπέμπει σε αρνητικούς δείκτες. Ωστόσο, επειδή η απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός πρέπει να αξιολογείται κατά βάση ως πολιτική, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κατάσταση βρίσκεται κάπου στην μέση.
Το βέβαιο όμως είναι, ότι ενώ οι επιχειρησιακοί χρήστες έχουν μελετήσει κι έχουν εισηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια προγράμματα για εκσυγχρονισμό αυτών των συστημάτων, δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως κάτι συγκεκριμένο. Καθώς προτάσεις αναβαθμίσεως μπορούσαν να αναζητηθούν και σε συμμαχικές χώρες, όπως επί παραδείγματι για τα συστήματα OSA-AK πρόταση από την Πολωνία, είναι αυτονόητο ότι η αδράνεια επήλθε ως αποτέλεσμα των μειωμένων επενδύσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις επί σειρά ετών.
Η σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά και οι προηγούμενες στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν δείξει ότι παλαιά συστήματα ρωσικής προελεύσεως, εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα. Στις 7 Μαρτίου, οι Ουκρανοί υποστήριξαν ότι ένα μαχητικό υψηλών επιδόσεων Su-30SM καταρρίφθηκε από σύστημα OSA-AKM, χωρίς όμως να έχουν υπάρξει επιβεβαιωτικά στοιχεία. Ακόμη και αν δεν ευσταθεί η είδηση, το TOR-M1 του Ελληνικού Στρατού έχει αυξημένες ικανότητες ενώ από κάθε άποψη και το παλαιότερο OSA-AK μπορεί να αντιμετωπίσει εναέριους στόχους χαμηλοτέρων επιδόσεων, όπως ελικόπτερα ή UAV. Το τελευταίο, απεδείχθη και στην πρόσφατη αναμέτρηση των Αρμενίων με τους Αζέρους.
Επομένως, τα ρωσικής προελεύσεως οπλικά συστήματα, μπορούν να αποδώσουν ικανοποιητικώς και θα είχαν ακόμη μεγαλύτερες ικανότητες εφόσον είχαν υποβληθεί σε κάποια προγράμματα εκσυγχρονισμού τα προηγούμενα έτη. Εάν είχε συμβεί αυτό, δεν θα αποτελούσε σήμερα ιδιαιτέρως επιτακτική ανάγκη η αντικατάστασή τους, όπως υπονόησε ο πρωθυπουργός, απαιτώντας όμως μια διόλου ευκαταφρόνητη αφιέρωση χρημάτων για την προμήθεια αντικαταστατών.
Το κατά πόσο είναι “κρίσιμα” για την εθνική άμυνα, δηλαδή για το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι σε κάθε περίπτωση σχετικό. Για πολιτικούς λόγους, ο πρωθυπουργός προτίμησε να υποβαθμίσει το ζήτημα, που όμως έχει μια αρκετά σημαντική διάσταση ως προς την επίδραση που μπορούν να έχουν στην ελληνική άμυνα τα μείζονα οπλικά συστήματα ρωσικής προελεύσεως.
Η επίδραση όμως κάθε οπλικού συστήματος, στηρίζεται πάντα σε δύο παράγοντες. Στον δείκτη επιχειρησιακής διαθεσιμότητος και στο τεχνολογικό επίπεδο – επιδόσεις. Πρόκειται για δύο μεταβλητούς παράγοντες. Όπως είναι αυτονόητο, εάν τα οπλικά συστήματα υποστηρίζονται κανονικά, τότε είναι μια μετρήσιμη κι όχι θεωρητική δύναμη στον συσχετισμό ισχύος. Εάν είναι παλαιάς τεχνολογίας, επίσης έχουν μια συμβολική παρουσία και η απόδοσή τους μπορεί να είναι περιορισμένη, στην περίπτωση όμως που έχουν υποβληθεί σε κάποιο πρόγραμμα αναβαθμίσεως, σίγουρα έχουν να προσφέρουν.
Τους δείκτες επιχειρησιακής διαθεσιμότητος μειζόνων οπλικών συστημάτων όπως τα αντιαεροπορικά S-300PMU1, TOR-M1 και OSA-AK, γνωρίζει η στρατιωτική ηγεσία. Επειδή αυτή η ενημέρωση είναι βέβαιο ότι έχει μεταβιβασθεί στον πρωθυπουργό, η παραπάνω τοποθέτησή του, παραπέμπει σε αρνητικούς δείκτες. Ωστόσο, επειδή η απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός πρέπει να αξιολογείται κατά βάση ως πολιτική, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κατάσταση βρίσκεται κάπου στην μέση.
Το βέβαιο όμως είναι, ότι ενώ οι επιχειρησιακοί χρήστες έχουν μελετήσει κι έχουν εισηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια προγράμματα για εκσυγχρονισμό αυτών των συστημάτων, δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως κάτι συγκεκριμένο. Καθώς προτάσεις αναβαθμίσεως μπορούσαν να αναζητηθούν και σε συμμαχικές χώρες, όπως επί παραδείγματι για τα συστήματα OSA-AK πρόταση από την Πολωνία, είναι αυτονόητο ότι η αδράνεια επήλθε ως αποτέλεσμα των μειωμένων επενδύσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις επί σειρά ετών.
Η σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά και οι προηγούμενες στο πρόσφατο παρελθόν, έχουν δείξει ότι παλαιά συστήματα ρωσικής προελεύσεως, εξακολουθούν να είναι επικίνδυνα. Στις 7 Μαρτίου, οι Ουκρανοί υποστήριξαν ότι ένα μαχητικό υψηλών επιδόσεων Su-30SM καταρρίφθηκε από σύστημα OSA-AKM, χωρίς όμως να έχουν υπάρξει επιβεβαιωτικά στοιχεία. Ακόμη και αν δεν ευσταθεί η είδηση, το TOR-M1 του Ελληνικού Στρατού έχει αυξημένες ικανότητες ενώ από κάθε άποψη και το παλαιότερο OSA-AK μπορεί να αντιμετωπίσει εναέριους στόχους χαμηλοτέρων επιδόσεων, όπως ελικόπτερα ή UAV. Το τελευταίο, απεδείχθη και στην πρόσφατη αναμέτρηση των Αρμενίων με τους Αζέρους.
Επομένως, τα ρωσικής προελεύσεως οπλικά συστήματα, μπορούν να αποδώσουν ικανοποιητικώς και θα είχαν ακόμη μεγαλύτερες ικανότητες εφόσον είχαν υποβληθεί σε κάποια προγράμματα εκσυγχρονισμού τα προηγούμενα έτη. Εάν είχε συμβεί αυτό, δεν θα αποτελούσε σήμερα ιδιαιτέρως επιτακτική ανάγκη η αντικατάστασή τους, όπως υπονόησε ο πρωθυπουργός, απαιτώντας όμως μια διόλου ευκαταφρόνητη αφιέρωση χρημάτων για την προμήθεια αντικαταστατών.