Είναι ξεκάθαρο πως ο μεγάλος χαμένος μίας κρίσης φυσικού αερίου θα είναι η Ευρώπη – χωρίς καν να λάβουμε υπ’ όψιν το σενάριο της δημιουργίας ενός Αφγανιστάν εντός της, μίας προσφυγικής κρίσης άνευ προηγουμένου ή ενός πυρηνικού πολέμου. Από την άλλη πλευρά, είναι σωστό να στηριχθεί η Ουκρανία που αντιμετωπίζει μία τέτοια εισβολή και καταστροφή – χωρίς όμως κάτι τέτοιο να αιτιολογεί ένα τόσο μεγάλο τίμημα, όπως είναι η αυτοκτονία μίας ολόκληρης ηπείρου. Προφανώς δε, όλα αυτά είναι γνωστά στον πρόεδρο της μαρτυρικής Ουκρανίας που όμως επιμένει – εμφανιζόμενος σε όποια Κοινοβούλια του το επιτρέπουν, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες για τους Πολίτες τους. Γιατί λοιπόν επιμένει; Δεν τον ενδιαφέρει τι θα συμβεί σε όλους τους άλλους, αλλά μόνο στη χώρα του; Εάν ισχύει, οπότε θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους του, πρέπει να βοηθηθεί με όπλα; Οι ΗΠΑ επιμένουν μόνο επειδή εξυπηρετούνται οι δικές τους γεωπολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις, αδιαφορώντας για το τεράστιο κόστος της Ευρώπης; Γιατί τον κάλεσε στην ελληνική Βουλή ο πρωθυπουργός; Πρέπει να παρίστανται οι βουλευτές στο διάγγελμα του; Δύσκολα ερωτήματα που όμως επείγει να απαντηθούν – ενώ δεν πρέπει να χαθεί η ελπίδα μίας ειρηνικής Ευρώπης που ασφαλώς δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει τόσο την Ουκρανία, όσο και τη Ρωσία που δεν είναι συνώνυμη με τον Putin.
Από: analyst.gr - Βασίλης Βιλιάρδος
Ανάλυση
Η εισβολή του Putin στην Ουκρανία είναι απαράδεκτη, ενώ δεν είναι δυνατόν να επικαλείται τους νεοναζί στη χώρα – αφού πρόκειται μόνο για 2.500 στρατιώτες σε σύνολο άνω των 250.000, ενώ στις εκλογές είχαν ποσοστά κάτω του 3%. Αποτελεί δε αποτρόπαιο έγκλημα η ισοπέδωση πόλεων, όπως της Μαριούπολης, στην οποία κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος των ομογενών μας – παρά την ύπαρξη εκεί του τάγματος Αζόφ.
Αντίστοιχα απαράδεκτη ήταν βέβαια η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, όπου δεν θυμόμαστε να μας στήριξε κανείς – ούτε να επέβαλε κυρώσεις, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας.
Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, είναι λάθος οι ισχυρισμοί πως αποτελεί παραβίαση των συμφωνιών η πληρωμή των ρωσικών εξαγωγών σε ρούβλια – ενώ το έχουμε τεκμηριώσει, διακρίνοντας το νόμισμα αναφοράς με το νόμισμα συναλλαγής, όπου η Ρωσία αναφέρεται στο δεύτερο (ανάλυση).
Είχαμε βέβαια προβλέψει αυτήν την εξέλιξη, όχι επειδή έχουμε μαντικές ικανότητες, αλλά λόγω του ότι ήταν αυτονόητη (ανάλυση) – αφού κανένας δεν θέλει να πουλάει και να δεσμεύονται τα χρήματα του.
Το ίδιο λανθασμένοι είναι οι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους όταν η Ευρώπη εισάγει φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Ρωσία, χρηματοδοτεί τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας – οπότε εάν θέλει να τον τερματίσει, πρέπει να σταματήσει τις εισαγωγές. Είναι δε ανόητες οι αναφορές πως πρέπει να οδηγούμε λιγότερο, να σταματάμε τη θέρμανση ή να κλείνουμε το ηλεκτρικό – για να μην αγοράζει όπλα με αυτά τα χρήματα η Ρωσία.
Το μπούμερανγκ
Ειδικότερα, οι ρωσικές εξαγωγές ενέργειας πληρώνονται από τους Ευρωπαίους εισαγωγείς σε ευρώ – όπου όμως, λόγω των κυρώσεων, δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά τα ευρώ οι Ρώσοι εξαγωγείς και η ρωσική κεντρική τράπεζα (ανάλυση). Μοιάζει στην ουσία με την κατάθεση χρημάτων σε έναν δεσμευμένο λογαριασμό, όπως στα καταπιστεύματα των νέων που δεν μπορούν να τα αγγίξουν, έως ότου ενηλικιωθούν – κάτι που ασφαλώς δεν έχει νόημα για τις ρωσικές επιχειρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου παράλογο να απορρίπτεται η πρόταση της Ρωσίας για την πληρωμή των εξαγωγών της σε ρούβλια, επειδή μέσω αυτών χρηματοδοτεί τον πόλεμο στην Ουκρανία – αφού δεν εισάγει όπλα ή αγαθά που σχετίζονται με τον πόλεμο και που πρέπει να πληρωθούν με ξένο νόμισμα.
Για παράδειγμα, εάν ο ρωσικός στρατός χρειάζεται καύσιμα, πυρομαχικά ή νέα όπλα, όλα αυτά κατασκευάζονται στη Ρωσία και πληρώνονται με ρούβλια – τα οποία μπορεί να τυπώσει η κεντρική της τράπεζα, εάν υποθέσουμε πως θα της τελειώσουν τα υφιστάμενα.
Πρόκειται λοιπόν για ενέργειες που δεν έχουν νόημα και που κάποια στιγμή θα γυρίσουν ως μπούμερανγκ στην Ευρώπη – αφού τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Μ. Βρετανία, δεν έχουν αντίστοιχη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια. Με απλά λόγια, εάν η Ευρώπη επιβάλει εμπάργκο στις ρωσικές εξαγωγές, άμεσα ή έμμεσα με τη μη αποδοχή της πληρωμής σε ρούβλια, το φυσικό αέριο θα γίνει αυτόματα πιο σπάνιο, οπότε πιο ακριβό – αφού η ζήτηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη της προσφοράς.
Σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα υποφέρουν μόνο τα νοικοκυριά, αφού θα μειώσουν τις δαπάνες τους αλλού, με αποτέλεσμα να βυθιστεί σε ύφεση η οικονομία – να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό η εγχώρια κατανάλωση, οπότε οι επενδύσεις, το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κοκ., γεγονός φυσικά καταστροφικό για αδύναμες χώρες, όπως η Ελλάδα.
Πόσο μάλλον για υπερχρεωμένες, όπως ξανά η Ελλάδα, οι οποίες θα εξασφάλιζαν λιγότερες ποσότητες φυσικού αερίου συγκριτικά με πλούσιες, όπως η Γερμανία – επειδή η τελευταία θα πλήρωνε πολύ καλύτερα.
Οι συνέπειες του εμπάργκο
Από την άλλη πλευρά, το φυσικό αέριο είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για τη βιομηχανία εντάσεως ενέργειας – ενώ ήδη ακόμη και χώρες όπως η Γερμανία, θεωρούνται μη ελκυστικές ως περιοχές εγκατάστασης πολλών βιομηχανιών, όχι λόγω του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά εξαιτίας του υψηλότερου ενεργειακού κόστους.
Επομένως, εάν εγκρινόταν ένα εμπάργκο από τους πολιτικούς, θα έμοιαζε σαν να έκοβαν το κλαδί, επάνω στο οποίο καθόντουσαν οι χώρες τους – χωρίς να βοηθήσουν καθόλου την Ουκρανία. Σαν να αυτοκτονούσαν δηλαδή για κάτι που δεν θα προσέφερε πουθενά – σίγουρα όχι στο σταμάτημα του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος δυστυχώς θα διαρκέσει όσο θελήσει ο αυταρχικός εισβολέας με το πυρηνικό του οπλοστάσιο.
Εν προκειμένω, οι μεγάλοι κερδισμένοι θα ήταν η Κίνα που θα κάλυπτε το κενό στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων με τα εργοστάσια της που τροφοδοτούνται με φθηνή ενέργεια, καθώς επίσης οι ΗΠΑ – με την πώληση σχιστολιθικού αερίου σε τιμές ρεκόρ.
Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, υπενθυμίζουμε πως όταν ο υπουργός ενέργειας του Trump ταξίδευσε στις Βρυξέλες πριν από τρία χρόνια, για να προσφέρει στους Ευρωπαίους αμερικανικό φυσικό αέριο, κυριολεκτικά λοιδορήθηκε – με εξαίρεση μόνο την Πολωνία.
Εν τούτοις, την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΕ συμφώνησε να αυξήσει τις κοινοτικές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ – στα 15 δις κυβικά μέτρα ή κατά 70%, με την υπόσχεση των ΗΠΑ πως θα το αυξήσουν μακροπρόθεσμα στα 50 δις κυβικά μέτρα ετησίως ή στο 1/3 περίπου των εισαγωγών από τη Ρωσία. Βραχυπρόθεσμα τι θα συμβεί; Μακροπρόθεσμα πού θα βρεθούν αλήθεια τα υπόλοιπα;
Η προσομοίωση κρίσης φυσικού αερίου
Συνεχίζοντας, το 2018 η Γερμανία προέβη σε μία προσομοίωση κρίσης φυσικού αερίου – μέρος του ονομαζόμενου «Lükex», της διακρατικής και νομαρχιακής άσκησης διαχείρισης κρίσεων. Κατά το σενάριο, στα τέλη Ιανουαρίου οι θερμοκρασίες ήταν πολύ χαμηλές, με τη χώρα να βιώνει έναν χειμώνα ρεκόρ – ενώ δεν υπήρχε επάρκεια φυσικού αερίου, επειδή η Ρωσία δεν παρέδιδε σύμφωνα με τον προγραμματισμό.
Έτσι το πρωί της 29ης Ιανουαρίου (η κρίση ξεκίνησε θεωρητικά τον Οκτώβριο), οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων μεγάλων αποστάσεων προειδοποίησαν για σημεία συμφόρησης – ενώ οι δεξαμενές αποθήκευσης που ήταν κατά 40% γεμάτες, θα άδειαζαν. Η έλλειψη επηρέαζε ιδιαίτερα τη βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, τη Βάδη-Βυρτεμβέργη. Σε πολλά σημεία λοιπόν η παραγωγή έπρεπε να σταματήσει – ενώ τα ιδιωτικά νοικοκυριά και τα νοσοκομεία έμεναν συχνά χωρίς προμήθειες. Η κατάρρευση ήταν επικείμενη και δεν βρισκόταν λύση.
Η παραπάνω άσκηση που διεξήχθη στη Νότια Γερμανία σε δύο ημέρες του Νοεμβρίου του 2018, αφορούσε τη διακοπή παραδόσεων από ορισμένες χώρες – από τη Ρωσία μόνο εν μέρει. Συμμετείχαν οκτώ ομοσπονδιακά υπουργεία, η Υπηρεσία Δικτύων, η Πολιτική Προστασία και εταιρίες όπως η BASF, η Gascade, η Uniper και η Thyssen gas – ενώ οι συνέπειες ήταν δραματικές, όπως φάνηκε από μία ανάλυση 92 σελίδων που δημοσιεύθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ελέγχου Καταστροφών το 2019.
Για παράδειγμα, στη βιομηχανία τροφίμων που καλύπτει περίπου το 50% της ενέργειας της από φυσικό αέριο, ειδικά σε επί μέρους τομείς όπως στα γαλακτοκομεία, στα ελαιοτριβεία και στα εργοστάσια ζάχαρης που η εξάρτηση είναι ακόμη μεγαλύτερη κοκ. – με αποτέλεσμα το ψωμί και τα γαλακτοκομικά προϊόντα να γίνουν σπάνια, να εξαντληθούν οι ζωοτροφές, καθώς επίσης να επηρεαστούν άμεσα οι πτηνοτροφικές μονάδες και τα σφαγεία.
Οι συνέπειες δε για το σύστημα υγείας, ειδικά στο τέλος της χρονικής περιόδου της προσομοίωσης το Φεβρουάριο, ήταν ανάλογα δραματικές – για τα νοσοκομεία, για τους οίκους ευγηρίας, για τις ΜΕΘ, για τις εγκαταστάσεις αιμοκάθαρσης κλπ. Σε κάθε περίπτωση, δεν βρέθηκαν λύσεις – αφού οι τομείς που παρουσίασαν προβλήματα ήταν πάρα πολλοί.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, είναι ξεκάθαρο πως ο μεγάλος χαμένος μίας κρίσης φυσικού αερίου θα είναι η Ευρώπη – χωρίς καν να λάβουμε υπ’ όψιν το σενάριο της δημιουργίας ενός Αφγανιστάν εντός της, μίας προσφυγικής κρίσης άνευ προηγουμένου ή ενός πυρηνικού πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, είναι σωστό να στηριχθεί η Ουκρανία που αντιμετωπίζει μία τέτοια εισβολή και καταστροφή – χωρίς όμως κάτι τέτοιο να αιτιολογεί ένα τόσο μεγάλο τίμημα, όπως είναι η αυτοχειρία μίας ολόκληρης ηπείρου. Προφανώς δε, όλα αυτά είναι γνωστά στον πρόεδρο της μαρτυρικής Ουκρανίας που όμως επιμένει – εμφανιζόμενος σε όποια Κοινοβούλια του το επιτρέπουν, χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες για τους Πολίτες τους.
Γιατί λοιπόν επιμένει; Δεν τον ενδιαφέρει τι θα συμβεί σε όλους τους άλλους, αλλά μόνο στη χώρα του; Εάν ισχύει, οπότε θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους του, πρέπει να βοηθηθεί με όπλα; Οι ΗΠΑ επιμένουν μόνο επειδή εξυπηρετούνται οι δικές τους γεωπολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις, αδιαφορώντας για το τεράστιο κόστος της Ευρώπης; Γιατί τον κάλεσε στην ελληνική Βουλή ο πρωθυπουργός; Πρέπει να παρίστανται οι βουλευτές στο διάγγελμα του;
Δύσκολα ερωτήματα που όμως επείγει να απαντηθούν – ενώ δεν πρέπει να χαθεί η ελπίδα μίας ειρηνικής Ευρώπης που ασφαλώς δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει τόσο την Ουκρανία, όσο και τη Ρωσία που δεν είναι συνώνυμη με τον Putin.