Από: liberal.gr / Γράφει ο Νίκος Βέττας
Ενώ η Ρωσία είχε πολύ ισχυρή θέση με συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 631 δισεκ. δολαρίων, μετά τις κυρώσεις έχει πρόσβαση μόνο στο 17,7% από αυτά, όσα βρίσκονται στην Κίνα. Τα υπόλοιπα, σε Γαλλία, Ιαπωνία, Γερμανία, ΗΠΑ και Ην. Βασίλειο, έχουν δεσμευτεί. Ταυτόχρονα, οι μαζικές αναλήψεις αποταμιεύσεων πιέζουν την ευστάθεια των τραπεζών.
Οι κυρώσεις θα έχουν συνολικά υψηλό κόστος στη ρωσική οικονομία καθώς αυτή έχει υψηλό βαθμό διασύνδεσης με τις δυτικές και πρωτίστως με την Ευρώπη. Η αναστολή των περισσότερων εμπορικών συναλλαγών και η έξοδος επιχειρήσεων και επενδυτικών σχημάτων, από εμβληματικά όπως η BP και το Ταμείο Επενδύσεων της Νορβηγίας, έως μικρά αλλά πολυάριθμα, θα συρρικνώσει την παραγωγή. Στο κόστος των κυρώσεων θα πρέπει να προστεθεί το ίδιο το κόστος των πολεμικών προετοιμασιών και της εισβολής, που αυξάνεται πέρα από τους αρχικούς υπολογισμούς.
Βέβαια, η Ρωσία έχει μεγάλη εσωτερική αγορά και παραγωγή, όπως και εμπορικές σχέσεις με άλλες μεγάλες οικονομίες που δεν θα διακοπούν. Άρα, η η πλήρης επίπτωση της εμπορικής διαταραχής, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μπορεί να πάρει πολλές ημέρες ή εβδομάδες. Αυτό που ήδη παρατηρείται είναι το μέρος του κόστους που εμφανίζεται αμέσως, καθώς οι προοπτικές της επόμενης διαταραχής προεξοφλείται στις αγορές, σε σχέση με μετοχές, ομόλογα, νομίσματα και κάθε είδους επένδυση. Το υπόλοιπο αναμένεται να καταγραφεί σταδιακά και ανοδικά.
Η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει σε κυρώσεις που σε μεγάλο βαθμό διακόπτουν τις εμπορικές, χρηματοοικονομικές και λοιπές συναλλαγές, είναι υψηλού ρίσκου και έχει μεγάλο κόστος και για την ίδια. Κατέστη όμως αναγκαία. Τόσο στις εξωτερικές σχέσεις όσο και μπροστά στους πολίτες, η Ένωση και οι χώρες που την αποτελούν, θα έχαναν κάθε αξιοπιστία εάν δεν αντιδρούσαν στη Ρωσική εισβολή με κάποια αυστηρότητα.
Βέβαια, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο αποτυχίας έχει ήδη καταγραφεί: Το νόημα των αυστηρών κυρώσεων πάντα είναι πως πρέπει αν είναι εκ των προτέρων σαφείς και αξιόπιστες, ώστε να δρουν προληπτικά και αποτρεπτικά. Στην απόφαση την περασμένης εβδομάδας για την εισβολή είναι αμφίβολο αν είχε συνυπολογιστεί η επίπτωση της επιβολής άμεσων και σοβαρών κυρώσεων. Συνολικά και εκ των πραγμάτων, η ευρωπαïκή πολιτική στα ανατολικά της δεν διεκδικεί δάφνες επιτυχίας.
Η εξέλιξη της εισβολής και του πολέμου δεν μπορεί ακόμη να προβλεφθεί και καμία από τις εφικτές λύσεις δεν φαίνεται εύκολη ή χωρίς συνέπειες. Η αβεβαιότητα αυτή θα έχει από μόνη της βαριά επίπτωση παγκοσμίως μέχρι να βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας, κάτι που μπορεί να πάρει μήνες. Σε κάθε περίπτωση, από τις περισσότερο έως τις λιγότερο επικίνδυνες, το οικονομικό κόστος θα είναι υψηλό και οι προοπτικές για την Ευρώπη θα διαγράφονται συνολικά σαφώς δυσμενέστερες από ό,τι φαίνονταν πριν την εισβολή στην Ουκρανία. Στο κέντρο των υπολογισμών θα είναι φυσικά η αγορά ενέργειας, η εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, και η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Καθώς η κρίση θα εξελίσσεται, θα κεντρική σημασία θα έχει και η στάση που θα κρατήσουν άλλες μεγάλες οικονομίες, όπως η Κίνα.
Οι εξελίξεις, πρωτογενώς αλλά και μέσω των κυρώσεων, αντανακλούν φυσικά αρνητικά και στην ελληνική οικονομία. Το κόστος ενέργειας και ο πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθούν υψηλά για μήνες, ενώ μπορεί να υπάρξει αναβολή επενδύσεων σε ορισμένους κομβικούς τομείς και επιβράδυνση στις εξαγωγές. Το εμπορικό ισοζύγιο αναμένεται συνολικά να δεχθεί πίεση, από τον ενεργειακό τομέα και ευρύτερα. Το ίδιο ισχύει δημοσιονομικά, καθώς οι ρυθμοί μεγέθυνσης θα μετριαστούν και μπορεί να υπάρξει νέα ανάγκη στήριξης μέρους του πληθυσμού.
Συνολικά, για μια οικονομία με υψηλό χρέος, δομικές αδυναμίες και κατόπιν μιας βαθιάς ύφεσης και δεκαετούς κρίσης, η νέα κρίση έρχεται σε συνέχεια αυτής της πανδημίας και δυσχεραίνει την πορείας ανάκαμψης. Η πρόκληση ανάδειξης και υποστήριξης ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και συνολικά ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας, προς μια ισχυρής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, καθίσταται πιο επείγουσα από ποτέ.
* Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών