Δε νομίζω να υπάρχει κάποιος απλός πολίτης, που έστω μια φορά στη ζωή του να έμπλεξε σαν μάρτυρας σε ποινικά δικαστήρια να μην το έχει μετανιώσει και έκτοτε να τα αποφεύγει, εκτός αν τον πνίγει το δίκιο του και θέλει με κάθε θυσία ηθική δικαίωση ή αναγκάζεται να καταθέσει από φιλική ή συγγενική υποχρέωση.
Από: capital.gr / Του Λέανδρου Ρακιντζή
Η περιπέτεια του μάρτυρα ξεκινάει, όχι από την προδικασία που δίνει κατάθεση, αλλά από την κυρία στο ακροατήριο του δικαστηρίου διαδικασία, όπου καλείται να καταθέσει και αν δεν προσέλθει τιμωρείται με πρόστιμο, γιατί λόγω των αλλεπαλλήλων αναβολών της δίκης, κυρίως στα δικαστήρια των μεγάλων πόλεων, αναγκάζεται να προσέρχεται αρκετές φορές στο δικαστήριο και από πολύ μεγάλες αποστάσεις (π.χ. από την Τζιά στην Αθήνα) με μεγάλη ταλαιπωρία από τα προβλήματα της συγκοινωνίας και με απώλεια χρόνου και χρημάτων.
Επιπλέον υφίσταται ψυχική ταλαιπωρία από τη με δυσμενείς πολλές φορές συνθήκες αναμονή στις δικαστικές αίθουσες, την εχθρότητα της αντιπάλου παρατάξεως και τη βάσανο της εξετάσεως από τον συνήγορο του αντιδίκου, όπου με το πρόσχημα του ελέγχου της αξιοπιστίας του υποβάλλονται προσωπικές και εκτός εξεταστέου θέματος ερωτήσεις. Η όλη διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ με ευθύνη του προεδρεύοντος δικαστή, που υποχρεούται να προστατεύει τον μάρτυρα με την απαγόρευση της άσχετης (επιεικώς) ερώτησης. Σε σοβαρές όμως δίκες κυρίως επωνύμων ή πολιτικού ενδιαφέροντος η διαδικασία πολλές φορές εκτρέπεται και δημιουργούνται εντυπώσεις σε βάρος των μαρτύρων, που τροφοδοτούν τα ΜΜΕ.
Η ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεση των μαρτύρων αποτελεί παράγοντα ουκ άνευ για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, αλλά στο τέλος μετά τις αλλεπάλληλες αναβολές της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες είτε γιατί αδυνατούν για φυσικούς λόγους είτε γιατί έχουν κουρασθεί ή βαρεθεί από τις ατελείωτες αναμονές για να καταθέσουν είτε γιατί πιστεύουν, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί και πάλι, δεν προσέρχονται και στο τέλος η υπόθεση εκδικάζεται χωρίς την κρίσιμη μαρτυρία τους κατά την επιτυχή μεθόδευση των κατηγορουμένων και της νομικής συμπαράστασης τους για την απαλλαγή τους.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων στο δικαστήριο μετά πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από το συμβάν υφίστανται διαφοροποιήσεις από τις καταθέσεις της προδικασίας είτε συνήθως από φυσικά αίτια είτε ηθελημένα λόγω παρεμβολών προς όφελος του κατηγορουμένου, οπότε συντρέχει περίπτωση άσκησης αυτεπάγγελτα ποινικής δίωξης για ψευδή κατάθεση, που ως γνωστόν σχεδόν ποτέ δεν ασκείται και έτσι οι μάρτυρες καταθέτουν ψευδώς ατιμωρητί.
Επειδή η παρουσία των μαρτύρων στην ποινική δίκη είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης των μελών του δικαστηρίου για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και για να καταστεί δυνατή η προσέλευση των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοίκων προβλέπεται με το άρθρο 230 ΚΠΔ η καταβολή από το Δημόσιο σε αυτούς αποζημίωσης βάσει χιλιομετρικής διατίμησης, που αμφιβάλλω αν έχει αναπροσαρμοσθεί τα τελευταία χρόνια και που καλύπτει ελάχιστο μέρος της πραγματικής δαπάνης.
Πρόσφατα σε όλη την Ελλάδα ακούστηκε η αγανακτισμένη διαμαρτυρία της μητέρας Τοπαλούδη για την 4η συνεχόμενη φορά αναβολή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών δίκης για την ειδεχθή δολοφονία της κόρης της στη Ρόδο, που συγκλόνισε το Πανελλήνιο και ότι το οικονομικό βάρος για τις πολλαπλές μεταβάσεις από την Κομοτηνή στη Ρόδο και Αθήνα και διαμονή αυτής και των μαρτύρων της είναι αβάστακτο.
Η Πολιτεία πρέπει λοιπόν να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό με βάση τα τρέχοντα πραγματικά δεδομένα, ώστε η αποζημίωση να καλύπτει πλήρως όλες τις δαπάνες πορείας και διαμονής των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοικούντων μαρτύρων. Την κρίσιμη αυτή παράμετρο κανείς αρμόδιος υπουργός δεν ενδιαφέρθηκε μέχρι τώρα να επιλύσει. Το όλο ζήτημα συνέχεται έμμεσα με το καυτό θέμα του περιορισμού των αναβολών της δίκης, που όλοι το καταγγέλλουν, ότι συμβάλλει στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, αλλά κανείς δεν τολμά να θίξει, γιατί προσκρούει σε ισχυρά συμφέροντα των συνδικαλιστικών ενώσεων δικηγόρων, δικαστών και δικαστικών γραμματέων, που αντιτίθενται ακόμα και στην επέκταση της λειτουργίας του ακροατηρίου της δίκης επί δίωρο, που θα επιτάχυνε κατά πολύ την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Η εξαγγελθείσα προσφάτως από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι μαζί με το νομοσχέδιο για την οπαδική βία προβλέπεται νομοθετική ρύθμιση για τον περιορισμό των αναβολών της δίκης για σημαντικά αίτια μόνο μια φορά για κάθε διάδικο μέρος, παρέμεινε απλή εξαγγελία γιατί δεν θεσπίσθηκε με το υπόλοιπο νομοσχέδιο.
Για τις σοβαρές όμως δίκες, που προβλέπεται, ότι θα διαρκέσουν, όπως η δίκη Τοπαλούδη, που αναβλήθηκε για κώλυμα μέλους του δικαστηρίου, πρέπει να ορίζεται αναπληρωτής δικαστής. Άλλωστε με την αναβολή μιας σοβαρής υπόθεσης, που έχει προσδιορισθεί μόνο αυτή προς εκδίκαση, σπαταλάται άδικα μια σύνθεση δικαστηρίου και μια δικαστική αίθουσα για τις οποίες υπάρχει στενότητα, εκτός από την ταλαιπωρία των μαρτύρων ιδίως των εκτός έδρας, για τους οποίους who cares (για να το καταλάβουν οι αγγλομαθείς αρμόδιοι), αλλιώς θα είχε λυθεί το θέμα.
Νομίζω, ότι είναι τεχνολογικά εφικτό να ειδοποιούνται οι μάρτυρες εγκαίρως, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί, ιδίως όταν το σημαντικό αίτιο για την αναβολή προϋπάρχει της δίκης, όπως είναι τα κωλύματα των δικηγόρων από την εμπλοκή τους σε άλλη δίκη. Για την περίπτωση αυτή πρέπει να επαναφερθεί η αδόκιμα με τον ν.4637/2019 καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ κατά την οποία την αναβολή αποφάσιζε το δικαστήριο σε συμβούλιο. Επίσης είναι σύνηθες φαινόμενο οι μάρτυρες να περιμένουν όλη την ημέρα να εκδικασθεί η υπόθεση και αργά το μεσημέρι να αναβάλλεται η υπόθεση για σημαντικό αίτιο, ενώ αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την έναρξη της συνεδρίασης, όπως γίνονταν παλιά.
Είναι όμως γεγονός, ότι όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες της Πολιτείας για τον περιορισμό των αναβολών των δικών όχι μόνο έχουν αποτύχει, αλλά επιπλέον κατά τροποποίηση του άρθρου 349ΚΠΔ με τον ν.4637/ 18-11-2019 θεσπίσθηκε, ότι σημαντικό αίτιο για την αναβολή της δίκης υπάρχει και όταν ακόμα αφορά το πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου!!!, που συμβαίνει συχνά με τους επώνυμους δικηγόρους.
Είναι επίσης γεγονός, ότι κατά πάγια πρακτική δεν γίνεται κανένας έλεγχος για την επαλήθευση του σημαντικού αίτιου που προβλήθηκε για την αναβολή της δίκης, ιδίως στα ιατρικά πιστοποιητικά, που συνήθως πιστοποιούν μη ανιχνεύσιμη ασθένεια, που αποκαλούμε δικαστική, του κατηγορουμένου.
Εξαιτίας των αλλεπαλλήλων αναβολών δικασίμου έχει σωρευθεί στα δικαστήρια μη διαχειρίσιμος όγκος εκκρεμών ποινικών υποθέσεων. Η μόνη λύση είναι να θεσπισθεί η κατάργηση της διαδικαστικής πράξης της αναβολής της δίκης και αντί αυτής να θεσπισθεί η διακοπή της δίκης για λόγους αποδεδειγμένου σημαντικού αιτίου μόνο του δικαστηρίου και του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο με τους ίδιους δικαστές, που είναι κατά το άρθρο 8 του Συντάγματος οι φυσικοί δικαστές για την συγκεκριμένη υπόθεση, αλλιώς μπορεί να έχουμε επιλογή δικαστών.
Με τη λύση αυτή και σε κάθε περίπτωση με τον νομοθετικό περιορισμό των αναβολών, εκτός του ότι σταματήσει η ταλαιπωρία των μαρτύρων από τις αλλεπάλληλες αναβολές των δικών, θα επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης.
* Ο κ. Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.
Η περιπέτεια του μάρτυρα ξεκινάει, όχι από την προδικασία που δίνει κατάθεση, αλλά από την κυρία στο ακροατήριο του δικαστηρίου διαδικασία, όπου καλείται να καταθέσει και αν δεν προσέλθει τιμωρείται με πρόστιμο, γιατί λόγω των αλλεπαλλήλων αναβολών της δίκης, κυρίως στα δικαστήρια των μεγάλων πόλεων, αναγκάζεται να προσέρχεται αρκετές φορές στο δικαστήριο και από πολύ μεγάλες αποστάσεις (π.χ. από την Τζιά στην Αθήνα) με μεγάλη ταλαιπωρία από τα προβλήματα της συγκοινωνίας και με απώλεια χρόνου και χρημάτων.
Επιπλέον υφίσταται ψυχική ταλαιπωρία από τη με δυσμενείς πολλές φορές συνθήκες αναμονή στις δικαστικές αίθουσες, την εχθρότητα της αντιπάλου παρατάξεως και τη βάσανο της εξετάσεως από τον συνήγορο του αντιδίκου, όπου με το πρόσχημα του ελέγχου της αξιοπιστίας του υποβάλλονται προσωπικές και εκτός εξεταστέου θέματος ερωτήσεις. Η όλη διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ με ευθύνη του προεδρεύοντος δικαστή, που υποχρεούται να προστατεύει τον μάρτυρα με την απαγόρευση της άσχετης (επιεικώς) ερώτησης. Σε σοβαρές όμως δίκες κυρίως επωνύμων ή πολιτικού ενδιαφέροντος η διαδικασία πολλές φορές εκτρέπεται και δημιουργούνται εντυπώσεις σε βάρος των μαρτύρων, που τροφοδοτούν τα ΜΜΕ.
Η ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεση των μαρτύρων αποτελεί παράγοντα ουκ άνευ για την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης, αλλά στο τέλος μετά τις αλλεπάλληλες αναβολές της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες είτε γιατί αδυνατούν για φυσικούς λόγους είτε γιατί έχουν κουρασθεί ή βαρεθεί από τις ατελείωτες αναμονές για να καταθέσουν είτε γιατί πιστεύουν, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί και πάλι, δεν προσέρχονται και στο τέλος η υπόθεση εκδικάζεται χωρίς την κρίσιμη μαρτυρία τους κατά την επιτυχή μεθόδευση των κατηγορουμένων και της νομικής συμπαράστασης τους για την απαλλαγή τους.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων στο δικαστήριο μετά πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από το συμβάν υφίστανται διαφοροποιήσεις από τις καταθέσεις της προδικασίας είτε συνήθως από φυσικά αίτια είτε ηθελημένα λόγω παρεμβολών προς όφελος του κατηγορουμένου, οπότε συντρέχει περίπτωση άσκησης αυτεπάγγελτα ποινικής δίωξης για ψευδή κατάθεση, που ως γνωστόν σχεδόν ποτέ δεν ασκείται και έτσι οι μάρτυρες καταθέτουν ψευδώς ατιμωρητί.
Επειδή η παρουσία των μαρτύρων στην ποινική δίκη είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης των μελών του δικαστηρίου για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και για να καταστεί δυνατή η προσέλευση των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοίκων προβλέπεται με το άρθρο 230 ΚΠΔ η καταβολή από το Δημόσιο σε αυτούς αποζημίωσης βάσει χιλιομετρικής διατίμησης, που αμφιβάλλω αν έχει αναπροσαρμοσθεί τα τελευταία χρόνια και που καλύπτει ελάχιστο μέρος της πραγματικής δαπάνης.
Πρόσφατα σε όλη την Ελλάδα ακούστηκε η αγανακτισμένη διαμαρτυρία της μητέρας Τοπαλούδη για την 4η συνεχόμενη φορά αναβολή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών δίκης για την ειδεχθή δολοφονία της κόρης της στη Ρόδο, που συγκλόνισε το Πανελλήνιο και ότι το οικονομικό βάρος για τις πολλαπλές μεταβάσεις από την Κομοτηνή στη Ρόδο και Αθήνα και διαμονή αυτής και των μαρτύρων της είναι αβάστακτο.
Η Πολιτεία πρέπει λοιπόν να επανεξετάσει το ζήτημα αυτό με βάση τα τρέχοντα πραγματικά δεδομένα, ώστε η αποζημίωση να καλύπτει πλήρως όλες τις δαπάνες πορείας και διαμονής των εκτός της έδρας του δικαστηρίου κατοικούντων μαρτύρων. Την κρίσιμη αυτή παράμετρο κανείς αρμόδιος υπουργός δεν ενδιαφέρθηκε μέχρι τώρα να επιλύσει. Το όλο ζήτημα συνέχεται έμμεσα με το καυτό θέμα του περιορισμού των αναβολών της δίκης, που όλοι το καταγγέλλουν, ότι συμβάλλει στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, αλλά κανείς δεν τολμά να θίξει, γιατί προσκρούει σε ισχυρά συμφέροντα των συνδικαλιστικών ενώσεων δικηγόρων, δικαστών και δικαστικών γραμματέων, που αντιτίθενται ακόμα και στην επέκταση της λειτουργίας του ακροατηρίου της δίκης επί δίωρο, που θα επιτάχυνε κατά πολύ την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Η εξαγγελθείσα προσφάτως από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ότι μαζί με το νομοσχέδιο για την οπαδική βία προβλέπεται νομοθετική ρύθμιση για τον περιορισμό των αναβολών της δίκης για σημαντικά αίτια μόνο μια φορά για κάθε διάδικο μέρος, παρέμεινε απλή εξαγγελία γιατί δεν θεσπίσθηκε με το υπόλοιπο νομοσχέδιο.
Για τις σοβαρές όμως δίκες, που προβλέπεται, ότι θα διαρκέσουν, όπως η δίκη Τοπαλούδη, που αναβλήθηκε για κώλυμα μέλους του δικαστηρίου, πρέπει να ορίζεται αναπληρωτής δικαστής. Άλλωστε με την αναβολή μιας σοβαρής υπόθεσης, που έχει προσδιορισθεί μόνο αυτή προς εκδίκαση, σπαταλάται άδικα μια σύνθεση δικαστηρίου και μια δικαστική αίθουσα για τις οποίες υπάρχει στενότητα, εκτός από την ταλαιπωρία των μαρτύρων ιδίως των εκτός έδρας, για τους οποίους who cares (για να το καταλάβουν οι αγγλομαθείς αρμόδιοι), αλλιώς θα είχε λυθεί το θέμα.
Νομίζω, ότι είναι τεχνολογικά εφικτό να ειδοποιούνται οι μάρτυρες εγκαίρως, ότι η υπόθεση θα αναβληθεί, ιδίως όταν το σημαντικό αίτιο για την αναβολή προϋπάρχει της δίκης, όπως είναι τα κωλύματα των δικηγόρων από την εμπλοκή τους σε άλλη δίκη. Για την περίπτωση αυτή πρέπει να επαναφερθεί η αδόκιμα με τον ν.4637/2019 καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 349 ΚΠΔ κατά την οποία την αναβολή αποφάσιζε το δικαστήριο σε συμβούλιο. Επίσης είναι σύνηθες φαινόμενο οι μάρτυρες να περιμένουν όλη την ημέρα να εκδικασθεί η υπόθεση και αργά το μεσημέρι να αναβάλλεται η υπόθεση για σημαντικό αίτιο, ενώ αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την έναρξη της συνεδρίασης, όπως γίνονταν παλιά.
Είναι όμως γεγονός, ότι όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες της Πολιτείας για τον περιορισμό των αναβολών των δικών όχι μόνο έχουν αποτύχει, αλλά επιπλέον κατά τροποποίηση του άρθρου 349ΚΠΔ με τον ν.4637/ 18-11-2019 θεσπίσθηκε, ότι σημαντικό αίτιο για την αναβολή της δίκης υπάρχει και όταν ακόμα αφορά το πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου!!!, που συμβαίνει συχνά με τους επώνυμους δικηγόρους.
Είναι επίσης γεγονός, ότι κατά πάγια πρακτική δεν γίνεται κανένας έλεγχος για την επαλήθευση του σημαντικού αίτιου που προβλήθηκε για την αναβολή της δίκης, ιδίως στα ιατρικά πιστοποιητικά, που συνήθως πιστοποιούν μη ανιχνεύσιμη ασθένεια, που αποκαλούμε δικαστική, του κατηγορουμένου.
Εξαιτίας των αλλεπαλλήλων αναβολών δικασίμου έχει σωρευθεί στα δικαστήρια μη διαχειρίσιμος όγκος εκκρεμών ποινικών υποθέσεων. Η μόνη λύση είναι να θεσπισθεί η κατάργηση της διαδικαστικής πράξης της αναβολής της δίκης και αντί αυτής να θεσπισθεί η διακοπή της δίκης για λόγους αποδεδειγμένου σημαντικού αιτίου μόνο του δικαστηρίου και του κατηγορουμένου σε ρητή δικάσιμο με τους ίδιους δικαστές, που είναι κατά το άρθρο 8 του Συντάγματος οι φυσικοί δικαστές για την συγκεκριμένη υπόθεση, αλλιώς μπορεί να έχουμε επιλογή δικαστών.
Με τη λύση αυτή και σε κάθε περίπτωση με τον νομοθετικό περιορισμό των αναβολών, εκτός του ότι σταματήσει η ταλαιπωρία των μαρτύρων από τις αλλεπάλληλες αναβολές των δικών, θα επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης.
* Ο κ. Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.